ΙΩΒ

 

ΙΩΒ 1

 

Ιωβ. 1,1            Ἄνθρωπος τις ἦν ἐν χώρᾳ τῇ Αὐσίτιδι, ᾧ ὄνομα Ἰώβ, καὶ ἦν ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ἀληθινός, ἄμεμπτος, δίκαιος, θεοσεβής, ἀπεχόμενος ἀπὸ παντὸς πονηροῦ πράγματος.

Ιωβ. 1,1                      Εις την Αυσίτιδα χώραν εζούσεν ένας άνθρωπος ο οποίος ωνομάζετο Ιώβ. Ητο ευθύς και έντιμος, άμεμπτος, δίκαιος απέναντι όλων, ευσεβής προς τον Θεόν, απέφευγε κάθε πονηρόν πράγμα, κάθε αμαρτωλήν πράξιν.

Ιωβ. 1,2            ἐγένοντο δὲ αὐτῷ υἱοὶ ἑπτὰ καὶ θυγατέρες τρεῖς.

Ιωβ. 1,2                     Αυτός είχεν αποκτήσει επτά υιούς και τρεις θυγατέρας.

Ιωβ. 1,3            καὶ ἦν τὰ κτήνη αὐτοῦ πρόβατα ἑπτακισχίλια, κάμηλοι τρισχίλιαι, ζεύγη βοῶν πεντακόσια, θήλειαι ὄνοι νομάδες πεντακόσιαι, καὶ ὑπηρεσία πολλὴ σφόδρα καὶ ἔργα μεγάλα ἦν αὐτῷ ἐπὶ τῆς γῆς· καὶ ἦν ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος εὐγενὴς τῶν ἀφ᾿ ἡλίου ἀνατολῶν.

Ιωβ. 1,3                     Είχε δε πλήθος ζώα εις την ιδιοκτησίαν του· επτά χιλιάδας πρόβατα, τρεις χιλιάδας καμήλους, πεντακόσια ζεύγη βοών, αγέλην από πεντακοσίας θηλείας όνους. Δια την επιστασίαν και βοσκήν όλων αυτών είχε μεγάλον αριθμόν υπηρετών. Καλός δε και πλούσιος καθώς ήτο, είχε κάμει μεγάλα έργα εις την χώραν του. Και έτσι ο άνθρωπος εκείνος ήτο ενας από τους πολύ διακεκριμένους ανθρώπους των ανατολικών εκείνων χωρών.

Ιωβ. 1,4            συμπορευόμενοι δὲ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ πρὸς ἀλλήλους ἐποιοῦσαν πότον καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν, συμπαραλαμβάνοντες ἅμα καὶ τὰς τρεῖς ἀδελφὰς αὐτῶν ἐσθίειν καὶ πίνειν μετ᾿ αὐτῶν.

Ιωβ. 1,4                     Τα παιδιά του εσυνήθιζαν να μεταβαίνουν με την σειράν των στο σπίτι του καθ' ενός από αυτά και παρέθεταν συμπόσιον κάθε ημέραν. Παρελάμβαναν δε μαζή των και τας τρεις αδελφάς των να τρώγουν και να πίνουν μαζή των.

Ιωβ. 1,5            καὶ ὡς ἂν συνετελέσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ πότου, ἀπέστελλεν Ἰὼβ καὶ ἐκαθάριζεν αὐτοὺς ἀνιστάμενος τὸ πρωΐ καὶ προσέφερε περὶ αὐτῶν θυσίας κατὰ τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν καὶ μόσχον ἕνα περὶ ἁμαρτίας περὶ τῶν ψυχῶν αὐτῶν· ἔλεγε γὰρ Ἰώβ· μή ποτε οἱ υἱοί μου ἐν τῇ διανοίᾳ αὐτῶν κακὰ ἐνενόησαν πρὸς Θεόν. οὕτως οὖν ἐποίει Ἰὼβ πάσας τὰς ἡμέρας.

Ιωβ. 1,5                     Οταν δε ετελείωναν αι ημέραι των συμποσίων, έστελλεν ο Ιωβ άνθρωπον, και εκαλούσε όλα τα τέκνα του και τα εκαθάριζε δια θυσιών προς τον Θεόν. Εσηκώνετο, δηλαδή, ενωρίς το πρωϊ και προσέφερε δι' αυτά θυσίας, αναλόγους με τον αριθμόν των. Προσέφερε και ένα μόσχον ως θυσίαν προς εξιλέωσιν των αμαρτιών των δια τας ψυχάς των. Εκανε δε τούτο ο Ιώβ, διότι εσκέπτετο και έλεγε· “μήπως τυχόν τα παιδιά μου εσκέφθησαν κατά την ώραν των συμποσίων σκέψεις αμαρτωλάς και ημάρτησαν έτσι απέναντι του Θεού;” Ετσι εφέρετο και επορεύετο ο Ιώβ όλας τας ημέρας της ζωής του.

Ιωβ. 1,6            Καὶ ἐγένετο ὡς ἡ ἡμέρα αὕτη, καὶ ἰδοὺ ἦλθον οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ παραστῆναι ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, καὶ ὁ διάβολος ἦλθε μετ᾿ αὐτῶν.

Ιωβ. 1,6                     Καποιαν όμως ημέραν οι άγγελοι του Θεού παρουσιάσθησαν ενώπιον του Κυρίου. Μαζή δέ με αυτούς ήλθεν και ο διάβολος.

Ιωβ. 1,7            καὶ εἶπεν ὁ Κύριος τῷ διαβόλῳ· πόθεν παραγέγονας; καὶ ἀποκριθεὶς ὁ διάβολος τῷ Κυρίῳ εἶπε· περιελθὼν τὴν γῆν καὶ ἐμπεριπατήσας τὴν ὑπ᾿ οὐρανὸν πάρειμι.

Ιωβ. 1,7                     Ο Κυριος είπεν στον διάβολον· “από που έχεις έλθει;” Ο διάβολος απεκρίθη και είπεν· “αφού περιήλθαν όλην την γην και περιεπάτησα εις ολόκληρον την υπό τον ουρανόν, ήλθα εδώ”.

Ιωβ. 1,8            καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Κύριος· προσέσχες τῇ διανοίᾳ σου κατὰ τοῦ παιδός μου Ἰώβ, ὅτι οὐκ ἔστι κατ᾿ αὐτὸν ἐπὶ τῆς γῆς, ἄνθρωπος ἄμεμπτος, ἀληθινός, θεοσεβής, ἀπεχόμενος ἀπὸ παντὸς πονηροῦ πράγματος;

Ιωβ. 1,8                     Ο Κυριος τον ηρώτησεν· “έστρεψες τον νουν σου και έδωσες προσοχήν στον δούλον μου τον Ιώβ, δια να ίδης ότι δεν υπάρχει άλλος άνθρωπος αρετής όμοιος προς αυτόν επάνω εις την γην, άμεμπτος, ακέραιος, ευσεβής, ξένος και αμέτοχος προς κάθε πονηρόν και αμαρτωλόν έργον;”

Ιωβ. 1,9            ἀπεκρίθη δὲ ὁ διάβολος καὶ εἶπεν ἐναντίον τοῦ Κυρίου· μὴ δωρεὰν Ἰὼβ σέβεται τὸν Κύριον;

Ιωβ. 1,9                     Ο διάβολος απήντησε και ειπέ προς τον Κυριον· “μήπως δωρεάν και χωρίς αμοιβάς αυτός σέβεται σε τον Κυριον;

Ιωβ. 1,10           οὐ σὺ περιέφραξας τὰ ἔξω αὐτοῦ καὶ τὰ ἔσω τῆς οἰκίας αὐτοῦ καὶ τὰ ἔξω πάντων τῶν ὄντων αὐτοῦ κύκλῳ; τὰ δὲ ἔργα τῶν χειρῶν αὐτοῦ εὐλόγησας καὶ τὰ κτήνη αὐτοῦ πολλὰ ἐποίησας ἐπὶ τῆς γῆς.

Ιωβ. 1,10                   Οχι βέβαια. Συ, με την παντοδύναμον προστασίαν σου, ως με ασφαλή και απαραβίαστον φραγμόν, δεν περιεφρούρησες και περιφρουρείς τα περί αυτόν και όσα υπάρχουν εις την οικίαν του και όλα τα εξωτερικά του πράγματα ολόγυρα; Και επί πλέον όλα τα έργα των χειρών του τα έχεις ευλογήσει και εις μεγάλον αριθμόν έχεις πληθύνει τα ζώα του εις την χώραν του.

Ιωβ. 1,11           ἀλλὰ ἀπόστειλον τὴν χεῖρά σου καὶ ἅψαι πάντων, ὧν ἔχει· ἦ μὴν εἰς πρόσωπόν σε εὐλογήσει.

Ιωβ. 1,11                    Αλλα άπλωσε το χέρι σου, έγγισε και αφαίρεσε όλα αυτά, που έχει, και τότε ασφαλώς θα δυσφορήση και θα σε βλασφημήση κατά πρόσωπον”.

Ιωβ. 1,12           τότε εἶπεν ὁ Κύριος τῷ διαβόλῳ· ἰδοὺ πάντα, ὅσα ἐστὶν αὐτῷ, δίδωμι ἐν τῇ χειρί σου, ἀλλ᾿ αὐτοῦ μὴ ἅψῃ. καὶ ἐξῆλθεν ὁ διάβολος ἀπὸ προσώπου Κυρίου. -

Ιωβ. 1,12                   Τοτε ο Κυριος είπεν στον διάβολον· “ιδού, όλα όσα έχει, τα παραδίδω εις την εξουσίαν σου. Αυτόν όμώς τον ίδιον δεν θα τον εγγίσης καθόλου”. Ο διάβολος έφυγεν από έμπροσθεν του Κυρίου.

Ιωβ. 1,13           Καὶ ἦν ὡς ἡ ἡμέρα αὕτη, οἱ υἱοὶ Ἰὼβ καὶ αἱ θυγατέρες αὐτοῦ ἔπινον οἶνον ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῶν τοῦ πρεσβυτέρου.

Ιωβ. 1,13                   Μιαν, λοιπόν, ημέραν τα παιδιά και αι θυγατέρες του Ιώβ έτρωγαν εις κοινόν συμπόσιον εν τη οικία του μεγαλυτέρου αδελφού των.

Ιωβ. 1,14           καὶ ἰδοὺ ἄγγελος ἦλθε πρὸς Ἰὼβ καὶ εἶπεν αὐτῷ· τὰ ζεύγη τῶν βοῶν ἠροτρία, καὶ αἱ θήλειαι ὄνοι ἐβόσκοντο ἐχόμεναι αὐτῶν,

Ιωβ. 1,14                   Τοτε ένας αγγελιαφόρος ήλθεν στον Ιώβ και του είπε· “τα ζευγάρια των βοϊδιών σου αροτριούσαν και αι θήλειαι όνοι έβοσκαν αμέρινοι εκεί πλησίον των.

Ιωβ. 1,15           καὶ ἐλθόντες οἱ αἰχμαλωτεύοντες ᾐχμαλώτευσαν αὐτὰς καὶ τοὺς παῖδας ἀπέκτειναν ἐν μαχαίραις· σωθεὶς δὲ ἐγὼ μόνος ἦλθον τοῦ ἀπαγγεῖλαί σοι.

Ιωβ. 1,15                   Αίφνης επήλθον εναντίον αυτών λησταί και ήρπασαν τα βόϊδια και τας θηλυκάς όνους, αφού προηγουμένως έσφαξαν με τας μαχαίρας των τους δούλους σου. Εγώ μόνος διέφυγα την σφαγήν και σωθείς ήλθον εδώ, δια να σου αναγγείλω το θλιβερόν γεγονός”.

Ιωβ. 1,16           ἔτι τούτου λαλοῦντος, ἦλθεν ἕτερος ἄγγελος καὶ εἶπε πρὸς Ἰώβ· πῦρ ἔπεσεν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ κατέκαυσε τὰ πρόβατα καὶ τοὺς ποιμένας κατέφαγεν ὁμοίως· σωθεὶς δὲ ἐγὼ μόνος ἦλθον τοῦ ἀπαγγεῖλαί σοι.

Ιωβ. 1,16                   Ενώ ακόμη αυτός ωμιλούσε, ήλθεν άλλος αγγελιαφόρος και είπε προς τον Ιώβ· “φωτιά έπεσεν από τον ουρανόν και έκαυσεν εξ ολοκλήρου τα πρόβατα, κατέφαγε δε και τους βοσκούς η φωτιά αυτή. Εγώ μόνος διεσώθην από την καταστροφήν και ήλθα να σου αναγγείλω το θλιβερόν γεγονός”.

Ιωβ. 1,17           ἔτι τούτου λαλοῦντος ἦλθεν ἕτερος ἄγγελος καὶ εἶπε πρὸς Ἰώβ· οἱ ἱππεῖς ἐποίησαν ἡμῖν κεφαλὰς τρεῖς καὶ ἐκύκλωσαν τὰς καμήλους καὶ ᾐχμαλώτευσαν αὐτὰς καὶ τοὺς παῖδας ἀπέκτειναν ἐν μαχαίραις· ἐσώθην δὲ ἐγὼ μόνος καὶ ἦλθον τοῦ ἀπαγγεῖλαί σοι.

Ιωβ. 1,17                   Εν ακόμη αυτός ωμιλούσε, και παρείχε τας θλιβεράς πληροφορίας, ήλθεν άλλος αγγελιοφόρος και είπε προς τον Ιώβ· “έφιπποι λησταί χωρισμένοι εις τρία τμήματα, ήλθαν εναντίον μας και περικύκλωσαν τας καμήλους και τας ήρπασαν. Τους δούλους σου, που εφύλασσαν αυτάς, εφόνευσάν με τας μαχαίρας των. Εγώ μόνος διέφυγα την σφαγήν και σωθείς ήλθα να σου αναγγείλω το θλιβερόν γεγονός”.

Ιωβ. 1,18           ἔτι τούτου λαλοῦντος ἄλλος ἄγγελος ἔρχεται λέγων τῷ Ἰώβ· τῶν υἱῶν σου καὶ τῶν θυγατέρων σου ἐσθιόντων καὶ πινόντων παρὰ τῷ ἀδελφῷ αὐτῶν τῷ πρεσβυτέρῳ,

Ιωβ. 1,18                   Εν και αυτός ακόμη ωμιλούσε, έρχεται άλλος αγγελιαφόρος αναγγέλλων προς τον Ιώβ· “καθ' ον χρόνον οι υιοί σου και αι θυγατέρες σου έτρωγαν και έπιναν εις την οικίαν του μεγαλυτέρου αυτών αδελφού,

Ιωβ. 1,19           ἐξαίφνης πνεῦμα μέγα ἐπῆλθεν ἐκ τῆς ἐρήμου καὶ ἥψατο τῶν τεσσάρων γωνιῶν τῆς οἰκίας, καὶ ἔπεσεν ἡ οἰκία ἐπὶ τὰ παιδία σου, καὶ ἐτελεύτησαν· ἐσώθην δὲ ἐγὼ μόνος καὶ ἦλθον τοῦ ἀπαγγεῖλαί σοι.

Ιωβ. 1,19                   αιφνιδίως ήλθε μέγας βίαιος άνεμος από την έρημον επέπεσεν ορμητικός εις τας τέσσαρας γωνίας της οικίας, η δε οικία εκρημνίσθη επάνω εις τα παιδιά σου και εκείνα ετάφησαν κάτω από τα ερείπια. Εγώ δε μόνος από τους υπηρέτας εσώθην και ήλθα να σου αναγγείλω το θλιβερόν γεγονός”.

Ιωβ. 1,20           Οὕτως ἀναστὰς Ἰὼβ ἔῤῥηξε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ ἐκείρατο τὴν κώμην τῆς κεφαλῆς καὶ πεσὼν χαμαὶ προσεκύνησε τῷ Κυρίῳ καὶ εἶπεν·

Ιωβ. 1,20                  Τοτε ηγέρθη ο Ιώβ, έσχισε τα ενδύματα του, εκούρεψε τα μαλλιά της κεφαλής του, έπεσε κάτω στο έδαφος, προσεκύνησε τον Κυριον και είπε·

Ιωβ. 1,21           αὐτὸς γυμνὸς ἐξῆλθον ἐκ κοιλίας μητρός μου, γυμνὸς καὶ ἀπελεύσομαι ἐκεῖ· ὁ Κύριος ἔδωκεν, ὁ Κύριος ἀφείλατο· ὡς τῷ Κυρίῳ ἔδοξεν, οὕτω καὶ ἐγένετο· εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον εἰς τοὺς αἰῶνας.

Ιωβ. 1,21                   “Εγώ γυμνός εβγήκα από την κοιλίαν της μητρός μου, γυμνός θα απέλθω από τον κόσμον αυτόν στον τάφον. Ο Κυριος έδωκε τα δώρα του, ο Κυριος τα αφήήρεσεν. Οπως στον Κυριον εφάνη αρεστόν, έτσι και έγινεν. Ας είναι δοξασμένον το όνομα του Κυρίου στους αιώνας των αιώνων”.

Ιωβ. 1,22           Ἐν τούτοις πᾶσι τοῖς συμβεβηκόσιν αὐτῷ οὐδὲν ἥμαρτεν Ἰὼβ ἐναντίον τοῦ Κυρίου καὶ οὐκ ἔδωκεν ἀφροσύνην τῷ Θεῷ.

Ιωβ. 1,22                  Εις όλας αυτάς τας συμφοράς, που επήλθον εναντίον του Ιωβ, αυτός καθόλου δεν ημάρτησεν ενώπιον του Κυρίου. Δεν περιέπεσεν εις καμμίαν απερισκεψίαν εναντίον του Θεού.

 

 

ΙΩΒ 2

 

Ιωβ. 2,1            Ἐγένετο δὲ ὡς ἡ ἡμέρα αὕτη καὶ ἦλθον οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ παραστῆναι ἔναντι Κυρίου, καὶ ὁ διάβολος ἦλθεν ἐν μέσῳ αὐτῶν παραστῆναι ἐναντίον τοῦ Κυρίου.

Ιωβ. 2,1                     Καποιαν άλλην ημέραν, όπως η προηγηθείσα, ήλθον οι άγγελοι του Θεού, να παρουσιασθούν ενώπιον του Κυρίου. Και ο διάβολος ήλθεν εν μέσω αυτών, να παρουσιασθή πάλιν ενώπιον του Κυρίου.

Ιωβ. 2,2            καὶ εἶπεν ὁ Κύριος τῷ διαβόλῳ· πόθεν σὺ ἔρχῃ; τότε εἶπεν ὁ διάβολος ἐνώπιον τοῦ Κυρίου· διαπορευθεὶς τὴν ὑπ᾿ οὐρανὸν καὶ ἐμπεριπατήσας τὴν σύμπασαν πάρειμι.

Ιωβ. 2,2                    Ο Κυριος ηρώτησε τον διάβολον· “από που, συ ερχεσαι;” Τοτε ο διάβολος απήντησε προς τον Κυριον· “περιήλθα την υπό τον ουρανόν γην, περιεπάτησα μέσα εις ολόκληρον την οικουμένην και ιδού είμαι παρών έδώ”.

Ιωβ. 2,3            εἶπε δὲ ὁ Κύριος πρὸς τὸν διάβολον· προσέσχες οὖν τῷ θέραποντί μου Ἰώβ, ὅτι οὐκ ἔστι κατ᾿ αὐτὸν τῶν ἐπὶ τῆς γῆς ἄνθρωπος ὅμοιος αὐτῷ, ἄκακος, ἀληθινός, ἄμεμπτος, θεοσεβής, ἀπεχόμενος ἀπὸ παντὸς κακοῦ; ἔτι δὲ ἔχετε ἀκακίας· σὺ δὲ εἶπας τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ διακενῆς ἀπολέσαι.

Ιωβ. 2,3                    Ο δε Κυριος είπε τότε προς τον διάβολον· “εδωσες λοιπόν προσοχήν στον δούλον μου τον Ιώβ και επείσθης εκ των πραγμάτων, ότι δεν υπάρχει μεταξύ των ανθρώπων της γης άλλος όμοιος προς αυτόν, άκακος, ακέραιος, άμεμπτος, θεοσεβής, ο οποίος απέχει από κάθε κακόν; Ακόμη δε και εν μέσω αυτών των μεγάλων συμφορών κρατεί την αθωότητά και αγαθότητά του. Συ όμως είχες είπει ότι θα με εβλασφήμει, αν σε άφηνα να του κατάστρεψης όλα τα υπάρχοντά του”.

Ιωβ. 2,4            ὑπολαβὼν δὲ ὁ διάβολος εἶπε τῷ Κυρίῳ· δέρμα ὑπὲρ δέρματος· καὶ πάντα, ὅσα ὑπάρχει ἀνθρώπῳ, ὑπὲρ τῆς ψυχῆς αὐτοῦ ἐκτίσει·

Ιωβ. 2,4                    Ο διάβολος λαβών τον λόγον είπε προς τον Κυριον· “δια να σώση κανείς το δέρμα του ευχαρίστως δίνει άλλο δέρμα. Ολα όσα έχει ο άνθρωπος ημπορεί να τα θυσιάση, αρκεί να διατηρήση έτσι την ζωήν του.

Ιωβ. 2,5            οὐ μὴν δὲ ἀλλὰ ἀποστείλας τὴν χεῖρά σου ἅψαι τῶν ὀστῶν αὐτοῦ καὶ σαρκῶν αὐτοῦ· ἦ μὴν εἰς πρόσωπόν σε εὐλογήσει.

Ιωβ. 2,5                    Απλωσε όμως το χέρι σου, κτύπησέ τον εις τα κόκκαλά του και εις τας σάρκας του· τότε υπό το κράτος του ατομικού του πόνου, θα βλασφημήση αναισχύντως το πρόσωπόν σου”.

Ιωβ. 2,6            εἶπε δὲ ὁ Κύριος τῷ διαβόλῳ· ἰδοὺ παραδίδωμί σοι αὐτόν, μόνον τὴν ψυχὴν αὐτοῦ διαφύλαξον.

Ιωβ. 2,6                    Ο Κυριος είπε τότε στον διάβολον· “ιδού· παραδίδω αυτόν εις την εξουσίαν σου, να του επιφέρης τα δείνα, που είπες. Πρόσεξε όμως να διαφυλάξης την ζωήν του”.

Ιωβ. 2,7            Ἐξῆλθε δὲ ὁ διάβολος ἀπὸ προσώπου Κυρίου καὶ ἔπαισε τὸν Ἰὼβ ἕλκει πονηρῷ ἀπὸ ποδῶν ἕως κεφαλῆς.

Ιωβ. 2,7                    Ο διάβολος εβγήκεν από την παρουσίαν του Κυρίου και εκτύπησε τον Ιώβ με τρομεράς πληγάς, από κεφαλής μέχρι ποδών.

Ιωβ. 2,8            καὶ ἔλαβεν ὄστρακον, ἵνα τὸν ἰχῶρα ξύῃ, καὶ ἐκάθητο ἐπὶ τῆς κοπρίας ἔξω τῆς πόλεως.

Ιωβ. 2,8                    Ο Ιώβ επήρε τότε ένα σύντριμμα από πήλινον αγγείον και έξυε τας πυορροούσας πληγάς του. Εκάθητο δε επάνω εις ένα σωρόν απεξηραμμένης κοπριάς έξω από την πόλιν μόνος.

Ιωβ. 2,9            Χρόνου δὲ πολλοῦ προβεβηκότος εἶπεν αὐτῷ ἡ γυνὴ αὐτοῦ· μέχρι τίνος καρτερήσεις λέγων·

Ιωβ. 2,9                    Αφού επέρασε πολύς χρόνος εις την κατάστασιν αυτήν, του είπε τότε η γυναίκα του· “Εως πότε θα δείχνης αυτήν την καρτερίαν λέγων·

Ιωβ. 2,9α           ἰδοὺ ἀναμένω χρόνον ἔτι μικρὸν προσδεχόμενος τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας μου;

Ιωβ. 2,9α                  Θα περιμένω ολίγον ακόμη χρόνον και έχω την ελπίδα, ότι θα εύρω την θεραπείαν μου και θα απαλλαγώ από την όδυνηράν αυτήν κατάστασιν;

Ιωβ. 2,9β           ἰδοὺ γὰρ ἠφάνισταί σου τὸ μνημόσυνον ἀπὸ τῆς γῆς, υἱοὶ καὶ θυγατέρες, ἐμῆς κοιλίας ὠδῖνες καὶ πόνοι, οὓς εἰς τὸ κενὸν ἐκοπίασα μετὰ μόχθων·

Ιωβ. 2,9β                  Ιδού όμως ότι η ανάμνησίς σου έσβησεν από την γην, διότι τα παιδιά και τα κορίτσια σου, πόνοι της κοιλίας μου, και κόποι της ζωής μου, εξηφανίσθησαν. Ματαίως, λοιπόν, εκοπίασα και υπεβλήθην εις τόσους κόπους δια να τα μεγαλώσω.

Ιωβ. 2,9γ           σύ τε αὐτὸς ἐν σαπρίᾳ σκωλήκων κάθησαι διανυκτερεύων αἴθριος,

Ιωβ. 2,9γ                  Συ δε ο ίδιος κάθεσαι επάνω εις την σαπίλαν των σκωλήκων και διανυκτερεύεις με πολλούς πόνους στο υπαιθρον.

Ιωβ. 2,9δ           κἀγὼ πλανῆτις καὶ λάτρις, τόπον ἐκ τόπου περιερχομένη καὶ οἰκίαν ἐξ οἰκίας, προσδεχομένη τὸν ἥλιον πότε δύσεται, ἵνα ἀναπαύσωμαι τῶν μόχθων μου καὶ τῶν ὀδυνῶν, αἵ με νῦν συνέχουσιν· ἀλλὰ εἰπόν τι ῥῆμα πρὸς Κύριον καὶ τελεύτα.

Ιωβ. 2,9δ                  Εγώ δε περιπλανώμαι, σαν καμμία υπηρέτρια και ζητιάνα, μεταβαίνουσα από τον ένα τόπον στον άλλον, από την μίαν οικίαν εις την άλλην και περιμένω πότε να δύση ο ήλιος, δια να αναπαυθώ από τους σωματικούς κόπους και τας ψυχικάς οδύνας, αι οποίαι τώρα με πιέζουν και με περισφίγγουν. Είπέ, λοιπόν, ένα λόγον εναντίον του Κυρίου και δώσε ένα τέλος εις την βασανισμένην σου ζωήν”.

Ιωβ. 2,10           ὁ δὲ ἐμβλέψας εἶπεν αὐτῇ· ἵνα τί ὥσπερ μία τῶν ἀφρόνων γυναικῶν ἐλάλησας οὕτως; εἰ τὰ ἀγαθὰ ἐδεξάμεθα ἐκ χειρὸς Κυρίου, τὰ κακὰ οὐχ ὑποίσομεν; ἐν πᾶσι τούτοις τοῖς συμβεβηκόσιν αὐτῷ οὐδὲν ἥμαρτεν Ἰὼβ τοῖς χείλεσιν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ.

Ιωβ. 2,10                  Ο Ιωβ παρετήρησεν αυτήν κατάματα και είπε· “διατί ωμίλησες κατ' αυτόν τον τρόπον, ως εάν είσαι μία από τας απερισκέπτους και ανοήτους γυναίκας; Εάν τα αγαθά ευχαρίστως εδέχθημεν από τα χέρια του Κυρίου, τας θλίψεις και τας συμφοράς δεν θα τας υπομείνωμεν;” Εις όλας αυτάς τας συμφοράς, που επέπεσαν εναντίον του, ο Ιώβ δεν ημάρτησε καθόλου και δεν εβγήκε λόγος παραπόνου από τα χείλη του εναντίον του Θεού.

Ιωβ. 2,11           ἀκούσαντες δὲ οἱ τρεῖς φίλοι αὐτοῦ τὰ κακὰ πάντα τὰ ἐπελθόντα αὐτῷ, παρεγένοντο ἕκαστος ἐκ τῆς ἰδίας χώρας πρὸς αὐτόν· Ἐλιφὰζ ὁ Θαιμανῶν βασιλεύς, Βαλδὰδ ὁ Σαυχαίων τύραννος, Σωφὰρ ὁ Μιναίων βασιλεύς, καὶ παρεγένοντο πρὸς αὐτὸν ὁμοθυμαδόν, τοῦ παρακαλέσαι καὶ ἐπισκέψασθαι αὐτόν.

Ιωβ. 2,11                   Οι τρεις φίλοι του Ιώβ όταν επληροφορήθησαν όλας αυτάς τας συμφοράς, αι οποίαι επέπεσαν εναντίον του, εξεκίνησεν ο καθένας από την ίδικήν του χώραν και ήλθον προς αυτόν. Ο Ελιφάζ ο βασιλεύς Θαιμανών, ο Βαλδάδ ο άρχων των Σαυχαίων και ο Σωφάρ ο βασιλεύς των Μιναίων. Αυτοί λοιπόν ήλθον προς τον Ιώβ με μιαν ψυχήν και κατόπιν κοινής συμφωνίας, δια να τον επισκεφθούν και τον παρηγορήσουν.

Ιωβ. 2,12           ἰδόντες δὲ αὐτὸν πόῤῥωθεν οὐκ ἐπέγνωσαν· καὶ βοήσαντες φωνῇ μεγάλῃ ἔκλαυσαν ῥήξαντες ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ στολήν. καὶ καταπασάμενοι γῆν

Ιωβ. 2,12                  Οταν δε από μακράν τον είδαν, δεν τον ανεγνώρισαν. Εβγαλαν μεγάλην οδυνηράν κραυγήν, έκλαυσαν και διέρρηξαν ο καθένας την στολήν του. Αφού δε έρριψαν χώμα εις τας κεφαλάς των, εις έκφρασιν της οδύνης των,

Ιωβ. 2,13           παρεκάθισαν αὐτῷ ἑπτὰ ἡμέρας καὶ ἑπτὰ νύκτας, καὶ οὐδεὶς αὐτῶν ἐλάλησεν· ἑώρων γὰρ τὴν πληγὴν δεινὴν οὖσαν καὶ μεγάλην σφόδρα.

Ιωβ. 2,13                   εκάθησαν πλησίον του Ιώβ επί επτά ημέρας και επτά νύκτας, και κανείς από αυτούς δεν ήνοιξε το στόμα του να ομιλήση, διότι έβλεπαν κατάπληκτοι, ότι το κτύπημα ήτο πάρα πολύ οδυνηρόν και μεγάλο.

 

 

ΙΩΒ 3

 

Ιωβ. 3,1            Μετὰ τοῦτο ἤνοιξεν Ἰὼβ τὸ στόμα αὐτοῦ καὶ κατηράσατο τὴν ἡμέραν αὐτοῦ

Ιωβ. 3,1                     Επειτα από την επταήμερον αυτήν σιωπήν, ήνοιξεν ο Ιώβ το στόμα του και κατηράσθη την ημέραν, κατά την οποίαν εγεννήθη

Ιωβ. 3,2            λέγων·

Ιωβ. 3,2                    λέγων·

Ιωβ. 3,3            ἀπόλοιτο ἡ ἡμέρα, ἐν ᾗ ἐγεννήθην, καὶ ἡ νὺξ ἐκείνη ᾗ εἶπαν· ἰδοὺ ἄρσεν.

Ιωβ. 3,3                     “είθε να εχάνετο και να μη υπήρχεν η ημέρα εκείνη, κατά την οποίαν εγεννήθηκα· και η νύκτα εκείνη, κατά την οποίαν είπαν με χαράν· Ιδού, αρσενικό παιδί εγεννήθη.

Ιωβ. 3,4            ἡ νὺξ ἐκείνη εἴη σκότος, καὶ μὴ ἀναζητήσαι αὐτὴν ὁ Κύριος ἄνωθεν, μηδὲ ἔλθοι εἰς αὐτὴν φέγγος·

Ιωβ. 3,4                    Σκοτάδι ας ήτο η νύκτα εκείνη της γεννήσεώς μου και ας μη την αναζητούσε ο Κυριος από τον ουρανόν. Φως νυκτός και ημέρας ποτέ να μη την εφώτιζεν.

Ιωβ. 3,5            ἐκλάβοι δὲ αὐτὴν σκότος καὶ σκιὰ θανάτου, ἐπέλθοι ἐπ᾿ αὐτὴν γνόφος. καταραθείη ἡ ἡμέρα

Ιωβ. 3,5                     Ας απλωθή εις αυτήν και ας την καταλάβη σκοτάδι και σκια θανάτου. Βαθύ και αδιάλυτον σκότος ας επιπέση εις αυτήν. Κατηραμένη ας είναι η ημέρα και η νύκτα της γεννήσεώς μου.

Ιωβ. 3,6            καὶ ἡ νὺξ ἐκείνη, ἀπενέγκαιτο αὐτὴν σκότος· μὴ εἴη εἰς ἡμέρας ἐνιαυτοῦ, μηδὲ ἀριθμηθείη εἰς ἡμέρας μηνῶν·

Ιωβ. 3,6                    Είθε να την πάρη και να την κυριεύση το σκοτάδι. Ας μη υπάρξη και ας μη λογισθή μεταξύ των ημέρων του έτους, και ας μη αριθμηθή εις τας ημέρας των μηνών.

Ιωβ. 3,7            ἀλλὰ ἡ νὺξ ἐκείνη εἴη ὀδύνη, καὶ μὴ ἔλθοι ἐπ᾿ αὐτὴν εὐφροσύνη μηδὲ χαρμονή·

Ιωβ. 3,7                     Αλλά η νύκτα εκείνη ας είναι γεμάτη από οδύνην, και καμμία χαρά και αγαλλίασις ας μη έλθη εις αυτήν.

Ιωβ. 3,8            ἀλλὰ καταράσαιτο αὐτὴν ὁ καταρώμενος τὴν ἡμέραν ἐκείνην, ὁ μέλλων τὸ μέγα κῆτος χειρώσασθαι.

Ιωβ. 3,8                    Ανθρωπος, που είναι ειδικός εις κατάρας, ας καταρασθή αυτήν την ημέραν· αυτός που με τας κατάρας του έχει την δύναμιν και την εξουσίαν να καθυποτάξη ακόμη και αυτό το μεγάλο κήτος της θαλάσσης.

Ιωβ. 3,9            σκοτωθείη τὰ ἄστρα τῆς νυκτὸς ἐκείνης, ὑπομείναι καὶ εἰς φωτισμὸν μὴ ἔλθοι καὶ μὴ ἴδοι ἑωσφόρον ἀνατέλλοντα,

Ιωβ. 3,9                    Ας βυθισθούν στο σκοτάδι τα αστέρια της νυκτός εκείνης, ας απομείνουν, ας μη έλθουν στο φως και ας μη ίδουν την ανατολήν του πρωϊνού αστέρος, του εωσφόρου.

Ιωβ. 3,10           ὅτι οὐ συνέκλεισε πύλας γαστρὸς μητρός μου· ἀπήλλαξε γὰρ ἂν πόνον ἀπὸ ὀφθαλμῶν μου.

Ιωβ. 3,10                   Καταρώμαι την νύκτα εκείνην, διότι δεν έκλεισε τας πύλας της κοιλίας της μητρός μου, ώστε να μη γεννηθώ. Εάν αυτό εγίνετο, θα με είχε απαλλάξει από κάθε πόνον, που αισθάνομαι τώρα και βλέπω με τα μάτια μου.

Ιωβ. 3,11           διατί γὰρ ἐν κοιλίᾳ οὐκ ἐτελεύτησα, ἐκ γαστρὸς δὲ ἐξῆλθον καὶ οὐκ εὐθὺς ἀπωλόμην;

Ιωβ. 3,11                   Διατί δεν απέθανα, ενώ ακόμη ευρισκόμην εις την κοιλίαν της μητρός μου; Αλλά και διατί, όταν εβγήκα από την μητρικήν γαστέρα, δεν έπεσα αμέσως νεκρός, ώστε να χαθώ;

Ιωβ. 3,12           ἱνατί δὲ συνήντησάν μοι γόνατα; ἱνατί δὲ μαστοὺς ἐθήλασα;

Ιωβ. 3,12                   Διατί δέ με συνήντησαν στοργικά τα γόνατα της μητρός μου; Διατί εθήλασα τους μητρικούς μαστούς;

Ιωβ. 3,13           νῦν ἂν κοιμηθεὶς ἡσύχασα, ὑπνώσας δὲ ἀνεπαυσάμην

Ιωβ. 3,13                   Εάν αυτό εγίνετο, θα είχα ησυχάσει κοιμηθείς τον γλυκύν ύπνον του θανάτου. Θα είχα αναπαυθή από τα σημερινά δεινά παραδεδομένος εις ύπνον.

Ιωβ. 3,14           μετὰ βασιλέων βουλευτῶν γῆς, οἳ ἐγαυριῶντο ἐπὶ ξίφεσιν,

Ιωβ. 3,14                   Ετσι θα ανεπαυόμην με βασιλείς, κυβερνήτας και κριτάς των ανθρώπων της γης, οι οποίοι και υπερηφανεύοντο δια τα νικηφόρα ξίφη των.

Ιωβ. 3,15           ἢ μετὰ ἀρχόντων, ὧν πολὺς ὁ χρυσός, οἳ ἔπλησαν τοὺς οἴκους αὐτῶν ἀργυρίου,

Ιωβ. 3,15                   Η μαζή με άρχοντας, οι οποίοι είχαν πολύν χρυσόν και είχαν γεμίσει τα σπίτια των από άργυρον.

Ιωβ. 3,16           ἢ ὥσπερ ἔκτρωμα ἐκπορευόμενον ἐκ μήτρας μητρός, ἢ ὥσπερ νήπιοι, οἳ οὐκ εἶδον φῶς.

Ιωβ. 3,16                   Επί τέλους θα είχα την τύχην εκτρώματος, που βγαίνει πρόωρα από την μητρικήν κοιλίαν, η θα ήμουνα σαν ένα από τα έμβρυα, τα οποία γεννώνται νεκρά και δεν βλέπουν καθόλου το φως.

Ιωβ. 3,17           ἐκεῖ ἀσεβεῖς ἐξέκαυσαν θυμὸν ὀργῆς, ἐκεῖ ἀνεπαύσαντο κατάκοποι τῷ σώματι·

Ιωβ. 3,17                   Εκεί, μέσα στον τάφον, οι ασεβείς έχασαν πλέον όλην την φωτιάν του θυμού των. Εκεί ανεπαύθησαν οι κατάκοποι σωματικώς και πνευματικώς.

Ιωβ. 3,18           ὁμοθυμαδὸν δὲ οἱ αἰώνιοι οὐκ ἤκουσαν φωνὴν φορολόγου.

Ιωβ. 3,18                   Εκεί, τέως ευκατάστατοι και μη, όλοι ανεξαιρέτως δεν ακούουν την σκληράν και απειλητικήν φωνήν του σκληρού εισπράκτορος των φορών.

Ιωβ. 3,19           μικρὸς καὶ μέγας ἐκεῖ ἐστι, καὶ θεράπων δεδοικὼς τὸν κύριον αὐτοῦ·

Ιωβ. 3,19                   Μικροί και μεγάλοι όλοι είναι ίσοι εκεί, και ο υπηρέτης ο οποίος εν τη ζωή εφοβείτο τον κύριόν του, είναι εκεί ίσος με αυτόν.

Ιωβ. 3,20           ἱνατί γὰρ δέδοται τοῖς ἐν πικρίᾳ φῶς, ζωὴ δὲ ταῖς ἐν ὀδύναις ψυχαῖς;

Ιωβ. 3,20                  Προς τι όμως έχει δοθή η ζωή και το φως εις εκείνους, οι οποίοι επρόκειτο να διέλθουν με πικρίαν την ζωήν των; Και δεν εγκατελείποντο στο σκότος της ανυπαρξίας αυτοί, των οποίων η ζωή θα επερνούσεν εις οδύνας και θλίψεις;

Ιωβ. 3,21           οἳ ἱμείρονται τοῦ θανάτου καὶ οὐ τυγχάνουσιν ἀνορύσσοντες ὥσπερ θησαυρούς,

Ιωβ. 3,21                   Αυτοί ποθούν σφοδρώς τον θάνατον και δεν τον ευρίσκουν. Οπως οι χρυσοθήραι ανασκάπτουν με λαχτάραν, δια να εύρουν χρυσόν, ετσι και αυτοί επιζητούν τον θάνατον.

Ιωβ. 3,22           περιχαρεῖς δὲ ἐγένοντο ἐὰν κατατύχωσι.

Ιωβ. 3,22                  Σκιρτούν δε από χαράν, εάν επιτύχουν τον θάνατον και κατέλθουν στον τάφον.

Ιωβ. 3,23           θάνατος ἀνδρὶ ἀνάπαυμα, συνέκλεισε γὰρ ὁ Θεὸς κατ᾿ αὐτοῦ·

Ιωβ. 3,23                  Ο θάνατος είναι ανάπαυσις δια τον άνθρωπον, διότι ο Κυριος δια του θανάτου θέτει τέρμα εις τας θλίψεις και περιπετείας αυτού.

Ιωβ. 3,24           πρὸ γὰρ τῶν σίτων μου στεναγμός μοι ἥκει, δακρύω δὲ ἐγὼ συνεχόμενος φόβῳ·

Ιωβ. 3,24                  Πριν φάγω τροφήν, με καταλαμβάνει και με πνίγει ο στεναγμός. Χανεται η όρεξίς μου. Αναλύομαι εις δάκρυα, κυριεύομαι από φόβον νέων δεινών.

Ιωβ. 3,25           φόβος γάρ, ὅν ἐφρόντισα, ἦλθέ μοι, καὶ ὃν ἐδεδοίκειν, συνήντησέ μοι,

Ιωβ. 3,25                  Διότι ο φόβος, τον οποίον εφρόντισα με κάθε τρόπον να αποφύγω, με κατέλαβε. Οσα είχα φοβηθή με συνήντησαν εις την ζωήν μου.

Ιωβ. 3,26           οὔτε εἰρήνευσα οὔτε ἡσύχασα οὔτε ἀνεπαυσάμην, ἦλθε δέ μοι ὀργή.

Ιωβ. 3,26                  Ούτε ειρήνην, ούτε ησυχίαν, ούτε ανάπαυσιν έχω πλέον, διότι επήλθεν εναντίον μου η οργή του Κυρίου”.

 

 

ΙΩΒ 4

 

Ιωβ. 4,1            Ὑπολαβὼν δὲ Ἐλιφὰζ ὁ Θαιμανίτης λέγει·

Ιωβ. 4,1                     Ελαβε τότε τον λόγον ο Ελιφάζ, ο θαιμανίτης, και είπε·

Ιωβ. 4,2            μὴ πολλάκις σοι λελάληται ἐν κόπῳ; ἰσχὺν δὲ ῥημάτων σου τίς ὑποίσει;

Ιωβ. 4,2                    “μήπως πολλές φορές άλλοτε σου έχουν λεχθή σκληροί και οδυνηροί λόγοι; Τωρα όμως ποιός ημπορεί να ανεχθή τους βαρείς λόγους σου και να μη δώση απάντησιν;

Ιωβ. 4,3            εἰ γὰρ σὺ ἐνουθέτησας πολλοὺς καὶ χεῖρας ἀσθενοῦς παρεκάλεσας,

Ιωβ. 4,3                    Διότι εάν συ άλλοτε πολλούς είχες νουθετήσει με τους λόγους σου και χέρια αδυνάτων και αποκαρδιωμένων ενίσχυσες,

Ιωβ. 4,4            ἀσθενοῦντάς τε ἐξανέστησας ῥήμασι, γόνασί τε ἀδυνατοῦσι θάρσος περιέθηκας,

Ιωβ. 4,4                    τους αποκαμωμένους δε και αποκαρδιωμένους εσήκωσες επάνω θαρραλέως με τα λόγιά σου, και γόνατα παράλυτα από την απελπισίαν τα περιέβαλλες με θάρρος και δύναμιν,

Ιωβ. 4,5            νῦν δὲ ἥκει ἐπὶ σὲ πόνος καὶ ἥψατό σου, σὺ ἐσπούδασας.

Ιωβ. 4,5                    τώρα, που έχει έλθει επάνω σου ο πόνος και η οδύνη και σε έπληξαν αι συμφοραί, συ εταράχθης και έσπευσες να εκφρασθής οχι ορθώς.

Ιωβ. 4,6            πότερον οὐχ ὁ φόβος σού ἐστιν ἐν ἀφροσύνῃ καὶ ἡ ἐλπίς σου καὶ ἡ κακία τῆς ὁδοῦ σου;

Ιωβ. 4,6                    Τι τάχα συμβαίνει; Μηπως η παλαιά σου ευλάβεια και ο φόβος σου προς τον Θεόν παρεχώρησαν σήμερον την θέσιν των εις απερισκεψίαν; Και η ελπίς, που είχες προς τον Θεόν, δεν ήτο γνησία, όπως αποδεικνύεται από την σημερινήν ταλαιπωρίαν της ζωής σου; Η αμαρτία είναι αιτία των ταλαιπωριών μας.

Ιωβ. 4,7            μνήσθητι οὖν, τίς καθαρὸς ὢν ἀπώλετο ἢ πότε ἀληθινοὶ ὁλόῤῥιζοι ἀπώλοντο;

Ιωβ. 4,7                    Ενθυμήσου, άλλωστε, ποίος άνθρωπος καθαρός από αμαρτίαν εχαθη η πότε πραγματικώς οι αληθινά ενάρετοι άνθρωποι εξερριζώθησαν και εχάθησαν;

Ιωβ. 4,8            καθ᾿ ὃν τρόπον εἶδον τοὺς ἀροτριῶντας τὰ ἄτοπα, οἱ δὲ σπείροντες αὐτὰ ὀδύνας θεριοῦσιν ἑαυτοῖς.

Ιωβ. 4,8                    Μηπως ποτέ εχάθησαν οι ενάρετοι, όπως εγώ τουλάχιστον είδα να καταστρέφωνται μόνον εκείνοι, οι οποίοι σπείρουν ανομήματα και οι οποίοι θερίζουν καρπούς οδυνηρούς δια τον εαυτόν των.

Ιωβ. 4,9            ἀπὸ προστάγματος Κυρίου ἀπολοῦνται, ἀπὸ δὲ πνεύματος ὀργῆς αὐτοῦ ἀφανισθήσονται.

Ιωβ. 4,9                    Αυτοί, με το πρόσταγμα του Κυρίου θα απολεσθούν, από το φύσημα της δικαίας οργής του θα εξαφανισθούν.

Ιωβ. 4,10           σθένος λέοντος, φωνὴ δὲ λεαίνης, γαυρίαμα δὲ δρακόντων ἐσβέσθη·

Ιωβ. 4,10                  Και αν ακόμη έχουν την δύναμιν του λέοντος, θα καταστραφούν, διότι ο βρυχηθμός του λέοντος και η φωνή της λεαίνης και το τρομερόν ανατριχιαστικόν σφύριγμα των δρακόντων εσβέσθησαν και δεν τρομάζουν πλέον κανένα.

Ιωβ. 4,11           μυρμηκολέων ὤλετο παρὰ τὸ μὴ ἔχειν βοράν, σκύμνοι δὲ λεόντων ἔλιπον ἀλλήλους.

Ιωβ. 4,11                   Ο άγριος και ύπουλος μυρμηκολέων εχάθη, διότι δεν είχε τροφήν, τα δε μικρά των λεόντων, επειδή έπαυσαν οι γονείς των να τους φέρουν λείαν, διεσκορπίσθησαν.

Ιωβ. 4,12           εἰ δέ τι ῥῆμα ἀληθινὸν ἐγεγόνει ἐν λόγοις σου, οὐθὲν ἄν σοι τούτων κακὸν ἀπήντησε. πότερον οὐ δέξεταί μου τὸ οὖς ἐξαίσια παρ᾿ αὐτοῦ;

Ιωβ. 4,12                  Εάν, έστω, και ένας μόνον λόγος σου από όσους είπες ήτο αληθινός, καμμία συμφορά από αυτάς, που σε ευρήκαν, δεν θα σε προσέβαλε. Τι λοιπόν; Επρεπε η δεν έπρεπε να δεχθή το αυτί μου τα παράδοξα αυτά, που μου απεκαλύφθησαν από τον Κυριον;

Ιωβ. 4,13           φόβοι δὲ καὶ ἠχὼ νυκτερινή, ἐπιπίπτων φόβος ἐπ᾿ ἀνθρώπους,

Ιωβ. 4,13                   Φοβοι και κάποιος ήχος κατά το διάστημα της νυκτός μου συνέβησαν. Φοβος, ο οποίος επιπίπτει και τρομάζει συνήθως τους ανθρώπους.

Ιωβ. 4,14           φρίκη δέ μοι συνήντησε καὶ τρόμος καὶ μεγάλως μου τὰ ὀστᾶ διέσεισε,

Ιωβ. 4,14                  Φρίκη με κατέλαβε και τρόμος συνέσεισε και συνεκλόνισε πάρα πολύ τα κόκκαλά μου.

Ιωβ. 4,15           καὶ πνεῦμα ἐπὶ πρόσωπόν μου ἐπῆλθεν, ἔφριξαν δέ μου τρίχες καὶ σάρκες.

Ιωβ. 4,15                   Καποιο πνεύμα επέρασεν από εμπρός μου, αι τρίχες μου ανωρθώθησαν, έφριξεν σαρξ μου.

Ιωβ. 4,16           ἀνέστην, καὶ οὐκ ἐπέγνων· εἶδον, καὶ οὐκ ἦν μορφὴ πρὸ ὀφθαλμῶν μου, ἀλλ᾿ ἢ αὔραν καὶ φωνὴν ἤκουον·

Ιωβ. 4,16                  Εσηκώθην από τον ύπνον και δεν είδα τίποτε. Ηνοιξα διάπλατα τα μάτια μου, δια να ίδω, και δεν υπήρχε καμμία μορφή ενώπιόν μου. Ησθάνθην μόνον κάποιαν αύραν και ήκουσα κάποιαν φωνήν.

Ιωβ. 4,17           τί γάρ; μὴ καθαρὸς ἔσται βροτὸς ἐναντίον τοῦ Κυρίου ἢ ἀπὸ τῶν ἔργων αὐτοῦ ἄμεμπτος ἀνήρ;

Ιωβ. 4,17                   Και τι έλεγε; Μηπως υπάρχει άνθρωπος καθαρός από αμαρτίαν, ενώπιον του Κυρίου, η κανένας τελείως άμεμπτος εις όλα του τα έργα;

Ιωβ. 4,18           εἰ κατὰ παίδων αὐτοῦ οὐ πιστεύει, κατὰ δὲ ἀγγέλων αὐτοῦ σκολιόν τι ἐπενόησε,

Ιωβ. 4,18                  Εφ' όσον εις την αρετήν και αυτών ακόμη των υπηρετών του, των αγγέλων του, δεν έχει εμπιστοσύνην ο Θεός ότι, δηλαδή, θα του παραμείνουν αιωνίως σταθεροί εις την προς αυτόν υπακοήν, εις βάρος δε των αγγέλων του ευρήκε κάτι το αμαρτωλόν, εξ αιτίας του οποίου εκείνοι εξέπεσαν,

Ιωβ. 4,19           τοὺς δὲ κατοικοῦντας οἰκίας πηλίνας, ἐξ ὧν καὶ αὐτοὶ ἐκ τοῦ αὐτοῦ πηλοῦ ἐσμεν, ἔπαισεν αὐτοὺς σητὸς τρόπον·

Ιωβ. 4,19                  πόσω μάλλον στους ανθρώπους, οι οποίοι κατοικούν μέσα σε σπίτια κτισμένα από λάσπη και οι ίδιοι είναι πλασμένοι από λάσπη και φθείρονται, όπως τα ενδύματα, τα οποία κατατρώγει ο σκόρος;

Ιωβ. 4,20           καὶ ἀπὸ πρωΐθεν μέχρις ἑσπέρας οὐκέτι εἰσί, παρὰ τὸ μὴ δύνασθαι αὐτοὺς ἑαυτοῖς βοηθῆσαι ἀπώλοντο.

Ιωβ. 4,20                  Παντοτε επικρέμαται επάνω από αυτούς ο θάνατος. Δεν ημπορούν δε με την ιδικήν των δύναμιν, να διατηρηθούν εις την ζωήν ούτε μίαν ημέραν, από πρωΐας μέχρις εσπέρας, διότι είναι αδύνατοι και ανίκανοι να βοηθήσουν τον εαυτόν των και ετσι βαδίζουν προς την καταστροφήν.

Ιωβ. 4,21           ἐνεφύσησε γὰρ αὐτοῖς καὶ ἐξηράνθησαν, ἀπώλοντο παρὰ τὸ μὴ ἔχειν αὐτοὺς σοφίαν.

Ιωβ. 4,21                  Ο Κυριος έστειλεν εναντίον αυτών την ωργισμένην του πνοήν και εξηράνθησαν, όπως τα φυτά από τον καυστικόν λίβαν, εχάθησαν, διότι δεν είχον την κατά Θεόν σοφίαν”.

 

 

ΙΩΒ 5

 

Ιωβ. 5,1            Ἐπικάλεσαι δέ, εἴ τίς σοι ὑπακούσεται, ἢ εἴ τινα ἀγγέλων ἁγίων ὄψῃ·

Ιωβ. 5,1                     Καλεσε εις βοήθειάν σου, εάν υπάρχη κάποιος, ο οποίος θα σε ακούση και θα σπεύση να σε βοηθήση, η εάν θα σο εμφανισθή κανένας από τους αγίους αγγέλους. Κανείς δεν θα έλθη, διότι ευρίσκεσαι εν τω αδίκω.

Ιωβ. 5,2            καὶ γὰρ ἄφρονα ἀναιρεῖ ὀργή, πεπλανημένον δὲ θανατοῖ ζῆλος,

Ιωβ. 5,2                    Τον ασύνετον και ασεβή τον φονεύει η ασυγκράτητος αγανάκτησίς του. Τον δε από την αμαρτίαν πλανώμενον τον θανατώνει ο φθόνος και το πάθος του.

Ιωβ. 5,3            ἐγὼ δὲ ἑώρακα ἄφρονας ῥίζαν βάλλοντας, ἀλλ᾿ εὐθέως ἐβρώθη αὐτῶν ἡ δίαιτα.

Ιωβ. 5,3                     Εγώ, βέβαια, έχω ίδει ανθρώπους, που ζουν εις αφροσύνην και αμαρτίαν, να ριζοβολούν και να ευδοκιμούν. Αλλά πολύ γρήγορα διεβρώθη και κατεστράφη η κατοικία των και η ζωη των.

Ιωβ. 5,4            πόῤῥω γένοιντο οἱ υἱοὶ αὐτῶν ἀπὸ σωτηρίας, κολαβρισθείησαν δὲ ἐπὶ θύραις ἡσσόνων, καὶ οὐκ ἔσται ὁ ἐξαιρούμενος·

Ιωβ. 5,4                    Δεν θα υπάρξη σωτηρία δια τα παιδιά των. Θα ποδοπατηθούν δε εμπρός εις τας πύλας ανθρώπων κατωτέρων και ασθενέστερων από αυτούς. Και δεν θα υπάρχη κανείς να τους γλυτώση από την συμφοράν και τον όλεθρον.

Ιωβ. 5,5            ἃ γὰρ ἐκεῖνοι συνήγαγον, δίκαιοι ἔδονται, αὐτοὶ δὲ ἐκ κακῶν οὐκ ἐξαίρετοι ἔσονται. ἐκσιφωνισθείη αὐτῶν ἡ ἰσχύς·

Ιωβ. 5,5                     Θα φύγουν από τα χέρια των, όσα οι ασεβείς συνεκέντρωσαν. Οι δίκαιοι θα τα φάγουν και θα τα απολαύσουν. Αυτοί δε οι ίδιοι οι ασεβείς δεν θα διαφύγουν τας συμφοράς. Η δύναμίς των και η δόξα των θα αναρροφηθή σαν από σίφωνα και θα εξαφανισθή

Ιωβ. 5,6            οὐ γὰρ μὴ ἐξέλθῃ ἐκ τῆς γῆς κόπος, οὐδὲ ἐξ ὀρέων ἀναβλαστήσει πόνος·

Ιωβ. 5,6                    Ο Θεός είναι, που αποστέλλει τας θλίψεις, διότι ποτέ δεν φυτρώνει μόνος του από την γην ο κόπος, ούτε από τα βουνά αυτομάτως βλαστάνει ο πόνος ωσάν το χορτάρι.

Ιωβ. 5,7            ἀλλὰ ἄνθρωπος γεννᾶται κόπῳ, νεοσσοὶ δὲ γυπὸς τὰ ὑψηλὰ πέτονται.

Ιωβ. 5,7                     Αλλά ο άνθρωπος εξ αιτίας της αμαρτωλότητος, που τον έχει δηλητηριάσει, γεννάται, δια να κοπιάζη και πονή, και μόνον οι νεοσσοί του γυπός πετούν υψηλά.

Ιωβ. 5,8            οὐ μὴν δὲ ἀλλὰ ἐγὼ δεηθήσομαι Κυρίου, Κύριον δὲ τῶν πάντων δεσπότην ἐπικαλέσομαι,

Ιωβ. 5,8                    Παρ' όλον όμως τούτο, εγώ αν περιπέσω εις θλίψιν, θα παρακαλέσω θερμώς τον Κυριον, ναι τον Κυριον και κυρίαρχον των πάντων θα επικαλεσθώ με θερμήν προσευχήν·

Ιωβ. 5,9            τὸν ποιοῦντα μεγάλα καὶ ἀνεξιχνίαστα, ἔνδοξά τε καὶ ἐξαίσια, ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός·

Ιωβ. 5,9                    αυτόν, ο οποίος πράττει μεγάλα, ανεξιχνίαστα και ανεξερεύνητα από την ανθρωπίνην διάνοιαν, ένδοξα και έκτακτα, των οποίων δεν υπάρχει αριθμός.

Ιωβ. 5,10           τὸν διδόντα ὑετὸν ἐπὶ τὴν γῆν, ἀποστέλλοντα ὕδωρ ἐπὶ τὴν ὑπ᾿ οὐρανόν·

Ιωβ. 5,10                   Αυτόν, ο οποίος χορηγεί την ευεργετικήν βροχήν εις την γην και αποστέλλει το ύδωρ εις όλην την υπ' ουρανόν.

Ιωβ. 5,11           τὸν ποιοῦντα ταπεινοὺς εἰς ὕψος, καὶ ἀπολωλότας ἐξεγείροντα·

Ιωβ. 5,11                   Ανορθώνει και τοποθετεί εις μέγα ύψος δόξης τους ταπεινούς ανθρώπους. Ανεγείρει και ενδυναμώνει αυτούς, που φαίνονται ότι είναι χαμένοι.

Ιωβ. 5,12           διαλλάσσοντα βουλὰς πανούργων, καὶ οὐ μὴ ποιήσουσιν αἱ χεῖρες αὐτῶν ἀληθές.

Ιωβ. 5,12                   Αυτόν, ο οποίος ματαιώνει και διαλύει τα πονηρά σχέδια των πανούργων ανθρώπων και των οποίων τα χέρια ποτέ δεν εκτείνονται, δια να πράξουν το αληθές, το σύμφωνον προς το θέλημα του Κυρίου.

Ιωβ. 5,13           ὁ καταλαμβάνων σοφοὺς ἐν τῇ φρονήσει, βουλὴν δὲ πολυπλόκων ἐξέστησεν·

Ιωβ. 5,13                   Αυτόν, που συλλαμβάνει τους καυχωμένους δια την σοφίαν των, ματαιώνει δε τα σχέδια και τας αποφάσεις των πονηρών ανθρώπων.

Ιωβ. 5,14           ἡμέρας συναντήσεται αὐτοῖς σκότος, τὸ δὲ μεσημβρινὸν ψηλαφήσαισαν ἴσα νυκτί.

Ιωβ. 5,14                   Και έτσι αυτοί ομοιάζουν προς εκείνους, που κατά την διάρκειαν της ημέρας καταλαμβάνονται από το σκότος, κατά δε την μεσημβρίαν ψηλαφούν, όπως κατά την νεφελώδη σκοτεινήν νύκτα.

Ιωβ. 5,15           ἀπόλοιντο δὲ ἐν πολέμῳ, ἀδύνατος δὲ ἐξέλθοι ἐκ χειρὸς δυνάστου·

Ιωβ. 5,15                   Θα νικηθούν και θα εξολοθρευθούν στον πόλεμόν των. Ο δε ασθενής και αδύνατος θα εξέλθη σώος και ελεύθερος από τα χέρια του τυράννου του.

Ιωβ. 5,16           εἴη δὲ ἀδυνάτῳ ἐλπίς, ἀδίκου δὲ στόμα ἐμφραχθείη.

Ιωβ. 5,16                   Ελπίς δι' αυτόν τον αδύνατον θα είναι ο Θεός, το δε συκοφαντικόν στόμα του αδίκου θα φραχθή και θα κλείση.

Ιωβ. 5,17           μακάριος δὲ ἄνθρωπος, ὃν ἤλεγξεν ὁ Κύριος, νουθέτημα δὲ Παντοκράτορος μὴ ἀπαναίνου·

Ιωβ. 5,17                   Τρισευτυχισμένος είναι ο άνθρωπος, τον οποίον παιδαγωγικώς ετιμώρησεν ο Κυριος. Αυτήν δε την παιδαγωγίαν του Παντοκράτορος Κυρίου συ, ω άνθρωπε, μη την αποστραφής ποτέ.

Ιωβ. 5,18           αὐτὸς γὰρ ἀλγεῖν ποιεῖ καὶ πάλιν ἀποκαθίστησιν· ἔπαισε, καὶ αἱ χεῖρες αὐτοῦ ἰάσαντο.

Ιωβ. 5,18                   Ο Θεός, δια την πνευματικήν μας ωφέλειαν, μας κάμνει να πονούμεν, αλλά και πάλιν μας επαναφέρει εις την προτέραν ειρηνικήν κατάστασιν. Μας εκτύπησε με τας θλίψεις, αλλά με τα ίδια του τα χέρια μας εθεράπευσε.

Ιωβ. 5,19           ἑξάκις ἐξ ἀναγκῶν σε ἐξελεῖται, ἐν δὲ τῷ ἑβδόμῳ οὐ μὴ ἅψηταί σου κακόν.

Ιωβ. 5,19                   Πολλές φορές θα σε γλυτώση από τας ανάγκας και θλίψεις· και αν ακόμη επακολουθήσουν άλλαι, δεν θα σε εγγίση και δεν θα σε καταβάλη κάτι κακόν.

Ιωβ. 5,20           ἐν λιμῷ ῥύσεταί σε ἐκ θανάτου, ἐν πολέμῳ δὲ ἐκ χειρὸς σιδήρου λύσει σε.

Ιωβ. 5,20                  Εις καιρόν λιμού θα σε γλυτώση από τον εκ πείνης θάνατον και εις καιρόν πολέμου θα λύση τα σιδηρά δεσμά της αιχμαλωσίας από τα χέρια σου.

Ιωβ. 5,21           ἀπὸ μάστιγος γλώσσης σε κρύψει, καὶ οὐ μὴ φοβηθῇς ἀπὸ κακῶν ἐρχομένων.

Ιωβ. 5,21                   Θα σε προφυλάξη και θα σε σκεπάση από το μαστίγιον συκοφαντικής και αδίκου γλώσσης και δεν θα φοβηθής από οιονδήποτε επερχόμενον κακόν.

Ιωβ. 5,22           ἀδίκων καὶ ἀνόμων καταγελάσῃ, ἀπὸ δὲ θηρίων ἀγρίων οὐ μὴ φοβηθῇς·

Ιωβ. 5,22                  Θα γελάς με τας απειλάς και τα πονηρά σχέδια των αδίκων και των παρανόμων, διότι θα βλέπης πόσον αδύνατοι είναι αυτοί εμπρός στον παντοδύναμον Θεόν. Και από αυτά ακόμη τα άγρια θηρία δεν έχεις να φοβηθής τίποτε,

Ιωβ. 5,23           θῆρες γὰρ ἄγριοι εἰρηνεύσουσί σοι.

Ιωβ. 5,23                  διότι και τα αγρία θηρία θα είναι ειρηνικά μαζή σου.

Ιωβ. 5,24           εἶτα γνώσῃ ὅτι εἰρηνεύσει σου ὁ οἶκος, ἡ δὲ δίαιτα τῆς σκηνῆς σου οὐ μὴ ἁμάρτῃ.

Ιωβ. 5,24                  Επειτα δέ, εφ' όσον θα είσαι άνθρωπος του Θεού, θα μάθης εξ αυτών τούτων των πραγμάτων, ότι το σπίτι σου θα ζη εν ειρήνη, διότι θα έχη την ευλογίαν του Θεού. Και από το σπίτι σου δεν θα λείψη τίποτε από εκείνα, που χρειάζονται προς διατροφήν σου.

Ιωβ. 5,25           γνώσῃ δὲ ὅτι πολὺ τὸ σπέρμα σου, τὰ δὲ τέκνα σου ἔσται ὥσπερ τὸ παμβότανον τοῦ ἀγροῦ.

Ιωβ. 5,25                  Θα ίδης πολλούς απογόνους, τα δε παιδιά σου θα μεγαλώνουν, θα πληθύνονται, θα είναι θαλλερά ωσάν την πολυποίκιλον χλόην που φυτρώνει πολυπληθής στους αγρούς

Ιωβ. 5,26           ἐλεύσῃ δὲ ἐν τάφῳ ὥσπερ σῖτος ὥριμος κατὰ καιρὸν θεριζόμενος ἢ ὥσπερ θιμωνία ἅλωνος καθ᾿ ὥραν συγκομισθεῖσα.

Ιωβ. 5,26                  Θα έλθης δε στον τάφον όχι προώρα, αλλά εις γήρας βαθύ, ωσάν τον μεστωμένον σίτον, που θερίζεται στον καιρόν του, ωσάν την θημωνιάν του αλωνιού. Που συγκομίζεται εις την ώραν της.

Ιωβ. 5,27           ἰδοὺ ταῦτα οὕτως ἐξιχνιάσαμεν, ταῦτά ἐστιν ἃ ἀκηκόαμεν· σὺ δὲ γνῶθι σεαυτῶ εἴ τι ἔπραξας.

Ιωβ. 5,27                  Ιδού, αυτά έτσι τα ερευνήσαμεν και τα εμάθαμεν. Τα ιδια έχομεν ακούσει από τους προγόνους μας, από την παράδοσίν μας. Συ δε τώρα σκέψου τον εαυτόν σου και ερεύνησε, μήπως κάτι κακόν έπραξες.

 

 

ΙΩΒ 6

 

Ιωβ. 6,1            Ὑπολαβὼν δὲ Ἰὼβ λέγει·

Ιωβ. 6,1                     Επρεν ακολούθως τον λόγον ο Ιώβ και είπεν·

Ιωβ. 6,2            εἰ γάρ τις ἱστῶν στήσαι μου τὴν ὀργήν, τὰς δὲ ὀδύνας μου ἄραι ἐν ζυγῷ ὁμοθυμαδόν,

Ιωβ. 6,2                    “εάν κανείς θελήση να ζυγίση την θείαν εναντίον μου οργήν και μαζή με όλας τας οδύνας μου την τοποθετήση στον ένα δίσκον του ζυγού,

Ιωβ. 6,3            καὶ δὴ ἄμμου παραλίας βαρυτέρα ἔσται. ἀλλ᾿ ὡς ἔοικε τὰ ῥήματά μού ἐστι φαῦλα·

Ιωβ. 6,3                    εις δε τον άλλον την άμμον της θαλάσσής, θα έβλεπεν ότι η θεία οργή και αι θλίψεις μου είναι βαρύτεροι από την άμμον, που υπάρχει εις την παραλίαν της θαλάσσης. Φαίνεται όμως ότι τα λόγια των παραπόνων μου είναι απρεπή και άσεμνά.

Ιωβ. 6,4            βέλη γὰρ Κυρίου ἐν τῷ σώματί μού ἐστιν, ὧν ὁ θυμὸς αὐτῶν ἐκπίνει μου τὸ αἷμα· ὅταν ἄρξωμαι λαλεῖν, κεντοῦσί με.

Ιωβ. 6,4                    Τα βέλη όμώς του Κυρίου έχουν εμπηχθή στο σώμα μου και η δριμύτης των μου πίνει το αίμα. Οταν δε αρχίζω να ομιλώ, εκείνα με κεντούν οδινηρώς.

Ιωβ. 6,5            τί γάρ; μὴ διακενῆς κεκράξεται ὄνος ἄγριος, ἀλλ᾿ ἢ τὰ σῖτα ζητῶν; εἰ δὲ καὶ ῥήξει φωνὴν βοῦς ἐπὶ φάτνης ἔχων τὰ βρώματα;

Ιωβ. 6,5                    Τι λοιπόν; Μηπως, τάχα, ο άγριος όνος φωνάζει αναιτίως, πάρα μόνο εάν πεινά και ζητή την τροφήν του; Μηπως το βόϊδι αφήνει την ισχυράν κραυγή του, όταν υπάρχη η τροφή του εις την φάτνην του; Οχι.

Ιωβ. 6,6            εἰ βρωθήσεται ἄρτος ἄνευ ἁλός; εἰ δὲ καὶ ἔστι γεῦμα ἐν ῥήμασι κενοῖς;

Ιωβ. 6,6                    Μηπως τρώγετε ευχαρίστως ψωμί χωρίς άλατι; Οχι. Μηπως ημπορεί ποτέ να παρατεθή γεύμα με άδεια λόγια και χωρίς τρόφιμα;

Ιωβ. 6,7            οὐ δύναται γὰρ παύσασθαί μου ἡ ὀργή· βρόμον γὰρ ὁρῶ τὰ σῖτά μου ὥσπερ ὀσμὴν λέοντος·

Ιωβ. 6,7                    Λέγω αυτά, διότι δεν ημπορεί να εξαλειφθή η αηδία και η δυσφορία, που μου προκαλούν τα φαγητά. Σαν βρώμην, με την οποίαν τρέφονται τα ζώα και οχι άνθρωποι βλέπω τας τροφάς μου και η μυρωδιά των μου προκαλεί αηδίαν, όπως η δυσώδης αποφορά του λέοντος.

Ιωβ. 6,8            εἰ γὰρ δώῃ καὶ ἔλθοι μου ἡ αἴτησις, καὶ τὴν ἐλπίδα μου δώῃ ὁ Κύριος.

Ιωβ. 6,8                    Είθε να ευδοκήση ο Κυριος και εκπληρωθή το προ αυτόν αίτημά μου. Είθε να μου δώση ο Κυριος αυτό, που ποθώ και ελπίζω.

Ιωβ. 6,9            ἀρξάμενος ὁ Κύριος τρωσάτω με, εἰς τέλος δὲ μή με ἀνελέτω.

Ιωβ. 6,9                    Ο Κυριος, ο οποίος ήρχισε να με κτυπά με τας θλίψεις, ας με κτυπήση ακόμη εφ' όσόν το θέλει. Αλλάα ας μη μου στείλη εν τέλει τον θάνατον.

Ιωβ. 6,10           εἴη δέ μου πόλις τάφος, ἐφ᾿ ἧς ἐπὶ τειχέων ἡλλόμην ἐπ᾿ αὐτῆς, οὐ φείσομαι· οὐ γὰρ ἐψευσάμην ῥήματα ἅγια Θεοῦ μου.

Ιωβ. 6,10                  Είθε ο τάφος μου να είναι εντός της πόλεως, εις τα τείχη της οποίας ως παιδίον επηδούσα και έπαιζα. Δεν θα λυπηθώ τότε. Ζητώ τούτο, διότι δεν εφέρθην με δολιότητα απέναντι του Θεού, ούτε διέψευσα με παραβάσεις της ζωής μου τα άγια λόγια του.

Ιωβ. 6,11           τίς γάρ μου ἡ ἰσχύς, ὅτι ὑπομένω; ἢ τίς μου ὁ χρόνος, ὅτι ἀνέχεταί μου ἡ ψυχή;

Ιωβ. 6,11                   Επικαλούμαι τον θάνατον, διότι πόση και ποία είναι η δύναμις και η αντοχή μου, δια να υπομένω τόσα βάσανα; Επί πόσον χρόνον ακόμη η ψυχή μου θα ανέχεται την ταλαιπωρίαν αυτήν;

Ιωβ. 6,12           μὴ ἰσχὺς λίθων ἡ ἰσχύς μου; ἢ αἱ σάρκες μού εἰσι χάλκεαι;

Ιωβ. 6,12                  Μηπως, τάχα, ο δύναμίς μου έχει την αντοχήν των λίθων η αι σάρκες μου είναι καμωμένες από χαλκόν, ώστε να είναι αναίσθητοι στον πόνον;

Ιωβ. 6,13           ἢ οὐκ ἐπ᾿ αὐτῷ ἐπεποίθειν; βοήθεια δὲ ἀπ᾿ ἐμοῦ ἄπεστιν.

Ιωβ. 6,13                   Εις τον Κυριον δεν είχα έως τώρα στηρίξει την πεποίθησιν και την ελπίδα μου; Και όμως κάθε βοήθεια απεμακρύνθη από εμέ.

Ιωβ. 6,14           ἀπείπατό με ἔλεος, ἐπισκοπὴ δὲ Κυρίου ὑπερεῖδέ με.

Ιωβ. 6,14                  Ευσπλαγχνία εκ μέρους Θεού και ανθρώπων με απηρνήθη. Η δε στοργική επίσκεψις του Κυρίου με παρέβλεψε.

Ιωβ. 6,15           οὐ προσεῖδόν με οἱ ἐγγύτατοί μου· ὥσπερ χειμάῤῥους ἐκλείπων ἢ ὥσπερ κῦμα παρῆλθόν με.

Ιωβ. 6,15                   Και οι πλέον στενοί συγγενείς μου δεν έρριψαν ούτε ένα βλέμμα συμπαθείας εις εμέ. Επέρασαν από εμπρός μου σαν τον χείμαρρον, που φεύγει γρήγορα και εγκαταλείπει την κοίτην του. Ωσάν το κύμα με αντιπαρήλθον.

Ιωβ. 6,16           οἵτινές με διευλαβοῦντο, νῦν ἐπιπεπτώκασί μοι ὥσπερ χιὼν ἢ κρύσταλλος πεπηγώς·

Ιωβ. 6,16                  Εκείνοι που άλλοτε είχαν μεγάλον σεβασμόν και εκτίμησιν προς εμέ, με συνήντησαν τόσον κρύοι και παγωμένοι, όσον κρύο είναι το χιόνι και ο παγωμένος κρύσταλλος.

Ιωβ. 6,17           καθὼς τακεῖσα θέρμης γενομένης οὐκ ἐπεγνώσθη ὅπερ ἦν,

Ιωβ. 6,17                   Οπως όταν από την θερμότητα του ηλίου λυώνη το χιόνι και δεν φαίνεται τι ήτο αυτό προηγουμένως,

Ιωβ. 6,18           οὕτω κἀγὼ καταλείφθην ὑπὸ πάντων. ἀπωλόμην δὲ καὶ ἔξοικος ἐγενόμην.

Ιωβ. 6,18                  έτσι και εγώ εγκατελείφθην από όλους. Εχω χαθή πλέον δι' αυτούς και ευρίσκομαι μακράν από το σπίτι μου.

Ιωβ. 6,19           ἴδετε ὁδοὺς Θαιμανῶν, ἀτραποὺς Σαβῶν, οἱ διορῶντες·

Ιωβ. 6,19                  Ιδέτε τας πορείας των Θαιμανών, ιδέτε τας δυσβάτους ατραπούς των Σαβαίων, πως πορευόμενοι δια μέσου καυστικών ερήμων τόπων ποθούν δροσερόν ύδωρ. Ετσι και εγώ επόθησα ως δροσερόν ύδωρ την παρηγορίαν.

Ιωβ. 6,20           καὶ αἰσχύνην ὀφειλήσουσιν οἱ ἐπὶ πόλεσι καὶ χρήμασι πεποιθότες.

Ιωβ. 6,20                  Εκείνοι που στηρίζουν την πεποίθησίν των εις τας οχυράς πόλεις των και εις τα πλούτη των, θα πληρώσουν την πεποίθησιν των αυτήν με καταισχύνην.

Ιωβ. 6,21           ἀτὰρ δὲ καὶ ὑμεῖς ἐπέβητέ μοι ἀνελεημόνως, ὥστε ἰδόντες τὸ ἐμὸν τραῦμα φοβήθητε·

Ιωβ. 6,21                  Τωρα δε και σεις οι φίλοι μου έχετε επιτεθή εναντίον μου χωρίς οίκτον, χωρίς ευσπλαγχνίαν, ώστε όταν είδατε την συμφοράν μου, κατελήφθητε από φόβον και τρόμον.

Ιωβ. 6,22           τί γάρ; μή τι ἡμᾶς ᾔτησα ἢ τῆς παρ᾿ ὑμῶν ἰσχύος ἐπιδέομαι,

Ιωβ. 6,22                  Διατί αυτή η συμπεριφορά σας; Μηπως εγώ εζήτησα κάτι το υλικόν από σας, η ευρέθηκα εις ανάγκην και επεκαλέσθην την δύναμίν σας,

Ιωβ. 6,23           ὥστε σῶσαί με ἐξ ἐχθρῶν ἢ ἐκ χειρὸς δυναστῶν ῥύσασθαί με;

Ιωβ. 6,23                  ώστε να με σώσετε από τους εχθρούς μου η να με γλυτώσετε από τας χείρας των τυράννων;

Ιωβ. 6,24           διδάξατέ με, ἐγὼ δὲ κωφεύσω· εἴ τι πεπλάνημαι, φράσατέ μοι.

Ιωβ. 6,24                  Διδάξατέ με και πληροφορήσατέ με. Εγώ δε ωσάν κωφός δεν θα ανοίξω το στόμα μου. Εάν εις κάτι έχω πλανηθή, είπατέ το ελευθέρως.

Ιωβ. 6,25           ἀλλ᾿ ὡς ἔοικε, φαῦλα ἀληθινοῦ ῥήματα, οὐ γὰρ παρ᾿ ὑμῶν ἰσχὺν αἰτοῦμαι·

Ιωβ. 6,25                  'Αλλα, όπως φαίνεται, είναι απρεπή και άσχημα τα λόγια εκείνου, ο οποίος λέγει την αλήθειαν. Την αλήθειαν είπατε, διότι εγώ δεν ζήτω να με ενισχύσετε με την ιδικήν σας δύναμιν,

Ιωβ. 6,26           οὐδὲ ἔλεγχος ὑμῶν ῥήμασί με παύσει, οὐδὲ γὰρ ὑμῶν φθέγμα ῥήματος ἀνέξομαι.

Ιωβ. 6,26                  ούτε όμως και ο έλεγχος τον οποίον ενδεχομένως απευθύνετε προς εμέ θα σταματήση τα λόγια των παραπόνων μου. Ούτε ένα λόγον ελεγκτικόν θα ανεχθώ, εφ' όσον δεν επιμαρτυρείται από τα πράγματα.

Ιωβ. 6,27           πλὴν ὅτι ἐπ᾿ ὀρφανῷ ἐπιπίπτετε, ἐνάλλεσθε δὲ ἐπὶ φίλῳ ὑμῶν.

Ιωβ. 6,27                  Ετσι φερόμενοι επιτίθεσθε εναντίον μου, όπως εις ένα ανυπεράσπιστον ορφανόν παιδί. Με ορμήν πηδάτε εναντίον εμού του φίλου σας.

Ιωβ. 6,28           νυνὶ δὲ εἰσβλέψας εἰς πρόσωπα ὑμῶν οὐ ψεύσομαι.

Ιωβ. 6,28                  Τωρα δε ατενίζων σας κατά πρόσωπον, δεν θα είπω ψέματα, αλλά την αλήθειαν.

Ιωβ. 6,29           καθίσατε δὴ καὶ μὴ εἴη ἄδικον, καὶ πάλιν τῷ δικαίῳ συνέρχεσθε.

Ιωβ. 6,29                  Καθίσατε, λοιπόν, και μη εκτρέπεσθε εις αδίκους κρίσεις εναντίον μου,

Ιωβ. 6,30           οὐ γάρ ἐστιν ἐν γλώσσῃ μου ἄδικον· ἢ ὁ λάρυγξ μου οὐχὶ σύνεσιν μελετᾷ;

Ιωβ. 6,30                  διότι εις την γλώσσαν μου δεν υπάρχει τίποτε το άδικον. Μηπως, τάχα, ο λάρυγξ μου δεν λέγει, όσα ο νους μου με σύνεσιν μελετά και αποδέχεται;

 

 

ΙΩΒ 7

 

Ιωβ. 7,1            Πότερον οὐχὶ πειρατήριόν ἐστιν ὁ βίος ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ὥσπερ μισθίου αὐθημερινοῦ ἡ ζωὴ αὐτοῦ;

Ιωβ. 7,1                     Τι λοιπόν; Τοπος δοκιμασιών και θλίψεων δεν είναι ο βίος του ανθρώπου εδώ εις την γην, και η ζωή του δεν ομοιάζει με την κοπιώδη και ταλαιπωρημένην ζωήν ενός ημερομισθίου εργάτου;

Ιωβ. 7,2            ἢ ὥσπερ θεράπων δεδοικὼς τὸν Κύριον αὐτοῦ καὶ τετευχὼς σκιᾶς; ἢ ὥσπερ μισθωτὸς ἀναμένων τὸν μισθὸν αὐτοῦ;

Ιωβ. 7,2                    Η δεν είναι ο άνθρωπος σαν δούλος, που φοβείται τον Κυριον του και ο οποίος κάποιαν στιγμήν ευρήκε μίαν σκιάν, δια να αναπαυθή επ' ολίγον κάτω από αυτήν; Η δεν ομοιάζει με τον ημερομίσθιον εργάτην, ο οποίος περιμένει πότε να περάση η ημέρα της εργασίας του, δια να πάρη τον μισθόν του;

Ιωβ. 7,3            οὕτως κἀγὼ ὑπέμεινα μῆνας κενούς, νύκτες δὲ ὀδυνῶν δεδομέναι μοί εἰσιν.

Ιωβ. 7,3                     Ετσι και εγώ επέρασα μήνας πολλούς εις θλίψιν και οδύνην ματαίως αναμένων λύτρωσιν. Νυκτες δε γεμάτες από πόνους μου έχουν δοθή, αντί άλλης παρηγορίας.

Ιωβ. 7,4            ἐὰν κοιμηθῶ, λέγω· πότε ἡμέρα; ὡς δ᾿ ἂν ἀναστῶ, πάλιν· πότε ἑσπέρα; πλήρης δὲ γίνομαι ὀδυνῶν ἀπὸ ἑσπέρας ἕως πρωΐ.

Ιωβ. 7,4                    Οταν πίπτω να κοιμηθώ, λέγω πότε θα έλθη η ημέρα; Οταν δε εγείρωμαι από τον ύπνον, λέγω πάλιν, πότε θα έλθη η εσπέρα; Είμαι γεμάτος από οδύνας από το βράδυ έως το πρωϊ.

Ιωβ. 7,5            φύρεται δέ μου τὸ σῶμα ἐν σαπρίᾳ σκωλήκων, τήκω δὲ βώλακας γῆς ἀπὸ ἰχῶρος ξύων.

Ιωβ. 7,5                     Συμφύρεται και ζυμώνεται το σώμα μου με την σαπίλαν των σκωλήκων. Λυώνω δε σβώλους χώματα από τα αηδή υγρά, που ρέουν εκ των πληγών μου.

Ιωβ. 7,6            ὁ δὲ βίος μού ἐστιν ἐλαφρότερος λαλιᾶς, ἀπόλωλε δὲ ἐν κενῇ ἐλπίδι.

Ιωβ. 7,6                    Η ζωη μου φεύγει πολύ γρήγορα και χάνεται, σαν να ήταν ελαφρότερα από την ομιλίαν του ανθρώπου. Εχάθη μέσα εις ματαίας και απραγματοποίητους ελπίδας.

Ιωβ. 7,7            μνήσθητι οὖν ὅτι πνεῦμά μου ἡ ζωὴ καὶ οὐκέτι ἐπανελεύσεται ὀφθαλμός μου ἰδεῖν ἀγαθόν.

Ιωβ. 7,7                     Ενθυμήσου, λοιπόν, ότι η ζωη μου είναι σαν μία πνοή του ανέμου, που φεύγει γρήγορα. Οταν αποθάνω, δεν πρόκειται πλέον να επανέλθω έδω και να ίδη ο οφθαλμός μου τα αγαθά της γης.

Ιωβ. 7,8            οὐ περιβλέψεταί με ὀφθαλμὸς ὁρῶντός με· οἱ ὀφθαλμοί σου ἐν ἐμοί, καὶ οὐκέτι εἰμὶ

Ιωβ. 7,8                    Οταν αποθάνω, δεν θα με ίδη και δεν θα με περιεργασθή πλέον οφθαλμός ανθρώπου. Και οι ιδικοί σου οφθαλμοί, Κυριε, όταν με αναζητήσουν, δεν θα με εύρουν εδώ εις την γην. Διότι δεν θα υπάρχω πλέον εις αυτήν.

Ιωβ. 7,9            ὥσπερ νέφος ἀποκαθαρθὲν ἀπ᾿ οὐρανοῦ. ἐὰν γὰρ ἄνθρωπος καταβῇ εἰς ᾅδην, οὐκέτι μὴ ἀναβῇ,

Ιωβ. 7,9                    Θα ομοιάσω και θα έχω την τύχην του νέφους, το οποίον διαλύεται και εξαφανίζεται τελείως από τον ουρανόν. Διότι, όταν ο άνθρωπος αποθάνη και καταβή στον σκοτεινόν άδην, δεν θα αναβή ποτέ από εκεί.

Ιωβ. 7,10           οὐδ᾿ οὐ μὴ ἐπιστρέψῃ ἔτι εἰς τὸν ἴδιον οἶκον, οὐδ᾿ οὐ μὴ ἐπιγνῷ αὐτὸν ἔτι ὁ τόπος αὐτοῦ.

Ιωβ. 7,10                   Ούτε και θα επιστρέψη πλέον στο σπίτι του, ούτε δε θα τον ίδη ο τόπος, στον οποίον είχε ζήσει και κατοικήσει.

Ιωβ. 7,11           ἀτὰρ οὖν οὐδὲ ἐγὼ φείσομαι τῷ στόματί μου, λαλήσω ἐν ἀνάγκῃ ὤν, ἀνοίξω πικρίαν ψυχῆς μου συνεχόμενος.

Ιωβ. 7,11                   Τωρα, λοιπόν, και εγώ δεν θα λυπηθώ τα λόγια μου. Δεν θα περιφράξω το στόμα μου. Θα ομιλήσω, εις αυτήν την αγωνίαν της ψυχής ευρισκόμενος. Θα ανοίξω το στόμα μου και θα εκφράσω την πικρίαν της ψυχής μου, από την οποίαν κατέχομαι.

Ιωβ. 7,12           πότερον θάλασσά εἰμι ἢ δράκων, ὅτι κατέταξας ἐπ᾿ ἐμὲ φυλακήν;

Ιωβ. 7,12                   Μηπως, τάχα, είμαι θάλασσα, της οποίας τα κύματα απειλούν να κατακλύσουν την γην, η είμαι θαλάσσιος δράκων, που απειλεί με καταστροφήν τα ψάρια της θαλάσσης; Ερωτώ, διότι έβαλες επάνω μου σκληράν φρουράν, δια να αγρυπνή εις την συνέχισιν του πόνου και της οδύνης μου.

Ιωβ. 7,13           εἶπα ὅτι παρακαλέσει με ἡ κλίνη μου, ἀνοίσω δὲ πρὸς ἐμαυτὸν ἰδίᾳ λόγον τῇ κοίτῃ μου.

Ιωβ. 7,13                   Ενόμισα ότι η κλίνη μου θα κατεπράϋνε και θα παρηγορούσε τους πόνους μου, διότι εκεί στον εαυτόν μου επανερχόμενος και συγκεντρούμενος θα εύρισκα την παρηγορίαν μου.

Ιωβ. 7,14           ἐκφοβεῖς με ἐνυπνίοις καὶ ὁράμασί με καταπλήσσεις.

Ιωβ. 7,14                   Εάν όμως επ' ολίγον κοιμηθώ, με φοβίζεις με τρομακτικά ενύπνια. Με συγκλονίζεις και με συντρίβεις με φοβερούς εφιάλτας.

Ιωβ. 7,15           ἀπαλλάξεις ἀπὸ πνεύματός μου τὴν ψυχήν μου, ἀπὸ δὲ θανάτου τὰ ὀστᾶ μου·

Ιωβ. 7,15                   Αφαίρεσέ μου την αναπνοήν και απάλλαξέ με από αυτήν την ζωήν μου. Απάλλαξε δε από αυτόν τον καθημερινόν οδυνηρόν θάνατον τα κύκκαλά μου.

Ιωβ. 7,16           οὐ γὰρ εἰς τὸν αἰῶνα ζήσομαι, ἵνα μακροθυμήσω· ἀπόστα ἀπ᾿ ἐμοῦ, κενὸς γάρ μου ὁ βίος.

Ιωβ. 7,16                   Διότι δεν πρόκειται να ζήσω αιωνίως εδώ εις την γην, ώστε να υπομείνω την σημερινήν θλίψιν με την ελπίδα της λυτρώσεώς μου. Αφησέ με να αποθάνω τώρα. Η ζωη μου είναι άδεια και ανωφελής.

Ιωβ. 7,17           τί γάρ ἐστιν ἄνθρωπος ὅτι ἐμεγάλυνας αὐτὸν ἢ ὅτι προσέχεις τὸν νοῦν εἰς αὐτὸν

Ιωβ. 7,17                   Διότι τι είναι και τι αξίζει ο άνθρωπος, τον οποίον συ εδόξασες και στον οποίον με τόσην προσοχήν προσηλώνστον νουν;

Ιωβ. 7,18           ἢ ἐπισκοπὴν αὐτοῦ ποιήσῃ ἕως τὸ πρωΐ καὶ εἰς ἀνάπαυσιν αὐτὸν κρινεῖς;

Ιωβ. 7,18                   Προνοείς δι' αυτόν καθ' εκάστην από το βράδυ έως το πρωϊ και κρίνεις αυτόν άξιον αναπαύσεως;

Ιωβ. 7,19           ἕως τίνος οὐκ ἐᾷς με οὐδὲ προΐῃ με, ἕως ἂν καταπίω τὸν πτύελόν μου ἐν ὀδύνῃ;

Ιωβ. 7,19                   Εμέ όμως έως πότε δεν με αφήνεις να αποθάνω και δεν με απορρίπτεις στον άδην, αλλά με διατηρείς εις την ζωήν, μέχρις ότου στεγνώση και αυτό το στόμα μου από τον πόνον;

Ιωβ. 7,20           εἰ ἐγὼ ἥμαρτον, τί δυνήσομαι πρᾶξαι, ὁ ἐπιστάμενος τὸν νοῦν τῶν ἀνθρώπων; διατί ἔθου με κατεντευκτήν σου, εἰμὶ δὲ ἐπὶ σοὶ φορτίον;

Ιωβ. 7,20                  Εάν εγώ, Κυριε, ημάρτησα πές μου, τι πρέπει να κάμω, συ ο οποίος γνωρίζεις τας καρδίας των ανθρώπων; Διατί με τα κτυπήματά σου με κάμνεις να δυσφορώ και να παίρνω θέσιν σαν κατηγόρου εναντίον σου, να γίνωμαι δε εις σε καθημερινό φορτίον;

Ιωβ. 7,21           καὶ διατί οὐκ ἐποιήσω τῆς ἀνομίας μου λήθην καὶ καθαρισμὸν τῆς ἁμαρτίας μου; νυνὶ δὲ εἰς γῆν ἀπελεύσομαι, ὀρθρίζων δὲ οὐκέτι εἰμί.

Ιωβ. 7,21                   Διατί δεν ελησμόνησες και δεν διέγραψες τας ανομίας μου και δεν με εκαθάρισες από τας αμαρτίας μου; Εγώ τώρα θα επιστρέψω εις την γην, ει τον άδην και δεν θα σηκώνομαι πλέον πρωϊ, δια να προσεύχωμαι εις σε και να σε δοξολογώ”.

 

 

ΙΩΒ 8

 

Ιωβ. 8,1            Ὑπολαβὼν δὲ Βαλδὰδ ὁ Σαυχίτης λέγει·

Ιωβ. 8,1                     Ελαβε τον λόγον ο Βαλδάδ ο Σαυχίτης και απαντών στον Ιώβ είπεν·

Ιωβ. 8,2            μέχρι τίνος λαλήσεις ταῦτα, πνεῦμα πολυῤῥῆμον τοῦ στόματός σου;

Ιωβ. 8,2                    “έως πότε θα ομιλής κατ' αυτόν τον τρόπον και σαν ορμητικός άνεμος θα ξεχύνωνται τα λόγιά σου από το φλύαρον στόμα σου;

Ιωβ. 8,3            μὴ ὁ Κύριος ἀδικήσει κρίνων ἢ ὁ τὰ πάντα ποιήσας ταράξει τὸ δίκαιον;

Ιωβ. 8,3                    Μηπως ο Κυριος θα δειχθή άδικος εις τας κρίσστου η αυτός που εδημιούργησε τα πάντα, θα διαταράξη την ηθικήν τάξιν και το δίκαιον;

Ιωβ. 8,4            εἰ οἱ υἱοί σου ἥμαρτον ἐναντίον αὐτοῦ, ἀπέστειλεν ἐν χειρὶ ἀνομίας αὐτῶν.

Ιωβ. 8,4                    Εάν τα παιδιά σου ημάρτησαν ενώπιον του Κυρίου, διατί παραπονείσαι; Ο Θεός τους έστειλε την τιμωρίαν σύμφωνα με τας ανομίας, που διέπραξαν.

Ιωβ. 8,5            σὺ δὲ ὄρθριζε πρὸς Κύριον παντοκράτορα δεόμενος.

Ιωβ. 8,5                    Συ όμως πρέπει να σηκώνεσαι κάθε πρωϊ λίαν ενωρίς και να προσεύχεσαι προς Κυριον τον παντοκράτορα.

Ιωβ. 8,6            εἰ καθαρὸς εἶ καὶ ἀληθινός, δεήσεως ἐπακούσεταί σου, ἀποκαταστήσει δέ σοι δίαιταν δικαιοσύνης·

Ιωβ. 8,6                    Εάν είσαι καθαρός και απηλλαγμένος από τας αμαρτίας πραγματικά ευσεβής άνθρωπος, ο Θεός εν τη δικαιοσύνη του θα σε αποκαταστήση και θα σου αποδώση τα αγαθά σου.

Ιωβ. 8,7            ἔσται οὖν τὰ μὲν πρῶτά σου ὀλίγα, τὰ δὲ ἔσχατά σου ἀμύθητα.

Ιωβ. 8,7                    Ετσι δε η προηγουμένη ζωη σου και τα προηγούμενα αγαθά σου θα είναι ολίγα εν συγκρίσει προς εκείνα τα οποία θα σου δώση κατόπιν ο Θεός και τα οποία θα είναι αδιήγητα.

Ιωβ. 8,8            ἐπερώτησον γὰρ γενεὰν πρώτην, ἐξιχνίασον δὲ κατὰ γένος πατέρων·

Ιωβ. 8,8                    Ρωτησε περί αυτών, που σου λέγω, την προγενεστέραν γενέαν μας. Εξέτασε και εξιχνίασε με προσοχήν μίαν εκάστην των γενεών των πιο απομεμακρυσμένων προγόνων μας,

Ιωβ. 8,9            χθιζοὶ γάρ ἐσμεν καὶ οὐκ οἴδαμεν, σκιὰ γάρ ἐστιν ἡμῶν ἐπὶ τῆς γῆς ὁ βίος.

Ιωβ. 8,9                    διότι ημείς είμεθα χθεσινοί άνθρωποι και επομένως δεν γνωρίζομεν πολλά. Σκια είναι η ζωή μας εδώ εις την γην και παρέρχεται ταχέως.

Ιωβ. 8,10           ἦ οὐχ οὗτοί σε διδάξουσι καὶ ἀναγγελοῦσι καὶ ἐκ καρδίας ἐξάξουσι ῥήματα;

Ιωβ. 8,10                  Οι πρόγονοί μας αυτοί δεν είναι εκείνοι, που θα σε διδάξουν τη αλήθειαν και θα σου αναγγείλουν συνετά πράγματα, βγαλμένα από τας καρδίαι των;

Ιωβ. 8,11           μὴ θάλλει πάπυρος ἄνευ ὕδατος ἢ ὑψωθήσεται βούτομον ἄνευ πότου;

Ιωβ. 8,11                   Μηπως το παπύρι βάλλει και αναπτύσσεται χωρίς νερό η μήπως το ψαθί αυξάνει χωρίς να πίνη νερό;

Ιωβ. 8,12           ἔτι ὂν ἐπὶ ῥίζης καὶ οὐ μὴ θερισθῇ, πρὸ τοῦ πιεῖν πᾶσα βοτάνη οὐχὶ ξηραίνεται;

Ιωβ. 8,12                  Ασφαλώς θα ξηρανθή, ενώ ακόμη ευρίσκεται εις την ρίζαν του, πριν θερισθή εφ' όσον δεν ποτίζεται. Το ίδιο και κάθε φυτόν δεν ξηραίνεται χωρίς το νερό;

Ιωβ. 8,13           οὕτως τοίνυν ἔσται τὰ ἔσχατα πάντων τῶν ἐπιλανθανομένων τοῦ Κυρίου· ἐλπὶς γὰρ ἀσεβοῦς ἀπολεῖται.

Ιωβ. 8,13                   Αυτή θα είναι η τύχη και αυτά θα είναι τα τελευταία όλων των ανθρώπων, οι οποίοι λησμονούν τον Κυριον. Διότι η ελπίς του ασεβούς επάνω εις τα υλικά αγαθά και εις την δύναμίν του χάνεται.

Ιωβ. 8,14           ἀοίκητος γὰρ αὐτοῦ ἔσται ὁ οἶκος, ἀράχνη δὲ αὐτοῦ ἀποβήσεται ἡ σκηνή.

Ιωβ. 8,14                  Ακατοίκητον θα μείνη το σπίτι του, σαν την αράχνην θα καταντήση η σκηνή και η κατοικία του.

Ιωβ. 8,15           ἐὰν ὑπερείσῃ τὴν οἰκίαν αὐτοῦ, οὐ μὴ στῇ· ἐπιλαβομένου δὲ αὐτοῦ, οὐ μὴ ὑπομείνῃ·

Ιωβ. 8,15                   Εάν θελήση να βάλη αντερείσματα, δια να στηρίξη την οικίαν του, δεν θα σταθή. Εάν απλώση τα χέρια του και θελήση να την βαστάξη, δεν θα μπορέση να την κρατήση· θα πέση.

Ιωβ. 8,16           ὑγρὸς γάρ ἐστιν ὑπὸ ἡλίου, καὶ ἐκ σαπρίας αὐτοῦ ὁ ῥάδαμνος αὐτοῦ ἐξελεύσεται.

Ιωβ. 8,16                  Ο τρυφερός βλαστός, ο οποίος ευρίσκεται υπό την ευεργετικήν επίδρασιν του ηλίου, φυτρώνει τρεφόμενος από την αποσύνθεσιν του παλαιού φυτού.

Ιωβ. 8,17           ἐπὶ συναγωγὴν λίθων κοιμᾶται, ἐν δὲ μέσῳ χαλίκων ζήσεται.

Ιωβ. 8,17                   Εχει ζωτικότητα, ώστε αναπτύσσεται εν μέσω λίθων και ανάμεσα από χαλίκια θα ζήση.

Ιωβ. 8,18           ἐὰν καταπίῃ, ὁ τόπος ψεύσεται αὐτόν· οὐχ ἑώρακας τοιαῦτα,

Ιωβ. 8,18                  Εάν όμως κάποια άλλη δύναμις καταστρέψη τον βλαστόν, ο τόπος του δεν θα τον αναγνώριση ούτε θα τον ενθυμηθή πλέον. Δεν τα είδες και δεν τα έμαθες αυτά;

Ιωβ. 8,19           ὅτι καταστροφὴ ἀσεβοῦς τοιαύτη, ἐκ δὲ γῆς ἄλλον ἀναβλαστήσει.

Ιωβ. 8,19                  Οτι, δηλαδή, τέτοια θα είναι και η καταστροφή του ασεβούς ανθρώπου και άλλος θα αναβλαστήση και θα έλθη κατόπιν στον τόπον του;

Ιωβ. 8,20           ὁ γὰρ Κύριος οὐ μὴ ἀποποιήσεται τὸν ἄκακον, πᾶν δὲ δῶρον ἀσεβοῦς οὐ δέξεται.

Ιωβ. 8,21                  Το στόμα των ευσεβών ανθρώπων, των ακεραίων και ενάρετων, θα γέμιση από γέλια και χαρές, τα δε χείλη των από δοξολογίας και ευχαριστίας προς τον Κυριον.

Ιωβ. 8,21           ἀληθινῶν δὲ στόμα ἐμπλήσει γέλωτος, τὰ δὲ χείλη αὐτῶν ἐξομολογήσεως·

Ιωβ. 8,20                  Ο Κυριος όμως δεν θα αρνηθή και δεν θα αποκηρύξη ποτέ τον αθώον. Εξ αντιθέτου κανένα δώρον ασεβούς δεν θα δεχθή.

Ιωβ. 8,22           οἱ δὲ ἐχθροὶ αὐτῶν ἐνδύσονται αἰσχύνην, δίαιτα δὲ ἀσεβοῦς οὐκ ἔσται.

Ιωβ. 8,22                  Οι εχθροί των θα φορέσουν σαν ένδυμα καταισχύνην και εξευτελισμόν, κατοικία δεν θα υπάρχη δια τους ασεβείς.

 

 

ΙΩΒ 9

 

Ιωβ. 9,1            Ὑπολαβὼν δὲ Ἰὼβ λέγει·

Ιωβ. 9,1                     Ελαβε τον λόγον ο Ιωβ και είπεν·

Ιωβ. 9,2            ἐπ᾿ ἀληθείας οἶδα, ὅτι οὕτως ἐστί· πῶς γὰρ ἔσται δίκαιος βροτὸς παρὰ Κυρίῳ;

Ιωβ. 9,2                    “αναγνωρίζω πολύ καλά και ομολογώ ότι έτσι έχουν τα πράγματα. Διότι πως είναι δυνατόν ένας θνητός άνθρωπος να είναι αναμάρτητος και δίκαιος ενώπιον του Κυρίου;

Ιωβ. 9,3            ἐὰν γὰρ βούληται κριθῆναι αὐτῷ, οὐ μὴ ὑπακούσῃ αὐτῷ, ἵνα μὴ ἀντείπῃ πρὸς ἕνα λόγον αὐτοῦ ἐκ χιλίων·

Ιωβ. 9,3                    Εάν δε κανείς αρνηθή αυτήν την πραγματικότητα και θελήση να έλθη εις αντιδικιάν με τον Κυριον, δεν θα είναι εις θέσιν να αποκριθή και να φέρη αντίρρησιν ούτε εις ένα από τους χιλίους λόγους, που θα είπη εις κατηγορίαν του ο Κυριος.

Ιωβ. 9,4            σοφὸς γάρ ἐστι διανοίᾳ, κραταιός τε καὶ μέγας. τίς σκληρὸς γενόμενος ἐναντίον αὐτοῦ ὑπέμεινεν;

Ιωβ. 9,4                    Αναυδος θα μείνη ο άνθρωπος, διότι ο Κυριος είναι ο πάνσοφος κατά τον νουν, παντοδύναμος και μέγας. Ποιός ποτέ, σκληρύνας τον εαυτόν του και αντιταχθείς προς τον Θεόν, ημπόρεσε να βαστάση την οργιών του;

Ιωβ. 9,5            ὁ παλαιῶν ὄρη καὶ οὐκ οἴδασιν, ὁ καταστρέφων αὐτὰ ὀργῇ·

Ιωβ. 9,5                    Αυτός είναι που παλαιώνει και αχρηστεύει τα όρη, χωρίς εκείνα να αντιληφθούν τίποτε. Αυτός τα καταστρέφει επάνω εις την οργήν του.

Ιωβ. 9,6            ὁ σείων τὴν ὑπ᾿ οὐρανὸν ἐκ θεμελίων, οἱ δὲ στῦλοι αὐτῆς σαλεύονται·

Ιωβ. 9,6                    Αυτός είναι που σείει εκ θεμελίων και συγκλονίζει την υπό τον ουρανόν γην και διαταράσσει τους στύλους, επί των οποίων αυτή έχει θεμελιωθή.

Ιωβ. 9,7            ὁ λέγων τῷ ἡλίῳ καὶ οὐκ ἀνατέλλει, κατὰ δὲ ἄστρων κατασφραγίζει·

Ιωβ. 9,7                    Ο Κυριος είναι που, όταν θέλη, διατάσσει τον ήλιον και δεν ανατέλλει. Προς τα άστρα δε έχει τόσην δύναμιν, ώστε να μπορή να κρατή αυτά κλεισμένα και σφραγισμένα.

Ιωβ. 9,8            ὁ τανύσας τὸν οὐρανὸν μόνος, καὶ περιπατῶν ὡς ἐπ᾿ ἐδάφους ἐπὶ θαλάσσης·

Ιωβ. 9,8                    Αυτός είναι που με αποκλειστικά και μόνην την ιδικήν του δύναμιν απλώνει τον ουρανόν και βαδίζει επάνω εις την θάλασσαν, ως επάνω εις την ξηράν,

Ιωβ. 9,9            ὁ ποιῶν Πλειάδα καὶ Ἕσπερον καὶ Ἀρκτοῦρον, καὶ ταμιεῖα νότου·

Ιωβ. 9,9                    Αυτός είναι που εδημιούργησε και διατηρεί εις την ύπαρξιν τους αστερισμούς της Πλειάδος, τον Εσπερον και τον Αρκτούρον του νοτίου ημισφαιρίου ως εάν είναι κλεισμένοι εις δωμάτια.

Ιωβ. 9,10           ὁ ποιῶν μεγάλα καὶ ἀνεξιχνίαστα, ἔνδοξά τε καὶ ἐξαίσια, ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός.

Ιωβ. 9,10                  Αυτός είναι που κάμνει αναρίθμητα μεγάλα και ανεξερεύνητα έργα, ένδοξα και καταπληκτικά.

Ιωβ. 9,11           ἐὰν ὑπερβῇ με, οὐ μὴ ἴδω· ἐὰν παρέλθῃ με, οὐδ᾿ ὧς ἔγνων.

Ιωβ. 9,11                   Εάν περάση ο Θεός εμπρός μου, δεν τον βλέπω καθόλου. Εάν διέλθη κοντά μου, ούτε καν και θα τον αντιληφθώ.

Ιωβ. 9,12           ἐὰν ἀπαλλάξῃ, τίς ἀποστρέψει ἢ τίς ἐρεῖ αὐτῷ· τί ἐποίησας;

Ιωβ. 9,12                  Εάν θελήση να αφαιρέση κάτι, ποιός ημπορεί να τον εμποδίση; Η ποιός είναι εις θέσιν να είπη εις αυτόν· Διατί το έκαμες;

Ιωβ. 9,13           αὐτὸς γὰρ ἀπέστραπται ὀργήν, ὑπ᾿ αὐτοῦ ἐκάμφθησαν κήτη τὰ ὑπ᾿ οὐρανόν.

Ιωβ. 9,13                   Διότι αυτός μόνος ημπορεί να αποτρέψη και ν' απομακρύνη την οργήν του. Κατω από την παντοδυναμίαν του κάμπτονται και αυτά τα κήτη, που υπάρχουν εις την θάλασσαν την υπό τον ουρανόν.

Ιωβ. 9,14           ἐὰν δέ μου ὑπακούσηται, ἦ διακρινεῖ τὰ ῥήματά μου·

Ιωβ. 9,14                  Εάν θέλη, κάμνει δεκτήν την παράκλησίν μου. Εις την κρίσιν του επαφίενται τα παράπονά μου.

Ιωβ. 9,15           ἐάν τε γὰρ ὦ δίκαιος, οὐκ εἰσακούσεταί μου, τοῦ κρίματος αὐτοῦ δεηθήομαι·

Ιωβ. 9,15                   Οσον και αν υποτεθή δτι είμαι δίκαιος, δεν σημαίνει ότι ο Θεός υποχρεούται να ακούση την προσευχήν μου. Εγώ όμως έχω την ανάγκην να τον ικετεύω ζητών το έλεός του.

Ιωβ. 9,16           ἐάν τε καλέσω καὶ μὴ ὑπακούσῃ, οὐ πιστεύω ὅτι εἰσακήκοέ μου τῆς φωνῆς.

Ιωβ. 9,16                  Οταν όμως τον παρακαλώ και δεν κάνη δεκτήν την δέησίν μου, αμφιβάλλω αν έχη κάμει δεκτήν την φωνήν της προσευχής μου.

Ιωβ. 9,17           μὴ γνόφῳ με ἐκτρίψῃ; πολλὰ δέ μου τὰ συντρίμματα πεποίηκε διακενῆς·

Ιωβ. 9,17                   Εάν παρουσιασθώ ενώπιόν του με αλαζονικήν πεποίθησιν εις την δικαιοσύνην μου, φοβούμαι, μήπως τελικώς με συντρίψη μέσα εις την καταιγίδα και το σκότος του θανάτου. Αλλωστε πολλά είναι τα συντρίμματα, που μου έχει επιφέρει, μολονότι εγώ νομίζω ότι χωρίς λόγον.

Ιωβ. 9,18           οὐκ ἐᾷ γάρ με ἀναπνεῦσαι, ἐνέπλησε δέ με πικρίας.

Ιωβ. 9,18                  Είναι πολλά και δεν με αφήνει ούτε να αναπνεύσω και να ζωογονηθώ· με εγέμισε πικρίαν.

Ιωβ. 9,19           ὅτι μὲν γὰρ ἰσχύι κρατεῖ· τίς οὖν κρίματι αὐτοῦ ἀντιστήσεται;

Ιωβ. 9,19                  Δια της παντοδυναμίας του κυριαρχεί στο σύμπαν και στους πάντας. Ποιός, λοιπόν, είναι δυνατόν να αντισταθή εις τας δικαίας κρίσεις και αποφάσστου;

Ιωβ. 9,20           ἐὰν γὰρ ὦ δίκαιος, τὸ στόμα μου ἀσεβήσει· ἐάν τε ὦ ἄμεμπτος, σκολιὸς ἀποβήσομαι.

Ιωβ. 9,20                  Εάν τολμήσω να είπω, ότι είμαι αναμάρτητος και δίκαιος, το στόμα μου θα εκστομίση ασέβειαν. Εάν ισχυρισθώ ότι είμαι ακέραιος και άμεμπτος, θα φανώ σοφιστευόμενος και παραλογιζόμενος.

Ιωβ. 9,21           εἴτε γὰρ ἠσέβησα, οὐκ οἶδα τῇ ψυχῇ, πλὴν ὅτι ἀφαιρεῖταί μου ἡ ζωή.

Ιωβ. 9,21                  'Εαν υπέπεσα εις βαρύ τι αμάρτημα ενώπιον του Θεού, δεν το γνωρίζω. Ενα μόνον γνωρίζω, ότι σβήνει η ζωη μου.

Ιωβ. 9,22           διὸ εἶπον· μέγα καὶ δυνάστην ἀπολλύει ὀργή,

Ιωβ. 9,22                  Δια τούτο και εγώ είπα· Τον μεγάλον και τον ισχυρόν εξ ίσου τους καταστρέφει η θεία οργή.

Ιωβ. 9,23           ὅτι φαῦλοι ἐν θανάτῳ ἐξαισίῳ, ἀλλὰ δίκαιοι καταγελῶνται·

Ιωβ. 9,23                  Διότι οι φαύλοι υπόκεινται εις αποτροπιαστικόν θάνατον. Αλλά και οι δίκαιοι εμπαίζονται δια τα παθήματά των.

Ιωβ. 9,24           παραδέδονται γὰρ εἰς χεῖρας ἀσεβοῦς. πρόσωπα κριτῶν αὐτῆς συγκαλύπτει· εἰ δὲ μὴ αὐτός ἐστι, τίς ἐστιν;

Ιωβ. 9,24                  Διότι και οι δίκαιοι παραδίδονται πολλές φορές εις τα χέρια των ασεβών. Ο δε Κυριος σκεπάζει και συγκαλύπτει τα πρόσωπα των αδίκων κριτών της γης. Εάν δε δεν τα σκεπάζη ο Κυριος, ποίος είναι εκείνος που τα σκεπάζει και τα αποκρύπτει;

Ιωβ. 9,25           ὁ δὲ βίος μού ἐστιν ἐλαφρότερος δρομέως· ἀπέδρασαν καὶ οὐκ εἴδοσαν.

Ιωβ. 9,25                  Ο χρόνος της ζωής μου είναι ελαφρότερος και ταχύτερος από τον δρομέα, που τρέχει γρήγορα. Επέρασαν, χωρίς να το καταλάβω, αι ημέραι της ζωής μου.

Ιωβ. 9,26           ἢ καί ἐστι ναυσὶν ἴχνος ὁδοῦ ἢ ἀετοῦ πετομένου ζητοῦντος βοράν;

Ιωβ. 9,26                  Μηπως τα πλοία, καθώς διασχίζουν την θάλασσαν, αφήνουν οπίσω των ίχνος της διαβάσεώς των η ο αετός, που πετά στον αέρα και ζητεί την τροφήν του;

Ιωβ. 9,27           ἐάν τε γὰρ εἴπω, ἐπιλήσομαι λαλῶν, συγκύψας τῷ προσώπῳ στενάξω.

Ιωβ. 9,27                  Εάν είπω· Θα λησμονήσω τα παθήματά μου, θα παύσω να ομιλώ τελείως δι' αυτά· τότε, αφού σκύψω με το πρόσωπόν μου προς τα κάτω, θα αναστενάξω.

Ιωβ. 9,28           σείομαι πᾶσι τοῖς μέλεσιν, οἶδα γάρ ὅτι οὐκ ἀθῶόν με ἐάσεις.

Ιωβ. 9,28                  Συγκλονίζομαι εις όλα τα μέλη του σώματός μου. Διότι γνωρίζω, ότι δεν θα με καταστήσης αθώον και ανένοχον, και δεν θα με αφήσης δια τούτο ατιμώρητον.

Ιωβ. 9,29           ἐπειδὴ δέ εἰμι ἀσεβής, διατί οὐκ ἀπέθανον;

Ιωβ. 9,29                  Αλλά αφού είμαι ασεβής, διατί να μη έχω αποθάνει έως τώρα;

Ιωβ. 9,30           ἐὰν γὰρ ἀπολούσωμαι χιόνι καὶ ἀποκαθάρωμαι χερσὶ καθαραῖς,

Ιωβ. 9,30                  Εάν λουσθώ πνευματικώς και γίνω λευκότερος από το χιόνι και αν καθαρισθώ με χέρια ολοκάθαρα,

Ιωβ. 9,31           ἱκανῶς ἐν ῥύπῳ με ἔβαψας, ἐβδελύξατο δέ με ἡ στολή·

Ιωβ. 9,31                   είμαι και πάλιν αρκετά ρυπαρός ενώπιόν σου, ώστε και αυτή η ενδυμασία μου να με συχαίνεται.

Ιωβ. 9,32           οὐ γὰρ εἶ ἄνθρωπος κατ᾿ ἐμέ, ᾧ ἀντικρινοῦμαι, ἵνα ἔλθωμεν ὁμοθυμαδὸν εἰς κρίσιν.

Ιωβ. 9,32                  Διότι συ, Κυριε, δεν είσαι άνθρωπος, όπως εγώ, προς τον οποίον εγώ να αντιδικήσω και να ζητήσω να έλθωμεν μαζή εις αντιδικίαν.

Ιωβ. 9,33           εἴθε ἦν ὁ μεσίτης ἡμῶν καὶ ἐλέγχων καὶ διακούων ἀνὰ μέσον ἀμφοτέρων·

Ιωβ. 9,33                  Είθε να υπήρχε κάποιο μεσάζον πρόσωπον μεταξύ μας, το οποίον να ημπορούσε να δικάση μεταξύ ημών, αφού ακούση και τους δύο.

Ιωβ. 9,34           ἀπαλλαξάτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τὴν ῥάβδον, ὁ δὲ φόβος αὐτοῦ μή με στροβείτω,

Ιωβ. 9,34                  Ας με απαλλάξη ο Κυριος από την ράβδον των συμφορών μου και ας μη με συγκλονίζη και ας μη με στροβιλίζη ο φόβος του.

Ιωβ. 9,35           καὶ οὐ μὴ φοβηθῷ, ἀλλὰ λαλήσω· οὐ γὰρ οὕτω συνεπίσταμαι.

Ιωβ. 9,35                  Αφοβος δε τότε, θα ημπορώ να ομιλώ ελευθέρως, διότι εις την κατάστασιν, που ευρίσκομαι, δεν γνωρίζω τι να είπω.

 

 

ΙΩΒ 10

 

Ιωβ. 10,1           Κάμνων τῇ ψυχῇ μου, στένων ἐπαφήσω ἐπ᾿ αὐτὸν τὰ ῥήματά μου· λαλήσω πικρίᾳ ψυχῆς μου συνεχόμενος

Ιωβ. 10,1                   Πασχων ψυχικώς, αποκαμωμένος και στενάζων συνεχώς θα αφήσω να πέσουν επάνω εις αυτόν τα λόγια μου. Θα ομιλήσω κατεχόμενος και πιεζόμενος από την πικρίαν της ψυχής μου·

Ιωβ. 10,2           καὶ ἐρῶ πρὸς Κύριον· μή με ἀσεβεῖν δίδασκε· καὶ διατί με οὕτως ἔκρινας;

Ιωβ. 10,2                  και θα είπω προς τον Κυριον· Μη με διδάσκεις, Κυριε, εξ αιτίας των τιμωριών σου να παραπονούμαι και να φαίνωμαι ασεβής ενώπιόν σου. Διατί με έκρινες και με κατεδίκασες τόσον πολύ;

Ιωβ. 10,3           ἦ καλόν σοι, ἐὰν ἀδικήσω, ὅτι ἀπείπω ἔργα χειρῶν σου, βουλῇ δὲ ἀσεβῶν προσέσχες;

Ιωβ. 10,3                   Είναι, τάχα, καλόν δια σέ, εάν υπό το βάρος των δοκιμασιών εκτραπώ εις άδικα παράπονα; Διότι συ έχεις απαρνηθή τους ευσεβείς, αυτά τα έργα των χειρών σου, έδωσες δε προσοχήν εις τας σκέψεις και τας αποφάσεις των ασεβών;

Ιωβ. 10,4           ἦ ὥσπερ βροτὸς ὁρᾷ καθορᾷς ἢ καθὼς ὁρᾷ ἄνθρωπος βλέψῃ;

Ιωβ. 10,4                  Η βλέπεις και συ από του ύψους σου, όπως ο κάθε θνητός; Η καθώς βλέπει ο άνθρωπος, θα ίδης και συ;

Ιωβ. 10,5           ἦ ὁ βίος σου ἀνθρώπινός ἐστιν ἢ τὰ ἔτη σου ἀνδρός;

Ιωβ. 10,5                   Μηπως ο βίος σου είναι σαν των ανθρώπων βραχύς η τα έτη σου είναι ολίγα, όσα είναι τα έτη ενός ανδρός;

Ιωβ. 10,6           ὅτι ἀνεζήτησας τὴν ἀνομίαν μου καὶ τὰς ἁμαρτίας μου ἐξιχνίασας;

Ιωβ. 10,6                  Και δια την βραχύτητα αυτήν του βίου μου ανεζήτησες την ανομίαν μου και εφρόντισες επιμελώς να εύρης τας αμαρτίας μου και να με τιμωρήσης δι' αυτάς;

Ιωβ. 10,7           οἶδας γὰρ ὅτι οὐκ ἠσέβησα· ἀλλὰ τίς ἐστιν ὁ ἐκ τῶν χειρῶν σου ἐξαιρούμενος;

Ιωβ. 10,7                   Διότι γνωρίζεις ότι δεν υπήρξα ασεβής απεναντί σου. Αλλά ποιός είναι εκείνος, ο οποίος θα ημπορέση να με απαλλάξη από τας τιμωρίας των χειρών σου;

Ιωβ. 10,8           αἱ χεῖρές σου ἔπλασάν με καὶ ἐποίησάν με, μετὰ ταῦτα μεταβαλών με ἔπαισας.

Ιωβ. 10,8                  Αυτά τα χέρια σου με έπλασαν. Με έφεραν εκ της ανυπαρξίας εις την ύπαρξιν. Κατόπιν όμως, σαν να μετέβαλες γνώμην και στάσιν, και με εκτύπησες.

Ιωβ. 10,9           μνήσθητι ὅτι πηλόν με ἔπλασας, εἰς δὲ γῆν με πάλιν ἀποστρέφεις.

Ιωβ. 10,9                  Ενθυμήσου ότι από πηλόν μέ έπλασες και ώρισες να επιστρέφω πάλιν εις την γην.

Ιωβ. 10,10         ἦ οὐχ ὥσπερ γάλα με ἤμελξας, ἐτύρωσας δέ με ἴσα τυρῷ;

Ιωβ. 10,10                 Μηπως η αρχή της υπάρξεώς μου δεν ήτο ρευστή, ωσάν το γάλα που αρμέγεται, και, όπως αυτό γίνεται έπειτα τυρός, έτσι και εις εμέ έδωκες κατόπιν στερεάν σύστασιν;

Ιωβ. 10,11         δέρμα δὲ καὶ κρέας με ἐνέδυσας, ὀστέοις δὲ καὶ νεύροις με ἐνεῖρας.

Ιωβ. 10,11                 Με ενέδυσες με δέρμα και με κρέας. Εθεσες μέσα εις αυτά οστά και νεύρα.

Ιωβ. 10,12         ζωὴν δὲ καὶ ἔλεος ἔθου παρ᾿ ἐμοί, ἡ δὲ ἐπισκοπή σου ἐφύλαξέ μου τὸ πνεῦμα.

Ιωβ. 10,12                 Μαζή με την ζωήν μου έδωκες συγχρόνως και το έλεός σου. Η δε άγρυπνος επίβλεψίς σου και πρόνοια μου εφύλαξαν την ζωήν από εκείνους, που την επεβουλεύοντο.

Ιωβ. 10,13         ταῦτα ἔχων ἐν σεαυτῷ οἶδα ὅτι πάντα δύνασαι, ἀδυνατεῖ δέ σοι οὐθέν.

Ιωβ. 10,13                 Επειδή αυτά είχες μέσα εις την άπειρον τελειότητά σου, γνωρίζω ότι δύνασαι τα πάντα και τίποτε δεν είναι εις σε αδύνατον.

Ιωβ. 10,14         ἐάν τε γὰρ ἁμάρτω, φυλάσσεις με, ἀπὸ δὲ ἀνομίας οὐκ ἀθῷόν με πεποίηκας.

Ιωβ. 10,14                 Εάν αμαρτήσω με βλέπεις, και από την αμαρτίαν μου δεν με αθωώνεις.

Ιωβ. 10,15         ἐάν τε γὰρ ἀσεβήσω, οἴμοι· ἐὰν δὲ ὦ δίκαιος, οὐ δύναμαι ἀνακύψαι, πλήρης γὰρ ἀτιμίας εἰμί.

Ιωβ. 10,15                 Εάν διαπράξω ασεβείας, αλλοιμονόν μου! Εάν πάλιν γίνω και μείνω δίκαιος, δεν ημπορώ να σηκώσω το κεφάλι μου ενώπιόν σου, διότι και τότε θα είμαι γεμάτος από εξευτελισμόν και αθλιότητα.

Ιωβ. 10,16         ἀγρεύομαι γὰρ ὥσπερ λέων εἰς σφαγήν, πάλιν γὰρ μεταβαλὼν δεινῶς με ὀλέκεις

Ιωβ. 10,16                 Συλλαμβάνομαι εις την παγίδα σαν τον υπερήφανον λέοντα, τον οποίον θέλουν να εξοντώσουν. Οταν ετσι με συλλάβης και αλλάξης την φιλάνθρωπόν σου διάθεσιν, με καταστρέφεις κατά ένα φοβερόν τρόπον.

Ιωβ. 10,17         ἐπανακαινίζων ἐπ᾿ ἐμὲ τὴν ἔτασίν μου· ὀργῇ δὲ μεγάλῃ μοι ἐχρήσω, ἐπήγαγες δὲ ἐπ᾿ ἐμὲ πειρατήρια.

Ιωβ. 10,17                 Με υποβάλλεις εις νέαν εξέτασιν και έρευναν σχετικώς με τας πράξεις μου. Συνέπεια δε αυτής της εξετάσεως ακολουθεί, ότι με μεταχειρίζεσαι με μεγάλην οργήν και μου αποστέλλεις θλίψεις και δοκιμασίας.

Ιωβ. 10,18         ἱνατί οὖν ἐκ κοιλίας με ἐξήγαγες, καὶ οὐκ ἀπέθανον, ὀφθαλμὸς δέ με οὐκ εἶδε,

Ιωβ. 10,18                 Διατί, λοιπόν, με έβγαλες από την κοιλίαν της μητρός μου, και δεν απέθανα πριν γεννηθώ, ώστε να μη με ίδη μάτι ανθρώπου;

Ιωβ. 10,19         καὶ ὥσπερ οὐκ ὢν ἐγενόμην; διατί γὰρ ἐκ γαστρὸς εἰς μνῆμα οὐκ ἀπηλλάγην;

Ιωβ. 10,19                 Και διατί δεν έγινα, ως εάν δεν υπήρξα ποτε; Διατί επί τέλους δεν εγεννήθην νεκρός, ώστε να μεταβώ κατ' ευθείαν από την κοιλίαν της μητρός μου στο μνήμα;

Ιωβ. 10,20         ἦ οὐκ ὀλίγος ἐστὶν ὁ χρόνος τοῦ βίου μου; ἔασόν με ἀναπαύσασθαι μικρὸν

Ιωβ. 10,20                Βραχύς και ολίγος δεν είναι ο χρόνος της ζωής μου; Αφησέ με να αναπαυθώ ολίγον,

Ιωβ. 10,21         πρὸ τοῦ με πορευθῆναι ὅθεν οὐκ ἀναστρέψω, εἰς γῆν σκοτεινὴν καὶ γνοφεράν,

Ιωβ. 10,21                 πριν μεταβώ εκεί, από όπου δεν θα επιστρέψω πλέον, εις τόπον, δηλαδή, σκοτεινόν και ζοφερόν·

Ιωβ. 10,22         εἰς γῆν σκότους αἰωνίου, οὗ οὐκ ἔστι φέγγος, οὐδὲ ὁρᾶν ζωὴν βροτῶν.

Ιωβ. 10,22                εις περιοχήν, που βασιλεύει αιώνιον σκοτάδι, όπου δεν υπάρχει ουδέ το ελάχιστον φέγγος και από όπου δεν ημπορεί κανείς να ίδη την ζωήν των θνητών ανθρώπων της γης.

 

 

ΙΩΒ 11

 

Ιωβ. 11,1           Ὑπολαβὼν δὲ Σωφὰρ ὁ Μιναῖος λέγει·

Ιωβ. 11,1                    Ελαβε τότε τον λόγον ο Σωφάρ ο Μιναίος και είπεν·

Ιωβ. 11,2           ὁ τὰ πολλὰ λέγων, καὶ ἀντακούσεται· ἢ καὶ ὁ εὔλαλος οἴεται εἶναι δίκαιος; εὐλογημένος γεννητὸς γυναικὸς ὀλιγόβιος.

Ιωβ. 11,2                   “εκείνος, που λέγει πολλά και θα ακούση εις απάντησιν να του λέγωνται επίσης πολλά. Η μήπως αυτός, που ομιλεί με ευκολίαν και με ρητορείαν πολλά, νομίζει ότι είναι δίκαιος; Ευλογημένος είναι ο υιός της γυναικός, ο οποίος έζησεν ολίγα χρόνια εδώ εις την γην.

Ιωβ. 11,3           μὴ πολὺς ἐν ῥήμασι γίνου, οὐ γάρ ἐστιν ὁ ἀντικρινόμενός σοι·

Ιωβ. 11,3                   Μη λέγης πολλά λόγια και βαρετά, διότι τάχα δεν θα υπάρξη κανείς, που θα θελήση να σου απαντήση.

Ιωβ. 11,4           μὴ γὰρ λέγε ὅτι καθαρός εἰμι τοῖς ἔργοις καὶ ἄμεμπτος ἐναντίον αὐτοῦ.

Ιωβ. 11,4                   Μη λέγης, ότι είμαι καθαρός εις τα έργα μου και άμεμπτος ενώπιον του Κυρίου.

Ιωβ. 11,5           ἀλλὰ πῶς ἂν ὁ Κύριος λαλήσαι πρός σε, καὶ ἀνοίξει χείλη αὐτοῦ μετὰ σοῦ;

Ιωβ. 11,5                   Είσαι και συ ένοχος και σκέψου, πως ο Κυριος θα ωμιλούσε προς σε και πως θα ανοίξουν τα χείλη του, ώστε να συνδιαλεχθή μαζή σου;

Ιωβ. 11,6           εἶτα ἀναγγελεῖ σοι δύναμιν σοφίας, ὅτι διπλοῦς ἔσται τῶν κατά σέ· καὶ τότε γνώσῃ ὅτι ἄξιά σοι ἀπέβη ἀπὸ Κυρίου ὧν ἡμάρτηκας.

Ιωβ. 11,6                   Επειτα, όταν ο Θεός ομιλήση με σέ, θα σου αναγγείλη την δύναμιν της σοφίας του και θα πεισθής ότι είναι απείρως ανώτερος από σε και τα ζητήματά σου. Τοτε δε θα γνωρίσης καλά, ότι τα παθήματά σου εκ μέρους του Κυρίου είναι ανάλογα προς εκείνα, τα οποία συ ημάρτησες.

Ιωβ. 11,7           ἦ ἴχνος Κυρίου εὑρήσεις ἢ εἰς τὰ ἔσχατα ἀφίκου, ἃ ἐποίησεν ὁ Παντοκράτωρ;

Ιωβ. 11,7                   Μηπως και ημπορείς να εύρης τα ίχνη από τους πόδας του Κυρίου η να φθάσης έως εις τα πέρατα των έργων, τα οποία έκαμεν ο Παντοκράτωρ;

Ιωβ. 11,8           ὑψηλὸς ὁ οὐρανός, καὶ τί ποιήσεις; βαθύτερα δὲ τῶν ἐν ᾅδου τί οἶδας;

Ιωβ. 11,8                   Εργον του είναι ο υψηλός ουρανός. Συ δε μέχρι που ημπορείς να φθάσης, η τι ημπορείς να κάμης; Τα ακρότατα των έργων του είναι βαθύτερα από των του άδου· τι γνωρίζεις συ από αυτά;

Ιωβ. 11,9           ἢ μακρότερα μέτρου γῆς ἢ εὔρους θαλάσσης;

Ιωβ. 11,9                   Εκτείνονται πολύ πέραν από τα μέτρα της γης και από τα ευρύτερα όρια της θαλάσσης.

Ιωβ. 11,10         ἐὰν δὲ καταστρέψῃ τὰ πάντα, τίς ἐρεῖ αὐτῷ· τί ἐποίησας;

Ιωβ. 11,10                 Εάν ο Κυριος θελήση και καταστρέψη τα πάντα, ποιός θα είπη εις αυτόν· Τι έκαμες;

Ιωβ. 11,11         αὐτὸς γὰρ οἶδεν ἔργα ἀνόμων, ἰδὼν δὲ ἄτοπα οὐ παρόψεται.

Ιωβ. 11,11                  Διότι αυτός γνωρίζει πολύ καλά τα έργα των παρανόμων. Βλέπει τα άτοπα· δεν θα τα αντιπαρέλθη, ούτε θα τα αφήση ατιμώρητα.

Ιωβ. 11,12         ἄνθρωπος δὲ ἄλλως νήχεται λόγοις, βροτὸς δὲ γεννητὸς γυναικὸς ἴσα ὄνῳ ἐρημίτῃ.

Ιωβ. 11,12                 Καθε άνθρωπος κολυμβά εις τα μάταια λόγια του. Καθε θνητός, που γεννάται από γυναίκα, ομοιάζει με όνον άγριον, ο οποίος μένει μόνος εις την έρημον.

Ιωβ. 11,13         εἰ γὰρ σὺ καθαρὰν ἔθου τὴν καρδίαν σου, ὑπτιάζεις δὲ χεῖρας πρὸς αὐτόν,

Ιωβ. 11,13                  Διότι, εάν συ θεωρής ότι έχεις καθαράν την καρδίαν, ύψωσε τας χείρας σου προς τον Θεόν.

Ιωβ. 11,14         εἰ ἄνομόν τί ἐστιν ἐν χερσί σου, πόῤῥω ποίησον αὐτὸ ἀπὸ σοῦ, ἀδικία δὲ ἐν διαίτῃ σου μὴ αὐλισθήτω.

Ιωβ. 11,14                 Εάν όμως υπάρχη κάποιο παράνομον έργον εις τα χέρια σου, απομάκρυνε το από σέ. Αδικία δε ας μη υπάρχη και ας μη παραμένη εις σε και εις την κατοικίαν σου.

Ιωβ. 11,15         οὕτως γὰρ ἀναλάμψει σου τὸ πρόσωπον ὥσπερ ὕδωρ καθαρόν, ἐκδύσῃ δὲ ῥύπον, καὶ οὐ μὴ φοβηθῇς·

Ιωβ. 11,15                  Ετσι δε το πρόσωπόν σου θα αναλάμψη καθαρόν, ωσάν το υλοκάθαρον ύδωρ· θα αποβάλης δε κάθε ρύπον από την ψυχήν σου και δεν θα έχης να φοβηθής τίποτε.

Ιωβ. 11,16         καὶ τὸν κόπον ἐπιλήσῃ ὥσπερ κῦμα παρελθὸν καὶ οὐ πτοηθήσῃ.

Ιωβ. 11,16                 Τοτε τας ταλαιπωρίας και τας θλίψεις σου θα λησμονήσης, όπως λησμονείται το κύμα που διέρχεται, και δεν θα έχης να πτοηθής από τίποτε.

Ιωβ. 11,17         ἡ δὲ εὐχή σου ὥσπερ ἑωσφόρος, ἐκ δὲ μεσημβρίας ἀνατελεῖ σοι ζωή·

Ιωβ. 11,17                  Οι πόθοι και η ευχή σου θα είναι λαμπροί ωσάν το πρωϊνόν αστέρι, τον αυγερινόν. Η ζωη σου θα ανατείλη και θα λάμψη σαν το φως της μεσημβρίας.

Ιωβ. 11,18         πεποιθώς τε ἔσῃ ὅτι ἔστι σοι ἐλπίς, ἐκ δὲ μερίμνης καὶ φροντίδος ἀναφανεῖταί σοι εἰρήνη.

Ιωβ. 11,18                 Θα ζης και θα βαδίζης με πεποίθησιν εις την ασφάλειάν σου, διότι θα ελπίζης στον Θεόν. Παρ' όλας δε τας μερίμνας και φροντίδας της ζωής σου, θα λάμπη και θα παραμένη εις σε η ειρήνη.

Ιωβ. 11,19         ἡσυχάσεις γάρ, καὶ οὐ ἔσται ὁ πολεμῶν σε· μεταβαλόμενοι δὲ πολλοί σου δεηθήσονται.

Ιωβ. 11,19                 Θα απολαμβανηις ησυχίαν και ειρήνην, διότι κανείς δεν θα υπάρξη, που να σε επιβουλεύεται και να σε πολεμή. Πολλοί δε από αυτούς, οι ύποιοι σήμερον σε καταφρονούν, θα μεταβάλλουν στάσιν απέναντί σου και θα σε παρακαλούν ζητούντες την βοήθειάν σου.

Ιωβ. 11,20         σωτηρία δὲ αὐτοὺς ἀπολείψει· ἡ γὰρ ἐλπὶς αὐτῶν ἀπώλεια, ὀφθαλμοὶ δὲ ἀσεβῶν τακήσονται.

Ιωβ. 11,20                 Δια τους ασεβείς όμως δεν θα υπάρχη σωτηρία, διότι η ελπίς αυτών στηρίζεται εις τα μάταια και αμαρτωλά και οχι στον Θεόν. Τα μάτια των ασεβών θα λυώσουν από την ματαίαν ελπίδα και προσμονήν”.

 

 

ΙΩΒ 12

 

Ιωβ. 12,1           Ὑπολαβὼν δὲ Ἰὼβ λέγει·

Ιωβ. 12,1                   Απαντών δε ο Ιώβ στον Σωφάρ και τους δύο άλλους είπεν·

Ιωβ. 12,2           εἶτα ὑμεῖς ἐστε ἄνθρωποι· ἦ μεθ᾿ ὑμῶν τελευτήσει σοφία.

Ιωβ. 12,2                  “έπειτα από όλα αυτά, σεις λοιπόν, μόνον είσθε άνθρωποι σκεπτόμενοι και κανείς άλλος δεν υπάρχει έκτος από σας; Η όταν θα αποθάνετε, θα αποθάνη και θα λείψη μαζί σας και η σοφία;

Ιωβ. 12,3           κἀμοὶ μὲν καρδία καθ᾿ ὑμᾶς ἐστι·

Ιωβ. 12,3                   Και εις εμέ υπάρχει διάνοια και κρίσις, ωσάν την ιδικήν σας.

Ιωβ. 12,4           δίκαιος γὰρ ἀνὴρ καὶ ἄμεμπτος ἐγεννήθη εἰς χλεύασμα·

Ιωβ. 12,4                  Ενας δίκαιος και άμεμπτος άνθρωπος, όπως μου μαρτυρεί η συνείδησις ότι είμαι εγώ, εγεννήθηκε δια να χλευάζεται και να εμπαίζεται.

Ιωβ. 12,5           εἰς χρόνον γὰρ τακτὸν ἡτοίμαστο πεσεῖν ὑπὸ ἄλλων, οἴκους τε αὐτοῦ ἐκπορθεῖσθαι ὑπὸ ἀνόμων. οὐ μὴν δὲ ἀλλὰ μηδεὶς πεποιθέτω πονηρὸς ὢν ἀθῷος ἔσεσθαι,

Ιωβ. 12,5                   Και επί πλέον εις ωρισμένον και συμφωνημένον από άλλους διώκτας του χρόνον, έχει ετοιμασθή δια να πέση, να κυριευθούν δε και ληστευθούν οι οίκοι του και η περιουσία του από τους παρανόμους. Αλλά κανείς, εφ' όσον είναι πονηρός, ας μη τρέφη την πεπλανημένην πεποίθησιν, ότι θα παραμείνη ατιμώρητος, ως εάν ήτο αθώος.

Ιωβ. 12,6           ὅσοι παροργίζουσι τὸν Κύριον, ὡς οὐχὶ καὶ ἔτασις αὐτῶν ἔσται.

Ιωβ. 12,6                  Οσοι παροργίζουν μέ τας αμαρτίας των τον Κυριον και πιστεύουν ότι δεν θα γίνη δι' αυτούς ανάκρισις και δεν θα επιβληθή τιμωρία, πλανώνται.

Ιωβ. 12,7           ἀλλὰ δὴ ἐρώτησον τετράποδα ἐάν σοι εἴπωσι, πετεινὰ δὲ οὐρανοῦ ἐάν σοι ἀπαγγείλωσιν·

Ιωβ. 12,7                   Σχετικώς όμως με την πανσοφίαν και παντοδυναμίαν του Θεού, ερώτησε λοιπόν, ω Σωφάρ, τα τετράποδα και ασφαλώς θα σου είπουν. Ερώτησε τα πτηνά του ουρανού και εκείνα θα σου απαντήσουν.

Ιωβ. 12,8           ἐκδιήγησαι γῇ, ἐάν σοι φράσῃ, καὶ ἐξηγήσονταί σοι οἱ ἰχθύες τῆς θαλάσσης.

Ιωβ. 12,8                  Ερώτησε και αυτήν την αναίσθητον γην, θα σου απαντήση, όπως και οι ιχθύες της θαλάσσης θα σου διηγηθούν τα μεγαλεία του Θεού.

Ιωβ. 12,9           τίς οὖν οὐκ ἔγνω ἐν πᾶσι τούτοις ὅτι χεὶρ Κυρίου ἐποίησε ταῦτα;

Ιωβ. 12,9                  Ποιός λοιπόν άνθρωπος δεν γνωρίζει περί όλων αυτών, ότι η παντοδύναμος δεξιά του Κυρίου εδημιούργησεν όλα αυτά;

Ιωβ. 12,10         εἰ μὴ ἐν χειρὶ αὐτοῦ ψυχὴ πάντων ζώντων καὶ πνεῦμα παντὸς ἀνθρώπου;

Ιωβ. 12,10                 Ερωτήσατε, δια να μάθετε, εάν δεν είναι εις την παντοδύναμον δεξιάν του Θεού η ζωή και η ύπαρξις όλων αυτών και η πνοή του κάθε ανθρώπου;

Ιωβ. 12,11         οὖς μὲν γὰρ ῥήματα διακρίνει, λάρυγξ δὲ σῖτα γεύεται.

Ιωβ. 12,11                 Το μεν αυτί μόνον ακούει και ξεχωρίζει τους λόγους των άλλων, ο λάρυγξ μόνον δοκιμάζει την γεύσιν των φαγητών.

Ιωβ. 12,12         ἐν πολλῷ χρόνῳ σοφία, ἐν δὲ πολλῷ βίῳ ἐπιστήμη.

Ιωβ. 12,12                 Η σοφία όμως δια μακρού χρόνου αποκτάται και η επιστήμη με την πείραν πολλών ετών ζωής γίνεται κτήμα.

Ιωβ. 12,13         παρ᾿ αὐτῷ σοφία καὶ δύναμις, αὐτῷ βουλὴ καὶ σύνεσις.

Ιωβ. 12,13                 Εις τον Θεόν όμως υπάρχει η απόλυτος σοφία και δύναμις. Εις αυτόν υπάρχει η πλήρης και τελεία σύνεσις.

Ιωβ. 12,14         ἐὰν καταβάλῃ, τίς οἰκοδομήσει; ἐὰν κλείσῃ κατ᾿ ἀνθρώπων, τίς ἀνοίξει;

Ιωβ. 12,14                 Εάν ο Κυριος κατακρημνίση εις ερείπια, ποιός θα ημπορέση ανθιστάμενος εις την δύναμίν του να ανοικοδομήσ; Εάν κλείση την θύραν εναντίον των ανθρώπων, ποίος θα έχη την δύναμιν να την ανοίξη;

Ιωβ. 12,15         ἐὰν κωλύσῃ τὸ ὕδωρ, ξηρανεῖ τὴν γῆν· ἐὰν δὲ ἐπαφῇ, ἀπώλεσεν αὐτὴν καταστρέψας.

Ιωβ. 12,15                 Εάν εμποδίση το νερό και την βροχήν να πέσουν από τον ουρανόν, θα αποξηράνη την γην. Εάν δε αφήση ελεύθερα και αδέσμευτα τα ύδατα του ουρανού να πέσουν εις την γην, θα την καταστρέψη και θα την καταποντίση.

Ιωβ. 12,16         παρ᾿ αὐτῷ κράτος καὶ ἰσχύς, αὐτῷ ἐπιστήμη καὶ σύνεσις.

Ιωβ. 12,16                 Πλησίον του, αχώριστα από αυτόν και ιδικά του, είναι η απόλυτος εξουσία και δύναμις. Εις αυτόν υπάρχει η τελεία γνώσις και η πλήρης σύνεσις και σοφία.

Ιωβ. 12,17         διάγων βουλευτὰς αἰχμαλώτους, κριτὰς δὲ γῆς ἐξέστησε.

Ιωβ. 12,17                 Αυτός παίρνει ως αιχμαλώτους τους κυβερνήτας και τους συμβούλους των λαών και τους απομακρύνει εξευτελισμένους. Αυτός τους δικαστάς και κυβερνήτας της γης συγχύζει και μωραίνει.

Ιωβ. 12,18         καθιζάνων βασιλεῖς ἐπὶ θρόνους καὶ περιέδησε ζώνῃ ὀσφύας αὐτῶν.

Ιωβ. 12,18                 Αυτός καθίζει επί θρόνου βασιλείς και αυτός δένει την μέσην των με δεσμά δουλείας.

Ιωβ. 12,19         ἐξαποστέλλων ἱερεῖς αἰχμαλώτους, δυνάστας δὲ γῆς κατέστρεψε.

Ιωβ. 12,19                 Αυτός εξαποστέλλει ιερείς αιχμαλώτους, εκμηδενίζει δε και καταστρέφει τους ισχυρούς της γης.

Ιωβ. 12,20         διαλλάσσων χείλη πιστῶν, σύνεσιν δὲ πρεσβυτέρων ἔγνω.

Ιωβ. 12,20                Αυτός μεταβάλλει προς το καλύτερον τα χείλη και την ρητορείαν των ανθρώπων, που πιστεύουν εις την δύναμίν του. Αυτός έδωκε σύνεσιν στους πρεσβυτέρους.

Ιωβ. 12,21         ἐκχέων ἀτιμίαν ἐπ᾿ ἄρχοντας, ταπεινοὺς δὲ ἰάσατο.

Ιωβ. 12,21                 Αυτός χύνει καταισχύνην και εξευτελισμόν εις τας κεφαλάς των αναξίων αρχόντων, τους δε ταπεινούς θεραπεύει από τα παθήματά των.

Ιωβ. 12,22         ἀνακαλύπτων βαθέα ἐκ σκότους, ἐξήγαγε δὲ εἰς φῶς σκιὰν θανάτου.

Ιωβ. 12,22                Αυτός αποκαλύπτει και φέρει στο φως τα κρυμμένα βαθειά στο σκοτάδι. Βγάζει δε εις φως και κάνει φανερά αυτά, που σκεπάζονται στο σκότος του θανάτου.

Ιωβ. 12,23         πλανῶν ἔθνη καὶ ἀπολλύων αὐτά, καταστρωνύων ἔθνη καὶ καθοδηγῶν αὐτά.

Ιωβ. 12,23                Παραχωρεί να πλανώνται αμαρτωλά έθνη και να καταστρέφωνται. Καταστρώνει δέ, αναδεικνύει και οδηγεί εις ακμήν και δόξαν άλλα έθνη.

Ιωβ. 12,24         διαλλάσσων καρδίας ἀρχόντων γῆς, ἐπλάνησε δὲ αὐτοὺς ἐν ὁδῷ, ᾗ οὐκ ᾔδεισαν.

Ιωβ. 12,24                Παραχωρεί να μεταβάλλωνται αι καρδίαι και αι διάνοιαι των αρχόντων της γης, επιτρέπει δε να παραπλανηθούν εις δρόμον, τον οποίον δεν έχουν γνωρίσει.

Ιωβ. 12,25         ψηλαφήσαισαν σκότος καὶ μὴ φῶς, πλανηθείησαν δὲ ὥσπερ ὁ μεθύων.

Ιωβ. 12,25                Θα προχωρούν ψηλαφητά στο σκοτάδι και οχι στο φως. Θα περιπλανώνται και θα παραπατούν, όπως ο μεθυσμένος.

 

 

ΙΩΒ 13

 

Ιωβ. 13,1           Ἰδοὺ ταῦτα ἑώρακέ μου ὁ ὀφθαλμὸς καὶ ἀκήκοέ μου τὸ οὖς·

Ιωβ. 13,1                   Αυτά, δια τα οποία εκ'Αματε λόγον τα είδαν και τα ιδικά μου μάτια. Τα έχουν ακούσει και τα ιδικά μου αυτιά.

Ιωβ. 13,2           καὶ οἶδα ὅσα καὶ ὑμεῖς ἐπίστασθε, καὶ οὐκ ἀσυνετώτερός εἰμι ὑμῶν.

Ιωβ. 13,2                   Γνωρίζω και εγώ όσα και σεις γνωρίζετε, και δεν είμαι κατώτερος από σας ως προς την σύνεσιν και την γνώσιν.

Ιωβ. 13,3           οὐ μὴν δὲ ἀλλ᾿ ἐγὼ πρὸς Κύριον λαλήσω, ἐλέγξω δὲ ἐναντίον αὐτοῦ ἐὰν βούληται.

Ιωβ. 13,3                   Εγώ όμως θέλω να ομιλήσω προς τον Κυριον, να εξετάσω και να συζητήσω ενώπιον του, εάν θέλη, δι' αυτά τα οποία είπατε.

Ιωβ. 13,4           ὑμεῖς δέ ἐστε ἰατροὶ ἄδικοι καὶ ἰαταὶ κακῶν πάντες.

Ιωβ. 13,4                   Σεις είσθε ιατροί ακατάρτιστοι και άδικοι και η προσφερομένη από όλους σας θεραπεία των κακών είναι ματαία και ατυχής.

Ιωβ. 13,5           εἴη δὲ ὑμῖν κωφεῦσαι, καὶ ἀποβήσεται ὑμῖν εἰς σοφίαν.

Ιωβ. 13,5                   Είθε να εκρατούσατε το στόμα σας κλειστόν, ωσάν τον άνθρωπόν που δεν ακούει. Αυτή η σιωπή σας θα απέβαινε και θα εθεωρείτο σοφία προς τιμήν σας.

Ιωβ. 13,6           ἀκούσατε ἔλεγχον τοῦ στόματός μου, κρίσιν δὲ χειλέων μου προσέχετε.

Ιωβ. 13,6                   Ακούσατε, λοιπόν, από το στόμα μου έλεγχον και επιτίμησιν. Προσέχετε εις την κρίσιν, η οποία εξέρχεται από τα χείλη μου.

Ιωβ. 13,7           πότερον οὐκ ἔναντι Κυρίου λαλεῖτε, ἔναντι δὲ αὐτοῦ φθέγγεσθε δόλον;

Ιωβ. 13,7                   Τι λοιπόν; Εμπρός στον Θεόν δεν ομιλείτε; Εμπρός στον Κυριον τολμάτε να εκφράζετε δολιότητας και υποκρισίας;

Ιωβ. 13,8           ἦ ὑποστελεῖσθε; ὑμεῖς δὲ αὐτοὶ κριταὶ γίνεσθε.

Ιωβ. 13,8                   Αλήθεια, δεν συστέλλεσθε; Δεν φοβείσθε; Τι λέγω; Γινεσθε σεις οι ίδιοι κριταί και παραμερίζετε τον Θεόν;

Ιωβ. 13,9           καλόν γε, ἐὰν ἐξιχνιάσῃ ὑμᾶς· εἰ γὰρ τὰ πάντα ποιοῦντες προστεθήσεσθε αὐτῷ,

Ιωβ. 13,9                   Καλόν βέβαια και συμφέρον θα είναι δια σας, εάν ο Θεός σας εξετάση και εξερευνήση. Και αν ακόμη σεις πράττετε τα πάντα, δια να τεθήτε κοντά εις αυτόν,

Ιωβ. 13,10         οὐθὲν ἧττον ἐλέγξει ὑμᾶς· εἰ δὲ καὶ κρυφῇ πρόσωπα θαυμάσεσθε,

Ιωβ. 13,10                 ουχ ήττον ο Θεός θα σας ελέγξη και θα σας τιμωρήση, εάν από απόκρυφα και μυστικά ελατήρια προσωποληπτήτε υπέρ προσώπων.

Ιωβ. 13,11         πότερον οὐχὶ δεινὰ αὐτοῦ στροβήσει ὑμᾶς, φόβος δὲ παρ᾿ αὐτοῦ ἐπιπεσεῖται ὑμῖν;

Ιωβ. 13,11                  Λοιπόν, αι δίκαιαι τιμωρίαι πάρα του Θεού δεν θα σας περιτυλίξουν και στριφογυρίσουν και ο φόβος και τρόμος από αυτόν δεν θα επιπέση βαρύς επάνω σας;

Ιωβ. 13,12         ἀποβήσεται δὲ ὑμῶν τὸ γαυρίαμα ἴσα σποδῷ, τὸ δὲ σῶμα πήλινον.

Ιωβ. 13,12                 Η αλαζονεία και η δόξα σας θα καταντήσουν ωσάν την στάκτην. Γνωρίζετε δε ότι το σώμα σας είναι από πηλόν, όπως και του κάθε ανθρώπου.

Ιωβ. 13,13         κωφεύσατε, ἵνα λαλήσω καὶ ἀναπαύσωμαι θυμοῦ

Ιωβ. 13,13                 Τωρα, λοιπόν, σιωπήσατε. Μείνατε ωσάν κωφοί, δια να ομιλήσω εγώ προς σας και να ανακουφισθώ από τον θυμόν, ο οποίας με κατέχει.

Ιωβ. 13,14         ἀναλαβὼν τὰς σάρκας μου τοῖς ὀδοῦσι, ψυχὴν δέ μου θήσω ἐν χειρί.

Ιωβ. 13,14                 Θα σφίξω με τα δόντια μου το σώμα μου, την δε ζωήν μου θα την θέσω και θα την κρατήσω στο χέρι μου.

Ιωβ. 13,15         ἐάν με χειρώσηται ὁ δυνάστης, ἐπεὶ καὶ ἦρκται, ἦ μὴν λαλήσω καὶ ἐλέγξω ἐναντίον αὐτοῦ·

Ιωβ. 13,15                 Εάν πρόκειται να με συλλάβη και να με θανατώση ο παντοδύναμος Κυριος, διότι ήδη έχει αρχίσει να με ταλαιπωρή με τας θλίψεις, σας βεβαιώ ότι εγώ θα όμιλήσω. Θα υπερασπισώ την αθωότητά μου ενώπιον αυτού.

Ιωβ. 13,16         καὶ τοῦτό μοι ἀποβήσεται εἰς σωτηρίαν, οὐ γὰρ ἐναντίον αὐτοῦ δόλος εἰσελεύσεται.

Ιωβ. 13,16                 Η παρρησία μου αυτή θα αποβή εις ωφέλειαν και σωτηρίαν μου, διότι ενώπιον του Κυρίου δεν ημπορεί να εισχωρήση και να σταθή η δολιότης.

Ιωβ. 13,17         ἀκούσατε ἀκούσατε τὰ ῥήματά μου, ἀναγγελῶ γὰρ ὑμῶν ἀκουόντων.

Ιωβ. 13,17                 Ακούσατε, ακούσατε τα λόγια μου, διότι θα ομιλήσω και θα τα αναγγείλω προς σας, εφ' όσον φυσικά σεις θα θελήσετε να με ακούσετε.

Ιωβ. 13,18         ἰδοὺ ἐγὼ ἐγγύς εἰμι τοῦ κρίματός μου, οἶδα ἐγὼ ὅτι δίκαιος ἀναφανοῦμαι·

Ιωβ. 13,18                 Ιδού εγώ ευρίσκομαι πλησίον της δικαίας κρίσεως και αποφάσεως, που θα εκδοθή δι' εμέ. Γνωρίζω δε καλά και έχω την πεποίθησιν, ότι θα φανώ και θα αποδειχθώ δίκαιος.

Ιωβ. 13,19         τίς γάρ ἐστιν ὁ κριθησόμενός μοι, ὅτι νῦν κωφεύσω καὶ ἐκλείψω;

Ιωβ. 13,19                 Διότι ποιός είναι εκείνος, ο οποίος θα με κρίνη και θα με κατακρίνη; Εάν παρουσιάση βασίμους κατηγορίας, εγώ θα μείνω ωσάν κωφός και θα δεχθώ ως τιμωρίαν τον εξαφανισμόν.

Ιωβ. 13,20         δυοῖν δέ μοι χρήσῃ· τότε ἀπὸ τοῦ προσώπου σου οὐ κρυβήσομαι.

Ιωβ. 13,20                Δυο όμως πράγματα παρακαλώ να μου παραχωρήσης, Κυριε, και τότε εγώ δεν θα αποκρυβώ από το πρόσωπόν σου, αλλά θα ομιλήσω άφοβα.

Ιωβ. 13,21         τὴν χεῖρα ἀπ᾿ ἐμοῦ ἀπέχου, καὶ ὁ φόβος σου μή με καταπλησσέτω.

Ιωβ. 13,21                 Απομάκρυνε από εμέ την τιμωρόν χείρα σου και ας μη με κατατρομάζη ο φόβος, τον οποίον εμπνέει η παρουσία σου.

Ιωβ. 13,22         εἶτα καλέσεις, ἐγὼ δέ σοι ὑπακούσομαι· ἢ λαλήσεις, ἐγὼ δέ σοι δώσω ἀνταπόκρισιν.

Ιωβ. 13,22                Επειτα θα με καλέσης, εγώ δε θα σε ακούσω με ευλάβειαν, η θα μου ομιλήσης, εγώ δε θα σου δώσω απάντησιν εις ο,τι θα με ερωτήσης.

Ιωβ. 13,23         πόσαι εἰσὶν αἱ ἁμαρτίαι μου καὶ ἀνομίαι μου; δίδαξόν με τίνες εἰσί.

Ιωβ. 13,23                Και πρώτα από όλα ερωτώ, Κυριε· πόσαι και ποίαι είναι αι αμαρτίαι μου και αι παραβάσστου νόμου σου, εις τας οποίας έχω υποπέσει; Διδαξέ με ποιές είναι αυτές.

Ιωβ. 13,24         διατί ἀπ᾿ ἐμοῦ κρύπτῃ, ἥγησαι δέ με ὑπεναντίον σοι;

Ιωβ. 13,24                Διατί, Κυριε, κρύβεσαι από εμέ; Μηπως νομίζεις ότι είμαι εχθρός σου;

Ιωβ. 13,25         ἦ ὡς φύλλον κινούμενον ὑπὸ ἀνέμου εὐλαβηθήσῃ ἢ ὡς χόρτῳ φερομένῳ ὑπὸ πνεύματος ἀντίκεισαί μοι;

Ιωβ. 13,25                Η δεν θα θελήσης να προφύλαξης εμέ, που ομοιάζω προς φύλλον, το οποίον κινείται εδώ και εκεί από τον άνεμον; Η είσαι δυσμενώς διατεθειμένος απέναντι εμού, ο οποίος ομοιάζω με ξηρό χορτάρι, που το σηκώνει και το παρασύρει ο άνεμος;

Ιωβ. 13,26         ὅτι κατέγραψας κατ᾿ ἐμοῦ κακά, περιέθηκας δέ μοι νεότητος ἁμαρτίας,

Ιωβ. 13,26                Εγραψες και εξέδωσες εναντίον μου βαρείας και οδυνηράς δι' εμέ αποφάσεις. Διότι μου κατελόγισες αμαρτίας νεότητός μου.

Ιωβ. 13,27         ἔθου δέ μου τὸν πόδα ἐν κωλύματι, ἐφύλαξας δέ μου πάντα τὰ ἔργα, εἰς δὲ ῥίζας τῶν ποδῶν μου ἀφίκου·

Ιωβ. 13,27                Εθεσες ακίνητα τα πόδια μου εις βασανιστικά δεσμά. Κατέγραψες δε λεπτομερώς όλα μου τα έργα, δια να μου ζητήσης λόγον. Εφθασες έως και εις αυτά τα πρώτα βήματα της ζωής και συμπεριφοράς μου.

Ιωβ. 13,28         ὃ παλαιοῦται ἴσα ἀσκῷ ἢ ὥσπερ ἱμάτιον σητόβρωτον.

Ιωβ. 13,28                Το σώμα μου έχει στεγνώσει και παληώσει, όπως το ασκί. Εχει καταστραφή σαν το ένδυμα, που το κατέφαγεν ο σκόρος.

 

 

ΙΩΒ 14

 

Ιωβ. 14,1           Βροτὸς γὰρ γεννητὸς γυναικὸς ὀλιγόβιος καὶ πλήρης ὀργῆς

Ιωβ. 14,1                   Καθε θνητός, που γεννάται από γυναίκα, ζη ολίγα χρόνια γεμάτα από ταραχήν και βάσανον.

Ιωβ. 14,2           ἢ ὥσπερ ἄνθος ἀνθῆσαν ἐξέπεσεν, ἀπέδρα δὲ ὥσπερ σκιὰ καὶ οὐ μὴ στῇ.

Ιωβ. 14,2                  Ομοιάζει με φυτόν, το οποίον ήνθησε και έπεσε κατόπιν μαραμμένον. Φεύγει γρήγορα, χωρίς να το καταλάβη, ωσάν σκια που χάνεται και δεν θα ημπορέση να σταθή.

Ιωβ. 14,3           οὐχὶ καὶ τούτου λόγον ἐποιήσω καὶ τοῦτον ἐποίησας εἰσελθεῖν ἐν κρίματι ἐνώπιόν σου;

Ιωβ. 14,3                   Και συ, Κυριε, ο απειροτέλειος Θεός, ασχολείσαι με το μηδαμινόν αυτό ον, και μάλιστα συγκαταβαίνεις να έλθη εις αντιδικίαν μαζή σου και να δικασθή ενώπιόν σου;

Ιωβ. 14,4           τίς γὰρ καθαρὸς ἔσται ἀπὸ ῥύπου; ἀλλ᾿ οὐθείς,

Ιωβ. 14,4                  Αλλά ποίος είναι καθαρός από ηθικούς ρύπους; Κανείς,

Ιωβ. 14,5           ἐὰν καὶ μία ἡμέρα ὁ βίος αὐτοῦ ἐπὶ τῆς γῆς, ἀριθμητοὶ δὲ μῆνες αὐτοῦ παρ᾿ αὐτοῦ· εἰς χρόνον ἔθου, καὶ οὐ μὴ ὑπερβῇ.

Ιωβ. 14,5                   έστω και αν μία ημέρα είναι η διάρκεια της ζωής του επί της γης. Μετρημένοι είναι οι μήνες της ζωής του πάρα Κυρίου. Τον έθεσες να ζήση ωρισμένον χρόνον και δεν θα ημπορέση να τον υπερβή.

Ιωβ. 14,6           ἀπόστα ἀπ᾿ αὐτοῦ, ἵνα ἡσυχάσῃ καὶ εὐδοκήσῃ τὸν βίον ὥσπερ ὁ μισθωτός.

Ιωβ. 14,6                  Απομάκρυνε από αυτόν την οργήν σου, Κυριε, δια να ζήση ήσυχος και να απολαύσ την ζωήν το, όπως ο μισθωτός εργάτης, ο οποίος μετά τον κόπον της ημέρας αναπαύεται στο σπίτι του.

Ιωβ. 14,7           ἔστι γὰρ δένδρῳ ἐλπίς· ἐὰν γὰρ ἐκκοπῇ, ἔτι ἐπανθήσει, καὶ ὁ ῥάδαμνος αὐτοῦ οὐ μὴ ἐκλίπῃ·

Ιωβ. 14,7                   Εις κάθε δένδρον υπάρχει η ελπίς και η δυνατότης να αναβλαστήση, διότι εάν κοπή δύναται και πάλιν να βλαστήση και ο βλαστός του να μη λείψη εντελώς.

Ιωβ. 14,8           ἐὰν γὰρ γηράσῃ ἐν γῇ ἡ ῥίζα αὐτοῦ, ἐν δὲ πέτρᾳ τελευτήσῃ τὸ στέλεχος αὐτοῦ,

Ιωβ. 14,8                  Διότι, εάν γηράση η ρίζα του μέσα εις την γην, και φανή ξηρός ο κορμός του στο βραχώδες έδαφός του,

Ιωβ. 14,9           ἀπὸ ὀσμῆς ὕδατος ἀνθήσει, ποιήσει δὲ θερισμὸν ὥσπερ νεόφυτον.

Ιωβ. 14,9                  πάλιν στο κάτω μέρος του γηρασμένου στελέχους του ολίγη υγρασία ημπορεί να το κάμη να αναβλαστήση, να ανθίση, να δώση καρπόν προς συγκομιδήν ωσάν νεαρόν φυτόν.

Ιωβ. 14,10         ἀνὴρ δὲ τελευτήσας ᾤχετο, πεσὼν δὲ βροτὸς οὐκέτι ἐστί·

Ιωβ. 14,10                 Ο άνθρωπος όμως, που απέθανεν, έφυγε πλέον οριστικώς και δεν γυρίζει πάλιν. Οταν ο θνητός πέση νεκρός, εκλίπει οριστικώς ανάμεσα από τους ζωντανούς.

Ιωβ. 14,11         χρόνῳ γὰρ σπανίζεται θάλασσα, ποταμὸς δὲ ἐρημωθεὶς ἐξηράνθη·

Ιωβ. 14,11                 Με την πάροδον του χρόνου ολόκληρος λίμνη εξατμίζεται και εξαφανίζεται. Και ποταμός, του οποίου εστείρευσαν τα νερά, ξηραίνεται, γίνεται έρημος.

Ιωβ. 14,12         ἄνθρωπος δὲ κοιμηθεὶς οὐ μὴ ἀναστῇ, ἕως ἂν ὁ οὐρανὸς οὐ μὴ συῤῥαφῇ· καὶ οὐκ ἐξυπνισθήσονται ἐξ ὕπνου αὐτῶν.

Ιωβ. 14,12                 Ετσι και ο άνθρωπος, που κοιμάται τον ύπνον του θανάτου, δεν θα εξυπνήση. Εως ότου θα υπάρχη ο ουρανός, δεν θα συναρμολογηθούν και πάλιν τα μέλη του. Δεν θα εξυπνήσουν οι νεκροί από τον ύπνον του θανάτου των.

Ιωβ. 14,13         εἰ γὰρ ὄφελον ἐν ᾅδῃ με ἐφύλαξας, ἔκρυψας δέ με ἕως ἂν παύσηταί σου ἡ ὀργὴ καὶ τάξῃ μοι χρόνον, ἐν ᾧ μνείαν μου ποιήσῃ·

Ιωβ. 14,13                 Είθε να με εκρατούσες φυλακισμένον στον άδην, να με έκρυπτες εκεί, έως ότου κατευνασθή η οργή σου· και να μου ορίσης χρόνον, κατά τον οποίον θα ευδοκήσης να με ενθυμηθής.

Ιωβ. 14,14         ἐὰν γὰρ ἀποθάνῃ ἄνθρωπος, ζήσεται συντελέσας ἡμέρας τοῦ βίου αὐτοῦ· ὑπομενῶ ἕως ἂν πάλιν γένωμαι.

Ιωβ. 14,14                 Διότι, όταν ο άνθρωπος αποθάνη, θα έχει πλέον συμπληρώσει τας ημέρας της ζωής του. Θα περιμένω, λοιπόν, εγώ με υπομονήν να ζήσω και πάλιν, αφού θα έχω αποθάνει.

Ιωβ. 14,15         εἶτα καλέσεις, ἐγὼ δέ σοι ὑπακούσομαι, τὰ δὲ ἔργα τῶν χειρῶν σου μὴ ἀποποιοῦ.

Ιωβ. 14,15                 Εάν συ με καλέσης εις την ζωήν, εγώ μετά χαράς θα σε υπακούσω. Τα έργα των χειρών σου, τα πλάσματά σου μη τα απαρνήσαι, Κυριε.

Ιωβ. 14,16         ἠρίθμησας δέ μου τὰ ἐπιτηδεύματα, καὶ οὐ μὴ παρέλθῃ σε οὐδὲν τῶν ἁμαρτιῶν μου·

Ιωβ. 14,16                 Ηρίθμησες και ελεπτολόγησες όλα τα έργα της ζωής μου, Κυριε, και κανένα από τα αμαρτήματά μου δεν παρέβλεψες.

Ιωβ. 14,17         ἐσφράγισας δέ μου τὰς ἀνομίας ἐν βαλλαντίῳ, ἐπεσημήνω δέ, εἴ τι ἄκρων παρέβην.

Ιωβ. 14,17                 Εκλεισες και εσφράγισες τας αμαρτίας μου, όπως ασφαλίζουν τα χρήματά των στο βαλάντιον οι πλούσιοι. Επεσήμανες ακόμη, ώστε να διακρίνεται καλά, εάν και κάτι, χωρίς να το θέλω, έχω παραβή.

Ιωβ. 14,18         καὶ πλὴν ὄρος πῖπτον διαπεσεῖται, καὶ πέτρα παλαιωθήσεται ἐκ τοῦ τόπου αὐτῆς.

Ιωβ. 14,18                 Και το όρος ακόμη κάποτε οπωσδήποτε θα πέση και ο βράχος θα γηράση και θα παραμερίση από την θέσιν του.

Ιωβ. 14,19         λίθους ἐλέαναν ὕδατα, καὶ κατέκλυσεν ὕδατα ὕπτια τοῦ χώματος τῆς γῆς· καὶ ὑπομονὴν ἀνθρώπου ἀπώλεσας.

Ιωβ. 14,19                 Εκαμαν λείους τους σκληρούς λίθους τα ύδατα, τα οποία περνούν επάνω των. Και τα νερά παρασύρουν τα υψώματα των χωμάτων καθώς απλώνονται επάνω και κατακλύζουν την πεδιάδα. Ετσι και συ, εν τη παντοδυναμία σου, εξαντλείς και αφανίζεις την υπομονήν του ανθρώπου.

Ιωβ. 14,20         ὦσας αὐτὸν εἰς τέλος, καὶ ᾤχετο· ἐπέστησας αὐτῷ τὸ πρόσωπον, καὶ ἐξαπέστειλας·

Ιωβ. 14,20                Τον έσπρωξες, δια να καταστραφή εντελώς. Απέθανε και έφυγε. Εστρεψες και εστήριξες απειλητικόν επάνω του το πρόσωπόν σου και τον έστειλες μακράν από την παρούσαν ζωήν.

Ιωβ. 14,21         πολλῶν δὲ γενομένων τῶν υἱῶν αὐτοῦ, οὐκ οἶδεν, ἐὰν δὲ ὀλίγοι γένωνται, οὐκ ἐπίσταται·

Ιωβ. 14,21                 Εάν οι απόγονοί του πληθυνθούν, δεν το μανθάνει· και εάν πάλιν μείνουν ολίγοι, δεν το γνωρίζει, αφού θα έχη αποθάνει.

Ιωβ. 14,22         ἀλλ᾿ ἢ αἱ σάρκες αὐτοῦ ἤλγησαν, ἡ δὲ ψυχὴ αὐτοῦ ἐπένθησεν.

Ιωβ. 14,22                Το μόνον, που αισθάνεται και γνωρίζει, είναι ότι αι σάρκες του πονούν κατά τας τελευταίας εκείνας ώρας. Η δε ψυχή του πλημμυρίζει από πένθος.

 

 

ΙΩΒ 15

 

Ιωβ. 15,1           Ὑπολαβὼν δὲ Ἐλιφὰζ ὁ Θαιμανίτης λέγει·

Ιωβ. 15,1                   Ελαβε τον λόγον ο Ελιφάζ ο θαιμανίτης και είπε·

Ιωβ. 15,2           πότερον σοφὸς ἀπόκρισιν δώσει συνέσεως πνεῦμα καὶ ἐνέπλησε πόνον γαστρὸς

Ιωβ. 15,2                   “λοιπόν, και ο σοφός άνθρωπος θα δώση κενήν και αερώδη απάντησιν, διότι έχει γεμίσει την καρδίαν του με παράπονα,

Ιωβ. 15,3           ἐλέγχων ἐν ῥήμασιν, οἷς οὐ δεῖ, καὶ ἐν λόγοις, οἷς οὐδὲν ὄφελος;

Ιωβ. 15,3                   ώστε να εκφράζεται με λόγια, τα οποία δεν έπρεπε ποτέ να χρησιμοποιή και εις τα οποία καμμία δεν υπάρχει ωφέλεια;

Ιωβ. 15,4           οὐ καὶ σὺ ἀπεποιήσω φόβον, συνετελέσω δὲ ῥήματα τοιαῦτα ἔναντι τοῦ Κυρίου;

Ιωβ. 15,4                   Και συ, λοιπόν, απεμάκρυνες από την καρδίαν σου τον φόβον του Θεού και εξεστόμισες αυτά τα λόγια ενώπιον του Κυρίου;

Ιωβ. 15,5           ἔνοχος εἶ ῥήμασι στόματός σου, οὐδὲ διέκρινας ῥήματα δυναστῶν.

Ιωβ. 15,5                   Είσαι ένοχος ενώπιον του Κυρίου δια τα λόγια, που διέφυγον από το στόμα σου, και δεν κατώρθωσες να διακρίνης, ότι τα λόγια αυτά είναι αλαζονικών και επηρμένων ανθρώπων, οι οποίοι ούτε τον Θεόν φοβούνται ούτε τους ανθρώπους εντρέπονται.

Ιωβ. 15,6           ἐλέγξαι σε τὸ σὸν στόμα καὶ μὴ ἐγώ, τὰ δὲ χείλη σου καταμαρτυρήσουσί σου·

Ιωβ. 15,6                   Τα ίδιά σου τα λόγια θα σε καταδικάσουν και όχι εγώ. Τα χείλη σου είναι μάρτυρες κατηγορίας εναντίον σου.

Ιωβ. 15,7           τί γάρ; μὴ πρῶτος ἀνθρώπων ἐγεννήθης; ἢ πρὸ θινῶν ἐπάγης;

Ιωβ. 15,7                   Τι λοιπόν; Μηπως συ εγεννήθης πρώτος από όλους τους ανθρώπους και τα γνωρίζεις όλα; Η μήπως, τυχόν, και έχεις δημιουργηθή, πριν ακόμη γίνουν τα όρη και οι λόφοι επί της γης, αρχαιότερος και από αυτόν τον Αδάμ;

Ιωβ. 15,8           ἦ σύνταγμα Κυρίου ἀκήκοας, ἢ συμβούλῳ σοι ἐχρήσατο ὁ Θεός, εἰς δὲ σὲ ἀφίκετο σοφία;

Ιωβ. 15,8                   Η μήπως έχης ακούσει το άρρητον υπό του Θεού συντεταγμένον σχέδιον; Μηπως σε μετεχειρίσθη ο Θεός ως σύμδουλόν του; Εις σε δε επήλθε και επλημμύρισεν η σοφία, ώστε να θεωρής τον εαυτόν σου σοφώτερον από όλους τους άλλους;

Ιωβ. 15,9           τί γὰρ οἶδας, ὃ οὐκ οἴδαμεν; ἢ τί συνίεις σύ, ὃ οὐ καὶ ἡμεῖς;

Ιωβ. 15,9                   Οχι βέβαια. Διότι τι περισσότερον γνωρίζεις συ, το οποίον ημείς δεν γνωρίζομεν; Η τι καταλαβαίνεις συ, το οποίον δεν ημπορούμεν και ημείς να εννοήσωμεν;

Ιωβ. 15,10         καί γε πρεσβύτης καί γε παλαιὸς ἐν ἡμῖν, βαρύτερος τοῦ πατρός σου ἡμέραις.

Ιωβ. 15,10                 Ακόμη δε υπάρχει μεταξύ μας γέρων, παλαιός εις τα έτη και τας ημέρας, με βαρύτερον φορτίον ετών επί της ράχεώς του και από αυτόν τον πατέρα σου.

Ιωβ. 15,11         ὀλίγα ὧν ἡμάρτηκας μεμαστίγωσαι, μεγάλως ὑπερβαλλόντως λελάληκας.

Ιωβ. 15,11                  Εχεις μαστιγωθή και τιμωρηθή από τον Θεόν ολιγώτερον, από όσον έχεις αμαρτήσει ενώπιόν του. Μεγάλα και αυθάδη λόγια είπες και δεν συναισθάνεσαι το πλήθος των αμαρτιών σου.

Ιωβ. 15,12         τί ἐτόλμησεν ἡ καρδία σου, ἢ τί ὑπήνεγκαν οἱ ὀφθαλμοί σου;

Ιωβ. 15,12                 Τι ετόλμησεν η καρδία σου να εκστομιση ενώπιον του Θεού; Πως ετόλμησες και ύψωσες εγωιστϊκούς και αυθάδστους οφθαλμούς σου προς τον Θεόν;

Ιωβ. 15,13         ὅτι θυμὸν ἔῤῥηξας ἔναντι Κυρίου, ἐξήγαγες δὲ ἐκ στόματος ῥήματα τοιαῦτα.

Ιωβ. 15,13                 Διατί εξερράγης εις θυμόν ενώπιον του Κυρίου, έβγαλες δε από το στόμα σου λόγους τέτοιους απρεπείς κατά της δικαιοσύνης και αγαθότητος του Θεού;

Ιωβ. 15,14         τίς γὰρ ὢν βροτός, ὅτι ἔσται ἄμεμπτος, ἢ ὡς ἐσόμενος δίκαιος γεννητὸς γυναικός;

Ιωβ. 15,14                 Ημάρτησες βαρέως ενώπιον του Θεού, διότι ποιός άνθρωπος, ενώ είναι θνητός, ημπορεί να καυχηθή ότι θα είναι άμεμπτος και καθαρός; Ποιός που εγεννήθη από γυναίκα, ημπορεί να ισχυρισθή ότι είναι δίκαιος;

Ιωβ. 15,15         εἰ κατὰ ἁγίων οὐ πιστεύει, οὐρανὸς δὲ οὐ καθαρὸς ἐναντίον αὐτοῦ;

Ιωβ. 15,15                 Εάν ο Θεός δεν μένει απόλυτα ικανοποιημένος από την αρετήν αγίων αγγέλων και δεν τους εμπιστεύεται πλήρως, εάν ο ουρανός, όπου κατοικούν οι άγγελοι, δεν είναι πλήρως καθαρός εν συγκρίσει προς την άπειρον αγιότητα του Θεού,

Ιωβ. 15,16         ἔα δὲ ἐβδελυγμένος καὶ ἀκάθαρτος ἀνήρ, πίνων ἀδικίας ἴσα ποτῷ·

Ιωβ. 15,16                 πόσω μάλλον σιχαμερός και ακάθαρτος είναι ο άνθρωπος, ο οποίος ρουφά καθημερινώς την αμαρτίαν σαν το νερό;

Ιωβ. 15,17         ἀναγγελῶ δέ σοι, ἄκουέ μου· ἃ δὴ ἑώρακα, ἀναγγελῶ σοι,

Ιωβ. 15,17                 Θα σου διηγηθώ κάτι και άκουσέ με. Θα σου διηγηθώ εκείνα, τα οποία ήκουσα και είδα·

Ιωβ. 15,18         ἃ σοφοὶ ἐροῦσι καὶ οὐκ ἔκρυψαν πατέρες αὐτῶν·

Ιωβ. 15,18                 αυτά, τα οποία είπαν άνδρες σοφοί και τα οποία οι πατέρες των δεν τα απέκρυψαν από αυτούς, αλλά τους τα μετέδωσαν.

Ιωβ. 15,19         αὐτοῖς μόνοις ἐδόθη ἡ γῆ, καὶ οὐκ ἐπῆλθεν ἀλλογενὴς ἐπ᾿ αὐτούς.

Ιωβ. 15,19                 Είναι καθαροί και αμιγείς από ξένας επιδράσεις, διότι εις την χώραν, που εδόθη εις αυτούς προς κατοικίαν των, δεν εγκατεστάθη κανένας ξένος μεταξύ των.

Ιωβ. 15,20         πᾶς ὁ βίος ἀσεβοῦς ἐν φροντίδι, ἔτη δὲ ἀριθμητὰ δεδομένα δυνάστῃ,

Ιωβ. 15,20                Ολόκληρος η ζωή του ασεβούς εκδαπανάται και ευρίσκεται συνεχώς υπό το κράτος της αγωνίας και της φροντίδος. Και αυτού ακόμη του ισχυρού κατά το σώμα και κατά την θέσιν αριθμημένα είναι τα έτη.

Ιωβ. 15,21         ὁ δὲ φόβος αὐτοῦ ἐν ὠσὶν αὐτοῦ· ὅταν δοκῇ ἤδη εἰρηνεύειν, ἥξει αὐτοῦ ἡ καταστροφή.

Ιωβ. 15,21                 Ο φόβος, που τον συνέχει και τον κάμνει να αγωνιά, ευρίσκεται πάντοτε εις τα αυτιά του. Και όταν φαίνεται ότι έχεί πλέον ειρηνεύσει και ασφαλισθή, αιφνιδία θα εκσπάση εναντίον του η καταστροφή.

Ιωβ. 15,22         μὴ πιστευέτω ἀποστραφῆναι ἀπὸ σκότους· ἐντέταλται γὰρ ἤδη εἰς χεῖρας σιδήρου,

Ιωβ. 15,22                Ας μη απατά τον εαυτόν του πιστεύων ότι θα γυρίση κάποτε πίσω και θα αποφύγη το σκοτάδι της συμφοράς και οδύνης. Εχει εκδοθή εντολή και διαταγή από τον Θεόν να περιπέση εις την εξουσίαν σιδηράς μαχαίρας.

Ιωβ. 15,23         κατατέτακται δὲ εἰς σῖτα γυψίν· οἶδε δὲ ἐν ἑαυτῷ ὅτι μένει εἰς πτῶμα. ἡμέρα δὲ σκοτεινὴ αὐτὸν στροβήσει,

Ιωβ. 15,23                Εχει πλέον καταταχθή μεταξύ εκείνων, που έχουν ορισθή ως τροφή στους γύπας. Και ο ίδιος το γνωρίζει πλέον καλά και το φρονεί, ότι η κατάληξίς του θα είναι να γίνη πτώμα. Ημέρ μαύρη και σκοτεινή θα τον συνταράξη και θα τον στροβιλίση.

Ιωβ. 15,24         ἀνάγκη δὲ καὶ θλῖψις αὐτὸν καθέξει ὥσπερ στρατηγὸς πρωτοστάτης πίπτων.

Ιωβ. 15,24                Ανάγκη και θλίψις θα τον κυριεύση και θα πέση έξαφνα, όπως πίπτει ένας στρατηγός που πρωτοστατεί εις την μάχην και δεν ευρίσκει τρύπον διαφυγής.

Ιωβ. 15,25         ὅτι ἦρκε χεῖρας ἐναντίον τοῦ Κυρίου, ἔναντι δὲ Κυρίου παντοκράτορος ἐτραχηλίασεν,

Ιωβ. 15,25                Τούτο δέ, διότι εσήκωσε τα χέρια του εναντίον του Θεού, ύψωσε αυθάδη και αλαζονικόν τον τράχηλόν του εναντίον Κυρίου του παντοκράτορας.

Ιωβ. 15,26         ἔδραμε δὲ ἐναντίον αὐτοῦ ὕβρει ἐν πάχει νώτου ἀσπίδος αὐτοῦ,

Ιωβ. 15,26                Ετρεξεν ορμητικώς εναντίον του με υπερηφάνειαν και αλαζονείαν πιστεύων, ότι προφυλάσσεται και σκεπάζεται κάτω από την παχείαν και αδιαπέραστον ράχιν της ασπίδος του.

Ιωβ. 15,27         ὅτι ἐκάλυψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἐν στέατι αὐτοῦ καὶ ἐποίησε περιστόμιον ἐπὶ τῶν μηρίων.

Ιωβ. 15,27                Διότι ήλειψε και εσκέπασε το πρόσωπόν του από λίπος και έκαμε ασφαλιστικούς περιδέσμους γύρω από τους παχυνθέντας μηρούς του.

Ιωβ. 15,28         αὐλισθείη δὲ πόλεις ἐρήμους, εἰσέλθοι δὲ εἰς οἴκους ἀοικήτους· ἃ δὲ ἐκεῖνοι ἡτοίμασαν, ἄλλοι ἀποίσονται.

Ιωβ. 15,28                Θα καταντήση να έχη ως κατοικίαν του πόλεις ερειπωμένος και ερημωμένας. Θα εισελθη εις ακατοίκητα σπίτια. Οσα εκείνοι οι ασεβείς ητοίμασαν, άλλοι θα τα λεηλατήσουν και θα τα μετακομίσουν.

Ιωβ. 15,29         οὔτε μὴ πλουτισθῇ, οὔτε μὴ μείνῃ αὐτοῦ τὰ ὑπάρχοντα, οὐ μὴ βάλῃ ἐπὶ τὴν γῆν σκιὰν

Ιωβ. 15,29                Ούτε και θα αποκτήση πλούτη ο ασεβής. Εάν δε και αποκτήση πολλά αγαθά, δεν θα μείνουν μόνιμον κτήμα του, αλλά θα διασκορπισθούν. Θα είναι όμοιος με δένδρον, το οποίον πριν προλάβη να μεγαλώση και ρίψη σκιαν εις την γην, ξηραίνεται.

Ιωβ. 15,30         οὐδὲ μὴ ἐκφύγῃ τὸ σκότος. τὸν βλαστὸν αὐτοῦ μαράναι ἄνεμος, ἐκπέσοι δὲ αὐτοῦ τὸ ἄνθος.

Ιωβ. 15,30                Δεν θα διαφύγη τα σκοτάδια της δυστυχίας του· τον βλαστόν του θα τον μαράνη ο καυστικός άνεμος. Θα πέση το άνθος και δεν θα προφθάση να δέση εις καρπόν.

Ιωβ. 15,31         μὴ πιστευέτω ὅτι ὑπομενεῖ, κενὰ γὰρ ἀποβήσεται αὐτῷ·

Ιωβ. 15,31                 Ας μη έχη πεποίθησιν ο ασεβής ότι θα παραμείνη και θα υπερνικήση την δυστυχίαν. Διότι κάθε προσπάθειά του θα αποβή ματαία.

Ιωβ. 15,32         ἡ τομὴ αὐτοῦ πρὸ ὥρας φθαρήσεται, καὶ ὁ ῥάδαμνος αὐτοῦ οὐ μὴ πυκάσῃ·

Ιωβ. 15,32                Θα τον κόψη και θα τον αρπάση προ της ώρας ο θάνατος, θα καταστροφή και δεν θα επιζήση. Ο βλαστός του δεν θα προλάβη να κάμη πυκνά φύλλα και διακλαδώσεις.

Ιωβ. 15,33         τρυγηθείη δὲ ὡς ὄμφαξ πρὸ ὥρας, ἐκπέσοι δὲ ὡς ἄνθος ἐλαίας.

Ιωβ. 15,33                 Σαν το άγουρο σταφύλι θα τρυγηθή προ της ώρας του. Θα πέση, όπως πίπτει το άνθος της εληάς.

Ιωβ. 15,34         μαρτύριον γὰρ ἀσεβοῦς θάνατος, πῦρ δὲ καύσει οἴκους δωροδεκτῶν.

Ιωβ. 15,34                Ενας τέτοιος δε πρόωρος και οδυνηρός θάνατος θα είναι τρανή μαρτυρία, ότι αυτός υπήρξεν ασεβής. Φωτιά θα κάψη τα σπίτια εκείνων, που δέχονται δώρα, δια να αθωώσουν τον ένοχον και δικάσουν τον αθώον.

Ιωβ. 15,35         ἐν γαστρὶ δὲ λήψεται ὀδύνας, ἀποβήσεται δὲ ἑαυτῷ κενά, ἡ δὲ κοιλία αὐτοῦ ὑποίσει δόλον.

Ιωβ. 15,35                 Ενας τέτοιος ασεβής συλλαμβάνει εις την καρδίαν του οδυνηρά σχέδια εις βάρος των άλλων. Ολα όμως αυτά θα αποδειχθούν ανωφελή και μάταια δια τον εαυτόν του, η δε καρδία του θα βαστάζη δολιότητας και απάτας.

 

 

ΙΩΒ 16

 

Ιωβ. 16,1           Ὑπολαβὼν δὲ Ἰὼβ λέγει·

Ιωβ. 16,1                   Ελαβε τον λόγον ο Ιωβ και είπε·

Ιωβ. 16,2           ἀκήκοα τοιαῦτα πολλά, παρακλήτορες κακῶν πάντες.

Ιωβ. 16,2                  “πολλά σαν αυτά, που λέτε, έχω ακούσει έως τώρα. Ολοι σας είσθε κακοί παρηγορηταί.

Ιωβ. 16,3           τί γάρ; μὴ τάξις ἐστὶ ῥήμασι πνεύματος; ἢ τί παρενοχλήσει σοι, ὅτι ἀποκρίνῃ;

Ιωβ. 16,3                   Σας ερωτώ, μήπως υπάρχει καμμία τάξις η κανένας συνειρμός εις τα λόγια του αέρος; Η τι θα σε στενοχωρήση να αποκρίνεσαι έτσι, όπως τώρα ομιλείς;

Ιωβ. 16,4           κἀγὼ καθ᾿ ὑμᾶς λαλήσω, εἰ ὑπέκειτό γε ἡ ψυχὴ ὑμῶν ἀντὶ τῆς ἐμῆς· εἶτ᾿ ἐναλοῦμαι ὑμῖν ῥήμασι, κινήσω δὲ καθ᾿ ὑμῶν κεφαλήν·

Ιωβ. 16,4                  Και εγώ θα ημπορούσα να ομιλώ προς σας, εάν σεις ευρίσκεσθε εις την θέσιν μου και εγώ ευρισκόμην εις την θέσιν σας. Επειτα θα εφορμούσα εναντίον σας με τα λόγια και θα εκινούσα εμπαικτικώς την κεφαλήν μου εναντίον σας.

Ιωβ. 16,5           εἴη δὲ ἰσχὺς ἐν τῷ στόματί μου, κίνησιν δὲ χειλέων οὐ φείσομαι.

Ιωβ. 16,5                   Τοτε θα είχα μεγάλην δύναμιν στο στόμα μου, δεν θα ελυπόμουνα δε ούτε και θα περιώριζα τα λόγια των χειλέων μου.

Ιωβ. 16,6           ἐὰν γὰρ λαλήσω, οὐκ ἀλγήσω τὸ τραῦμα· ἐὰν δὲ καὶ σιωπήσω, τί ἔλαττον τρωθήσομαι;

Ιωβ. 16,6                  Διότι όταν ωμιλούσα, δεν θα επονούσαν αι πληγαί μου, τας οποίας δεν θα είχα. Εάν δε εσιωπούσα, από τι είχα να πληγωθώ και βλαβώ;

Ιωβ. 16,7           νῦν δὲ κατάκοπόν με πεποίηκε, μωρόν, σεσηπότα,

Ιωβ. 16,7                   Τωρα όμως ο Θεός με τας θλίψεις και τας δοκιμασίας του αυτάς με έχει κάμει καταβεβλημένον και αποκαρδιωμένον· μωρόν και με εξησθενημένας τας διανοητικάς μου δυνάμεις, άρρωστον και σάπιον.

Ιωβ. 16,8           καὶ ἐπελάβου μου, εἰς μαρτύριον ἐγενήθη· καὶ ἀνέστη ἐν ἐμοὶ τὸ ψεῦδός μου, κατὰ πρόσωπόν μου ἀνταπεκρίθη.

Ιωβ. 16,8                  Με επιασε εις τα χέρια του ο Θεός και τα παθήματά μου έγιναν καταδικαστική μαρτυρία εις βάρος μου. Εσηκώθη εναντίον μου με ψευδολογίας ο φίλος μου, με κατηγόρησε κατά πρόσωπον εντόνως.

Ιωβ. 16,9           ὀργῇ χρησάμενος κατέβαλέ με, ἔβρυξεν ἐπ᾿ ἐμὲ τοὺς ὀδόντας, βέλη πειρατῶν αὐτοῦ ἐπ᾿ ἐμοὶ ἔπεσεν.

Ιωβ. 16,9                  Οργήν εχρησιμοποίησεν εναντίον μου ο Κυριος. Με έρριξε κάτω, έτριξε τα δόντια του εναντίον μου. Τα λόγια του σαν βέλη πειρατών έπεσαν εναντίον μου και με κατετρύπησαν.

Ιωβ. 16,10         ἀκίσιν ὀφθαλμῶν ἐνήλατο, ὀξεῖ ἔπαισέ με εἰς τὰ γόνατα, ὁμοθυμαδὸν δὲ κατέδραμον ἐπ᾿ ἐμοί·

Ιωβ. 16,10                 Επήδησεν ορμητικός εναντίον μου ενώ τα μάτια του, σαν να εξηκόντιζαν καρφιά εναντίον μου. Με οξείς και δριμείς πόνους εκτύπησε τα γόνατά μου. Ολοι οι εχθροί μου από κοινού και εκ συμφώνου επέπεσαν εναντίον μου.

Ιωβ. 16,11         παρέδωκε γάρ με ὁ Κύριος εἰς χεῖρας ἀδίκων, ἐπὶ δὲ ἀσεβέσιν ἔῤῥιψέ με.

Ιωβ. 16,11                 Διότι ο Κυριος με παρέδωκεν εις τα χέρια των αδίκων. Με έρριψεν ανίκανον και ανυπεράσπιστον εν μέσω ασεβών.

Ιωβ. 16,12         εἰρηνεύοντα διεσκέδασέ με, λαβών με τῆς κόμης διέτιλε, κατέστησέ με ὥσπερ σκοπόν.

Ιωβ. 16,12                 Εν εζούσα ειρηνικός και ασφαλής, ο Κυριος με άρπαξε ατό τα μαλλιά της κεφαλής, με κατεμάδησε, με έβαλε στόχον των κτυπημάτων του.

Ιωβ. 16,13         ἐκύκλωσάν με λόγχαις βάλλοντες εἰς νεφρούς μου, οὐ φειδόμενοι ἐξέχεαν εἰς τὴν γῆν τὴν χολήν μου·

Ιωβ. 16,13                 Οι εχθροί μου με περιεκύκλωσαν, με εκτυπούσαν με τας λόγχας, διετρυπούσαν τους νεφρούς μου, χωρίς να αισθάνωνται κανένα οίκτον έχυναν εις την γην την χολήν μου.

Ιωβ. 16,14         κατέβαλόν με πτῶμα ἐπὶ πτώματι, ἔδραμον πρός με δυνάμενοι.

Ιωβ. 16,14                 Με κτυπήματα επάνω εις τα κτυπήματα με έρριψαν κάτω, έτρεξαν εναντίον μου οι δυνατοί και οι ισχυροί, ενώ εγώ ήμουν

αδύνατος.

Ιωβ. 16,15         σάκκον ἔῤῥαψαν ἐπὶ βύρσης μου, τὸ δὲ σθένος μου ἐν γῇ ἐσβέσθη.

Ιωβ. 16,15                 Μου ερραψαν τρίχινον σάκκον, δια να φορέσω στο πληγιασμένο σώμα μου. Η δύναμίς μου έσβησε και έπεσε κατά γης.

Ιωβ. 16,16         ἡ γαστήρ μου συγκέκαυται ἀπὸ κλαυθμοῦ, ἐπὶ δὲ βλεφάροις μου σκιά.

Ιωβ. 16,16                 Η καρδία μου και τα στήθη μου εφλογίζοντο από τους κλαυθμούς, εις δε τα βλέφαρά μου έχει πέσει πλέον η σκια του θανάτου.

Ιωβ. 16,17         ἄδικον δὲ οὐδὲν ἦν ἐν χερσί μου, εὐχὴ δέ μου καθαρά.

Ιωβ. 16,17                 Και όμως καμμίαν αδικίαν δεν είχαν διαπράξει τα χέρια μου. Η δε προσευχή μου ήτο πολύ καθαρά και άδολος.

Ιωβ. 16,18         γῆ, μὴ ἐπικαλύψῃ ἐφ᾿ αἵματι τῆς σαρκός μου, μηδὲ εἴη τόπος τῇ κραυγῇ μου.

Ιωβ. 16,18                 Ω γη, ας μη σκεπάσης με χώματα το αίμα, που εχύθη από το νεκρούμενον σώμα μου! Εις κανένα τόπον ας μη υπάρξη σημείον να σταματήση η κραυγή μου, αλλά ας αντηχή πανταχού.

Ιωβ. 16,19         καὶ νῦν ἰδοὺ ἐν οὐρανοῖς ὁ μάρτυς μου, ὁ δὲ συνίστωρ μου ἐν ὑψίστοις.

Ιωβ. 16,19                 Ιδού, μάρτυς της αθωοτητός μου και της αδικίας, που έχει γίνει εις βάρος μου, είναι ο Θεός ο κατοικών στους ουρανούς. Αυτός, που γνωρίζει μαζή με εμέ την ζωήν και τας πράξεις μου, υπάρχει εν υψίστοις.

Ιωβ. 16,20         ἀφίκοιτό μου ἡ δέησις πρὸς Κύριον, ἔναντι δὲ αὐτοῦ στάζοι μου ὁ ὀφθαλμός.

Ιωβ. 16,20                Είθε να φθάση η δέησίς μου στον Κυριον. Είθε ενώπιον του και επί παρουσίά του να στάζουν τα δάκρυα, που χύνονται από τα μάτια μου.

Ιωβ. 16,21         εἴη δὲ ἔλεγχος ἀνδρὶ ἔναντι Κυρίου καὶ υἱῷ ἀνθρώπου τῷ πλησίον αὐτοῦ.

Ιωβ. 16,21                 Είθε να κριθή και δικασθή κανείς ενώπιον του Κυρίου, όπως κρίνεται ενώπιον του ανθρώπου, που είναι κοντά του.

Ιωβ. 16,22         ἔτη δὲ ἀριθμητὰ ἥκασιν, ὁδῷ δέ, ᾖ οὐκ ἐπαναστραφήσομαι, πορεύσομαι.

Ιωβ. 16,22                Τα καθωρισμένα από τον Θεόν έτη της ζωής μου συνεπληρώθησαν. Θα βαδίσω λοιπόν την οδόν, από την οποίαν και δεν θα επιστρέψω πλέον εις την γην.

 

 

ΙΩΒ 17

 

Ιωβ. 17,1           Ὀλέκομαι πνεύματι φερόμενος, δέομαι δὲ ταφῆς καὶ οὐ τυγχάνω.

Ιωβ. 17,1                   Χανομαι σ Αν το ελαφρόν αντικείμενον, που φέρεται από τον άνεμον. Θέλω να αποθάνω και να κατεβώ στον τάφον, αλλά δεν το επιτυγχάνω.

Ιωβ. 17,2           λίσσομαι κάμνων, καὶ τί ποιήσας;

Ιωβ. 17,2                   Βασανιζόμενος και ταλαιπωρούμενος θερμώς παρακαλώ να απαλλαγώ από τα δεινά μου. Τι κακόν έχω πράξει, ώστε να βασανίζωμαι, δεν γνωρίζω.

Ιωβ. 17,3           ἔκλεψαν δέ μου τὰ ὑπάρχοντα ἀλλότριοι. τίς ἐστιν οὗτος; τῇ χειρί μου συνδεθήτω.

Ιωβ. 17,3                   Με ελήστευσαν και έκλεψαν ξένοι τα υπάρχοντά μου. Ποιός είναι εκείνος, που θα με προστατευση; Ας απλώση λοιπόν χείρα βοηθείας εις εμέ, ας κρατήση εμέ τον εξησθενημένον και ταλαίπωρον.

Ιωβ. 17,4           ὅτι καρδίαν αὐτῶν ἔκρυψας ἀπὸ φρονήσεως, διὰ τοῦτο οὐ μὴ ὑψώσῃς αὐτούς.

Ιωβ. 17,4                   Κυριε, από την καρδίαν των ασεβών ανθρώπων, που πολεμούν, απέκρυψες σύνεσιν και σοφίαν. Δια τούτο δε δεν θα τους υψώσης, αλλά θα τους καταισχύνης.

Ιωβ. 17,5           τῇ μερίδι ἀναγγελεῖ κακίας, ὀφθαλμοὶ δὲ ἐφ᾿ υἱοῖς ἐτάκησαν.

Ιωβ. 17,5                   Ομοιαζουν προς εκείνον, ο οποίος καλεί άλλους εις διανομήν των κακών λαφύρων του, ενώ τα μάτια των παιδιών του έχουν λυώσει από την πείναν και την στέρησιν.

Ιωβ. 17,6           ἔθου δέ με θρύλημα ἐν ἔθνεσι, γέλως δὲ αὐτοῖς ἀπέβην·

Ιωβ. 17,6                   Μολόγησαν δια τας συμφοράς μου με κατέστησε μεταξύ των εθνών ο Θεός. Εγινα περίγελως και εμπαιγμός εις αυτά.

Ιωβ. 17,7           πεπώρωνται γὰρ ἀπὸ ὀργῆς οἱ ὀφθαλμοί μου, πεπολιόρκημαι μεγάλως ὑπὸ πάντων.

Ιωβ. 17,7                   Εσκληρύνθησαν και επετρώθησαν από την αγανάκτησιν τα μάτια μου εξ αιτίας των αδίκων εμπαιγμών. Εχω στενώς και αγρίως πολιορκηθή και πολεμηθή από όλους.

Ιωβ. 17,8           θαῦμα ἔσχεν ἀληθινοὺς ἐπὶ τούτῳ, δίκαιος δὲ ἐπὶ παρανόμῳ ἐπανασταίη·

Ιωβ. 17,8                   Ηπόρησαν και κατεπλάγησαν οι ενάρετοι άνθρωποι βλέποντες το κατάντημά μου. Οι δε δίκαιοι δυσφορούν και εξεγείρονται, όταν βλέπουν τον παράνομον να ευημερή.

Ιωβ. 17,9           σχοίη δὲ πιστὸς τὴν ἑαυτοῦ ὁδόν, καθαρὸς δὲ χεῖρας ἀναλάβοι θάρσος.

Ιωβ. 17,9                   Ο πιστός όμως ασκάνδαλιστος θα βαδίζη, ήρεμος τον δρόμον του. Ο δε καθαρός εις τα έργα των χειρών του, και από αυτάς ακόμη τας περιπετείας θα λαμβάνη θάρρος.

Ιωβ. 17,10         οὐ μὴν δὲ ἀλλὰ πάντες ἐρείδετε, καὶ δεῦτε δή, οὐ γὰρ εὑρίσκω ἐν ὑμῖν ἀληθές.

Ιωβ. 17,10                 Οχι μόνον αυτοί, αλλά και σεις επιμένετε εις τας ιδέας σας. Εμπρός, λοιπόν, εγώ δεν ευρίσκω αληθινάς τας σκέψεις σας.

Ιωβ. 17,11         αἱ ἡμέραι μου παρῆλθον ἐν βρόμῳ, ἐράγη δὲ τὰ ἄρθρα τῆς καρδίας μου.

Ιωβ. 17,11                  Αι ημέραι μου έχουν περάσει με μεγάλην ταραχήν και θλίψιν. Εσπασαν αι αρθρώσεις της καρδίας μου, του σώματός μου.

Ιωβ. 17,12         νύκτα εἰς ἡμέραν ἔθηκα, φῶς ἐγγὺς ἀπὸ προσώπου σκότους·

Ιωβ. 17,12                 Από τους πόνους δεν ημπορώ να κοιμηθώ και μετέβαλα την νύκτα εις ημέραν οδύνης. Και το φως της ημέρας μου φαίνεται, ότι ολίγον διαρκεί έως την αρχήν του σκότους.

Ιωβ. 17,13         ἐὰν γὰρ ὑπομείνω, ᾅδης μου ὁ οἶκος, ἐν δὲ γνόφῳ ἔστρωταί μου ἡ στρωμνή.

Ιωβ. 17,13                 Οσην υπομονήν και αν δείξω εις την ζωήν μου, ο άδης θα είναι κατοικία μου. Εις το σκοτάδι δε του άδου έχει στρωθή το στρώμα μου, δια να αναπαυθώ.

Ιωβ. 17,14         θάνατον ἐπεκαλεσάμην πατέρα μου εἶναι, μητέρα δέ μου καὶ ἀδελφὴν σαπρίαν.

Ιωβ. 17,14                 Τον θάνατον έχω επικαλεσθή ως πατέρα μου. Την αποσύνθεσιν δε και την σαπίλαν του τάφου επεκαλέσθην ως μητέρα μου και αδελφήν μου.

Ιωβ. 17,15         ποῦ οὖν μου ἔτι ἐστὶν ἡ ἐλπίς; ἦ τὰ ἀγαθά μου ὄψομαι;

Ιωβ. 17,15                 Που λοιπόν υπάρχει ακόμη η ελπίς της σωτηρίας μου, και που ημπορώ να την στηρίξω; Μηπως πρόκειται, τάχα, να ζήσω, δια να ίδω και πάλιν τα αγαθά μου;

Ιωβ. 17,16         ἦ μετ᾿ ἐμοῦ εἰς ᾅδην καταβήσομαι, ἢ ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ χώματος καταβησόμεθα;

Ιωβ. 17,16                 Μηπως αυτά θα κατεβούν μαζή μου στον άδην η θα κατεβούμε μαζή στον τάφον εντός του χώματος; Μονος μου προχωρώ προς τον τάφον και τον άδην.

 

 

ΙΩΒ 18

 

Ιωβ. 18,1           Ὑπολαβὼν δὲ Βαλδὰδ ὁ Σαυχίτης λέγει·

Ιωβ. 18,1                   Ελαβε τον λόγον ο Βαλδάδ ο Σαυχίτης και είπεν·

Ιωβ. 18,2           μέχρι τίνος οὐ παύσῃ; ἐπίσχες, ἵνα καὶ αὐτοὶ λαλήσωμεν.

Ιωβ. 18,2                  “έως πότε συ θα ομιλής και δεν θα σταματήσης; Παύσε επιτέλους, δια να ομιλήσωμεν και ημείς.

Ιωβ. 18,3           διατὶ δὲ ὥσπερ τετράποδα σεσιωπήκαμεν ἐναντίον σου;

Ιωβ. 18,3                   Διατί ωσάν να είμεθα ανόητα και άφωνα τετράποδα εκρατήσαμεν σιωπήν απέναντί σου;

Ιωβ. 18,4           κέχρηταί σοι ὀργή· τί γάρ; ἐὰν σὺ ἀποθάνῃς, ἀοίκητος ἡ ὑπ᾿ οὐρανόν; ἢ καταστραφήσεται ὄρη ἐκ θεμελίων;

Ιωβ. 18,4                  Ευρίσκεσαι υπό το κράτος μεγάλης ταραχής, παραφέρεσαι. Τι λοιπόν; Εάν συ αποθάνης, θα μείνη η οικουμένη ακατοίκητος; Θα καταστραφούν τα όρη εκ θεμελίων;

Ιωβ. 18,5           καὶ φῶς ἀσεβῶν σβεσθήσεται, καὶ οὐκ ἀποβήσεται αὐτῶν ἡ φλόξ·

Ιωβ. 18,5                   Το φως της ευτυχίας των ασεβών τελικώς θα σβήση και αυτή η φλόγα της ευημερίας των δεν πρόκειται να διατηρηθή επί πολύ.

Ιωβ. 18,6           τὸ φῶς αὐτοῦ σκότος ἐν διαίτῃ, ὁ δὲ λύχνος ἐπ᾿ αὐτῷ σβεσθήσεται.

Ιωβ. 18,6                  Το φως της ευημερίας και ευτυχίας του ασεβούς θα μεταβληθή εις σκοτάδι δυστυχίας μέσα στο σπίτι του, και ο λύχνος της ζωής του θα σβεσθή και δεν θα τον φωτίζη πλέον.

Ιωβ. 18,7           θηρεύσαισαν ἐλάχιστοι τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ, σφάλαι δὲ αὐτοῦ ἡ βουλή.

Ιωβ. 18,7                   Ολίγοι ασήμαντοι και ευτελείς θα ληστεύσουν και θα αρπάξουν την περιουσίαν του. Θα ναυαγήσουν δε και θα αποδειχθούν εσφαλμένα τα πονηρά του σχέδια.

Ιωβ. 18,8           ἐμβέβληται δὲ ὁ ποὺς αὐτοῦ ἐν παγίδι, ἐν δικτύῳ ἑλιχθείη.

Ιωβ. 18,8                  Θα πέσουν εις παγίδα τα πόδια του, θα περιτυλιχθούν εις δίκτυα, από τα οποία δεν θα ημπορέση να ελευθερωθή.

Ιωβ. 18,9           ἔλθοισαν δὲ ἐπ᾿ αὐτὸν παγίδες, κατισχύσει ἐπ᾿ αὐτὸν διψῶντας.

Ιωβ. 18,9                  Θα στηθούν και θα πέσουν επάνω του παγίδες· και άνθρωποι διψώντες την καταστροφήν του θα υπερισχύσουν εναντίον του.

Ιωβ. 18,10         κέκρυπται ἐν τῇ γῇ σχοινίον αὐτοῦ καὶ ἡ σύλληψις αὐτοῦ ἐπὶ τρίβων.

Ιωβ. 18,10                 Εχει κρυφθή εις την γην το σχοινί της παγίδος, που έστηθη δι' αυτόν. Θα συλληφθή, καθ' ον χρόνον αμέριμνος και ανύποπτος βαδίζει στον δρόμον.

Ιωβ. 18,11         κύκλῳ ὀλέσαισαν αὐτὸν ὀδύναι, πολλοὶ δὲ περὶ πόδα αὐτοῦ ἔλθοισαν

Ιωβ. 18,11                 Καταστρεπτικαί και θανάσιμοι οδύναι θα τον περικυκλώσουν από όλα τα σημεία. Επίβουλοι θα έλθουν και θα μπλεχθούν στα πόδια του και θα τον ρίψουν κάτω.

Ιωβ. 18,12         ἐν λιμῷ στενῷ. πτῶμα δὲ αὐτῷ ἡτοίμασται ἐξαίσιον.

Ιωβ. 18,12                 Θα περιέλθη εις μεγάλην πείναν. Εχει ετοιμασθή δι' αυτόν απαισία και τρομερά πτώσις και καταστροφή.

Ιωβ. 18,13         βρωθείησαν αὐτοῦ κλῶνες ποδῶν, κατέδεται δὲ αὐτοῦ τὰ ὡραῖα θάνατος.

Ιωβ. 18,13                 Θα καταφαγωθούν τα καλάμια των ποδιών του από φθοροποιόν νόσον. Ο θάνατος θα καταφάγη την ωραιότητα του.

Ιωβ. 18,14         ἐκραγείη δὲ ἐκ διαίτης αὐτοῦ ἴασις, σχοίη δὲ αὐτὸν ἀνάγκη αἰτίᾳ βασιλικῇ.

Ιωβ. 18,14                 Θα αποσπασθ·η και θα εκτιναχθή μακράν από το σπίτι του κάθε θεραπεία και άνεσις που είχε. Θα περιπέση δε εις αναπόφευκτον αθλιότητα κατόπιν κάποιας βασιλικής διαταγής.

Ιωβ. 18,15         κατασκηνώσει ἐν τῇ σκηνῇ αὐτοῦ ἐν νυκτὶ αὐτοῦ, κατασπαρήσονται τὰ εὐπρεπῆ αὐτοῦ θείῳ.

Ιωβ. 18,15                 Θα κατοικήση ο ασεβής στο σπίτι του μέσα στο σκοτάδι της δυστυχίας και της αθλιότητος. Και όσα ωραία και ελκυστικά έχει, θα σκεπασθούν με θειάφι, δια να κατακαούν και αφανισθούν εξ ολοκλήρου.

Ιωβ. 18,16         ὑποκάτωθεν αἱ ῥίζαι αὐτοῦ ξηρανθήσονται, καὶ ἐπάνωθεν ἐπιπεσεῖται θερισμὸς αὐτοῦ.

Ιωβ. 18,16                 Δεν θα αφήση απογόνους, διότι το δένδρον της ζωής του θα έχη καταστραφή έως εις τας ρίζας, αφού πρώτον πέση επάνω του η ολοκληρωτική κοπή των κλάδων του.

Ιωβ. 18,17         τὸ μνημόσυνον αὐτοῦ ἀπόλοιτο ἐκ γῆς, καὶ ὑπάρξει ὄνομα αὐτῷ ἐπὶ πρόσωπον ἐξωτέρω.

Ιωβ. 18,17                 Η ανάμνησίς του θα χαθή από το πρόσωπον της γης, και το όνομα του δεν θα ακούεται ούτε ολίγον έξω από το σπίτι του.

Ιωβ. 18,18         ἀπώσειεν αὐτὸν ἐκ φωτὸς εἰς σκότος.

Ιωβ. 18,18                 Θα τον εκδιώξουν και πετάξουν έξω από τυ φως της ευτυχίας στο σκοτάδι του πόνου και της θλίψεως.

Ιωβ. 18,19         οὐκ ἔσται ἐπίγνωστος ἐν λαῷ αὐτοῦ, οὐδὲ σεσωσμένος ἐν τῇ ὑπ᾿ οὐρανὸν ὁ οἶκος αὐτοῦ,

Ιωβ. 18,19                 Αγνωστος θα παραμείνη ανάμεσα και εις αυτούς ακόμη τους συμπολίτας και ομοεθνείς του. Ο δε οίκος του δεν θα διατηρηθή πουθενά κάτω από την υπ' ουρανόν.

Ιωβ. 18,20         ἀλλ᾿ ἐν τοῖς αὐτοῦ ζήσονται ἕτεροι. ἐπ᾿ αὐτῷ ἐστέναξαν ἔσχατοι, πρώτους δὲ ἔσχε θαῦμα.

Ιωβ. 18,20                Ούτε αυτός ούτε και οι απόγονοι του θα ζήσουν εις τα αγαθά, που αυτός απέκτησε, αλλά οι άλλοι. Εστέναξαν από φρίκην οι νεώτεροί του δια το οικτρόν κατάντημά του, οι δε μεγαλύτεροι και σύγχρονοί του έμειναν κατάπληκτοι.

Ιωβ. 18,21         οὗτοί εἰσιν οἱ οἶκοι ἀδίκων, οὗτος δὲ ὁ τόπος τῶν μὴ εἰδότων τὸν Κύριον.

Ιωβ. 18,21                 Αυτά είναι τα σπίτια των ασεβών και το κατάντημά των. Αυτός είναι ο τόπος των ανθρώπων, που δεν ηθέλησαν να γνωρίσουν τον Κυριον και να συμμορφωθούν με το θέλημά του.

 

 

ΙΩΒ 19

 

Ιωβ. 19,1           Ὑπολαβὼν δὲ Ἰὼβ λέγει·

Ιωβ. 19,1                   Ελαβε τον λόγον ο Ιώβ και είπεν·

Ιωβ. 19,2           ἕως τίνος ἔγκοπον ποιήσετε ψυχήν μου καὶ καθαιρεῖτέ με λόγοις; γνῶτε μόνον ὅτι ὁ Κύριος ἐποίησέ με οὕτως·

Ιωβ. 19,2                  “έως πότε θα καταπονήτε την καρδίαν μου και θα με συντρίβετε με τα σκληρά σας λόγια; Μαθετε μόνον ότι ο Κυριος, και οχι αι πολλαί αμαρτίαι, με έφεραν εις αυτήν την κατάστασιν.

Ιωβ. 19,3           καταλαλεῖτέ μου, οὐκ αἰσχυνόμενοί με ἐπίκεισθέ μοι.

Ιωβ. 19,3                   Σεις με κατηγορείτε και καταφέρεσθε εναντίον μου, και χωρίς να εντρέπεσθε και να λυπήσθε δια την κατάστασίν μου, μου επιτίθεσθε.

Ιωβ. 19,4           ναὶ δὴ ἐπ᾿ ἀληθείας ἐγὼ ἐπλανήθην, παρ᾿ ἐμοὶ δὲ αὐλίζεται πλάνος λαλῆσαι ῥήματα, ἃ οὐκ ἔδει, τὰ δὲ ῥήματά μου πλανᾶται καὶ οὐκ ἐπὶ καιροῦ.

Ιωβ. 19,4                  Παραδέχομαι, έστω, και ομολογώ ότι εγώ επλανήθην. Κοντά μου μένει και συγκατοικεί αυτός, που με πλανά. Αυτός που με παρασύρει να λέγω λόγια, τα οποία δεν έπρεπε. Πλανημένα είναι τα λόγια μου, άκαιρα και απρεπή.

Ιωβ. 19,5           ἔα δὲ ὅτι ἐπ᾿ ἐμοὶ μεγαλύνεσθε, ἐνάλλεσθε δέ μοι ὀνείδει.

Ιωβ. 19,5                   Αλλά εδώ είναι και το ιδικόν σας σφάλμα. Διότι σεις υψώνεσθε και μεγαλύνετε τον εαυτόν σας εναντίον μου. Εφορμάτε κατ' εμού με τους ονειδισμούς σας.

Ιωβ. 19,6           γνῶτε οὖν ὅτι Κύριός ἐστιν ὁ ταράξας, ὀχύρωμα δὲ αὐτοῦ ἐπ᾿ ἐμὲ ὕψωσεν.

Ιωβ. 19,6                  Μαθετε, λοιπόν, ότι ο Κυριος είναι εκείνος, ο οποίος με συνετάραξε με αυτάς τας θλίψεις. Υψωσε ολόγυρά μου οχυρωματικόν έργον, ώστε να μη μπορώ να εξέλθω από αυτό.

Ιωβ. 19,7           ἰδοὺ γελῶ ὀνείδει καὶ οὐ λαλήσω· κεκράξομαι, καὶ οὐδαμοῦ κρίμα.

Ιωβ. 19,7                   Ιδού, λοιπόν, ότι και εγώ τώρα γελώ με τους ονειδισμούς σας και θα σιωπήσω. Δεν θα ομιλήσω. Αλλ και αν φωνάξω με όλην μου την δύναμιν, πουθενά δεν θα εύρω την δικαίωσίν μου.

Ιωβ. 19,8           κύκλῳ περιῳκοδόμημαι, καὶ οὐ μὴ διαβῶ, ἐπὶ πρόσωπόν μου σκότος ἔθετο.

Ιωβ. 19,8                  Ολόγυρά μου έχει υψωθή τείχος, το οποίον δεν ημπορύ να υπερβώ. Εμπρός εις τα μάτια μου έβαλεν ο Κυριος το σκοτάδι της δυστυχίας.

Ιωβ. 19,9           τὴν δὲ δόξαν ἀπ᾿ ἐμοῦ ἐξέδυσεν, ἀφεῖλε δὲ στέφανον ἀπὸ κεφαλῆς μου.

Ιωβ. 19,9                  Με απεγύμνωσεν από την δόξαν και το κύρος μου. Αφήρεσε από το κεφάλι μου τον στέφανον της υπολήψεώς μου.

Ιωβ. 19,10         διέσπασέ με κύκλῳ καὶ ᾠχόμην· ἐξέκοψε δὲ ὥσπερ δένδρον τὴν ἐλπίδα μου.

Ιωβ. 19,10                 Εκοψεν ολόγυρά μου από όλας τας πλευράς κάθε σύνδεσμόν μου με τους άλλους ανθρώπους και ηναγκάσθην να φύγω, από εκεί που έμένα. Εκοψε δε και έρριξε κάτω ωσάν δένδρον την ελπίδα μου, δηλαδή τα παιδιά μου.

Ιωβ. 19,11         δεινῶς δέ μοι ὀργῇ ἐχρήσατο, ἡγήσατο δέ με ὥσπερ ἐχθρόν.

Ιωβ. 19,11                 Επάνω εις την οργήν και τον θυμόν του με μετεχειρίσθη σκληρά. Με εθεώρησεν ως εχθρόν του.

Ιωβ. 19,12         ὁμοθυμαδὸν δὲ ἦλθον τὰ πειρατήρια αὐτοῦ ἐπ᾿ ἐμοί, ταῖς ὁδοῖς μου ἐκύκλωσαν ἐγκάθετοι.

Ιωβ. 19,12                 Ολαι μαζή αι δοκιμασίαι του έπεσαν επάνω μου. Οι επίβουλοι και οι εχθροί μου ευρήκαν ευκαιρίαν και περιεκύκλωσαν τους δρόμους της ζωής μου.

Ιωβ. 19,13         ἀπ᾿ ἐμοῦ ἀδελφοί μου ἀπέστησαν, ἔγνωσαν ἀλλοτρίους ἢ ἐμέ· φίλοι δέ μου ἀνελεήμονες γεγόνασιν.

Ιωβ. 19,13                 Οι αδελφοί μου και οι συγγενείς μου έφυγαν μακράν από εμέ. Εγνώρισαν και συνήψαν σχέσεις με ξένους και όχι με εμέ. Οι δε φίλοι μου έγιναν άσπλαγχνοι απέναντί μου.

Ιωβ. 19,14         οὐ προσεποιήσαντό με οἱ ἐγγύτατοί μου, καὶ οἱ εἰδότες μου τὸ ὄνομα ἐπελάθοντό μου.

Ιωβ. 19,14                 Ανθρωποι που ήσαν πολύ κοντά μου και με θεωρούσαν ιδικόν των, δεν με προσοικειώθησαν πλέον και δεν με επλησίασαν. Και εκείνοι, οποίοι εγνώριζαν πολύ καλά το όνομά μου, με ελησμόνησαν.

Ιωβ. 19,15         γείτονες οἰκίας θεράπαιναί τέ μου, ἀλλογενὴς ἤμην ἐναντίον αὐτῶν.

Ιωβ. 19,15                 Ξένος, αλλοεθνής έγινα στους γείτονάς μου και εις αυτάς ακόμη τας υπηρετρίας, που ειργάζοντο μέσα στο σπίτι μου.

Ιωβ. 19,16         θεράποντά μου ἐκάλεσα, καὶ οὐχ ὑπήκουσε· στόμα δέ μου ἐδέετο.

Ιωβ. 19,16                 Προσεκάλεσα τον άλλοτε υπηρέτην μου και δεν έδωσε σημασίαν εις την πρόσκλησίν μου. Δεν υπήκουσε. Ματαίως το στόμα μου τον παρακαλούσε προς κάποιαν βοήθειαν.

Ιωβ. 19,17         καὶ ἱκέτευον τὴν γυναῖκά μου, προσεκαλούμην δὲ κολακεύων υἱοὺς παλλακίδων μου·

Ιωβ. 19,17                 Ματαίως παρακαλούσα θερμώς τη γυναίκα μου. Προσκαλούσα με κολακευτικούς λόγους τα παιδιά των παλλακίδων μου και δεν μου έδιναν σημασίαν.

Ιωβ. 19,18         οἱ δὲ εἰς τὸν αἰῶνά με ἀπεποιήσαντο· ὅταν ἀναστῶ, κατ᾿ ἐμοῦ λαλοῦσιν.

Ιωβ. 19,18                 Ολοι αυτοί με απηρνήθησαν παντοτεινά. Οταν σηκωθώ δια να ζητήσω κάτι, η δια να τους ομιλήσω απλώς, αυτοί καταφέρονται εναντίον μου.

Ιωβ. 19,19         ἐβδελύξαντό με οἱ ἰδόντες με· οὓς δὴ ἠγαπήκειν, ἐπανέστησάν μοι.

Ιωβ. 19,19                 Με εσιχάθηκαν εξ αιτίας των δοκιμασιών μου και μάλιστα αυτής της ασθενείας μου, όλοι όσοι με είδαν. Εκείνοι δέ, τους οποίους είχα αγαπήσει, εξηγέρθησαν και εστράφησαν εναντίον μου.

Ιωβ. 19,20         ἐν δέρματί μου ἐσάπησαν αἱ σάρκες μου, τὰ δὲ ὀστᾶ μου ἐν ὀδοῦσιν ἔχεται.

Ιωβ. 19,20                Αι σάρκες μου στο δέρμα και κάτω από το δέρμα εσάπησαν. Τα ούλα μου διεβρώθησαν και τα δόντια μου συνδέονται αμέσως με τα κόκκαλά μου.

Ιωβ. 19,21         ἐλεήσατέ με, ἐλεήσατέ με, ὦ φίλοι, χεὶρ γὰρ Κυρίου ἡ ἁψαμένη μού ἐστι.

Ιωβ. 19,21                 Λυπηθήτε με, λυπηθήτε με και σπλαγχνισθήτε με σεις, οι φίλοι μου. Το χέρι του Κυρίου είναι αυτό, το οποίον έπεσε βαρύ επάνω μου και με εκτύπησε.

Ιωβ. 19,22         διατί με διώκετε ὥσπερ καὶ ὁ Κύριος; ἀπὸ δὲ σαρκῶν μου οὐκ ἐμπίπλασθε;

Ιωβ. 19,22                Διατί και σεις με καταδιώκετε, όπως και ο Κυριος; Δεν χορταίνετε από το θέαμα των σαπισμένων μου σαρκών;

Ιωβ. 19,23         τίς γὰρ ἂν δοίη γραφῆναι τὰ ῥήματά μου, τεθῆναι δὲ αὐτὰ ἐν βιβλίῳ εἰς τὸν αἰῶνα;

Ιωβ. 19,23                Ποιός, τάχα, θα ευρεθή να γράψη τα λόγια μου αυτά, να τα θέση μέσα στο βιβλίον και να διαφυλαχθούν εκεί αιωνίως;

Ιωβ. 19,24         ἐν γραφείῳ σιδηρῷ καὶ μολίβῳ ἢ ἐν πέτραις ἐγγλυφῆναι;

Ιωβ. 19,24                Να γραφούν με σιδερένια η μολύβδινη γραφίδα, να χαραχθούν επάνω εις τας πέτρας;

Ιωβ. 19,25         οἶδα γὰρ ὅτι ἀένναός ἐστιν ὁ ἐκλύειν με μέλλων ἐπὶ γῆς,

Ιωβ. 19,25                Θέλω να γραφούν και να μείνουν αυτά, διότι αιώνιος είναι εκείνος, ο οποίος μέλλει να με ελευθερώση από τα δείνα της επιγείου μου αυτής ζωής.

Ιωβ. 19,26         ἀναστήσει δὲ τὸ δέρμα μου τὸ ἀναντλοῦν ταῦτα· παρὰ γὰρ Κυρίου ταῦτά μοι συνετελέσθη,

Ιωβ. 19,26                Θα αναστήση το σώμα μου, το οποίον γεύεται εξαντλητικώς όλα αυτά τα δεινά. Διότι από τον Κυριον και παντοδύναμον Θεόν θα συντελεσθή αυτή η ανάστασις.

Ιωβ. 19,27         ἃ ἐγὼ ἐμαυτῷ συνεπίσταμαι, ἃ ὁ ὀφθαλμός μου ἑώρακε καὶ οὐκ ἄλλος, πάντα δέ μοι συντετέλεσθαι ἐν κόλπῳ.

Ιωβ. 19,27                Αυτά τα οποία εγώ μέσα μου γνωρίζω πολύ καλά, τα γνωρίζω με το μάτι της ψυχής. Τα βλέπει ο οφθαλμός της πίστεως και κανείς άλλος. Ολα δε αυτά τα θεωρώ ήδη πραγματοποιηθέντα με την ελπίδα, που μου δίδει η πίστις μου, η οποία αναπαύεται εις την καρδίαν μου.

Ιωβ. 19,28         εἰ δὲ καὶ ἐρεῖτε· τί ἐροῦμεν ἔναντι αὐτοῦ; καὶ ῥίζαν λόγου εὑρήσομεν ἐν αὐτῷ·

Ιωβ. 19,28                Εάν όμως και κατόπιν αυτών, που σας απεκάλυψα, μου πήτε· Τι θα είπωμεν τώρα εναντίον του και ποίαν αιτίαν κατηγορίας θα εύρωμεν εις αυτόν;

Ιωβ. 19,29         εὐλαβήθητε δὴ καὶ ὑμεῖς ἀπὸ ἐπικαλύμματος, θυμὸς γὰρ ἐπ᾿ ἀνόμους ἐπελεύσεται, καὶ τότε γνώσονται ποῦ ἐστιν αὐτῶν ἡ ὕλη.

 

 

ΙΩΒ 20

 

Ιωβ. 20,1           Ὑπολαβὼν δὲ Σωφὰρ ὁ Μιναῖος λέγει·

Ιωβ. 20,1                  Ελαβε τον λόγον ο Σωφάρ ο Μιναίος και είπε·

Ιωβ. 20,2           οὐχ οὕτως ὑπελάμβανον ἀντερεῖν σε ταῦτα, καὶ οὐχὶ συνίετε μᾶλλον ἢ καὶ ἐγώ.

Ιωβ. 20,2                  “δεν επίστευα, ότι συ θα αντέλεγες έτσι και απαντών θα έλεγες αυτά τα λόγια. Δεν καταλαβαίνεις συ καλύτερον, παρ' όσον εγώ.

Ιωβ. 20,3           παιδείαν ἐντροπῆς μου ἀκούσομαι, καὶ πνεῦμα ἐκ τῆς συνέσεως ἀποκρίνεταί μοι.

Ιωβ. 20,3                  Τας κατηγορίας σου, με τας οποίας ηθέλησες να με κάμης να εντραπώ, τας ήκουσα. Υπάρχει όμως και μέσα εις εμέ πνεύμα συνέσεως, που δίδει αποκρίσεις, δια να απαντήσω προς σέ.

Ιωβ. 20,4           μὴ ταῦτα ἔγνως ἀπὸ τοῦ ἔτι, ἀφ᾿ οὗ ἐτέθη ἄνθρωπος ἐπὶ τῆς γῆς;

Ιωβ. 20,4                  Μηπως αυτά, που θα πω, τα έμαθες συ από τα παλαιότατα χρόνια, από την εποχήν, που επλάσθη και ετοποθετήθη ο άνθρωπος επάνω εις την γην;

Ιωβ. 20,5           εὐφροσύνη γὰρ ἀσεβῶν πτῶμα ἐξαίσιον, χαρμονὴ δὲ παρανόμων ἀπώλεια,

Ιωβ. 20,5                  Οτι δηλαδή η χαρά και η καλοζωΐα των ασεβών καταλήγει εις απαισίαν κατάπτωσιν. Η πολλή δε και θορυβώδης χαρά των παρανόμων θα είναι απώλειά των και καταστροφή·

Ιωβ. 20,6           ἐὰν ἀναβῇ εἰς οὐρανὸν αὐτοῦ τὰ δῶρα, ἡ δὲ θυσία αὐτοῦ νεφῶν ἅψηται·

Ιωβ. 20,6                  έστω και αν τα δώρα των ασεβών φθάσουν μέχρι του ουρανού ενώπιον του Θεού, ο δε καπνός της ανοίας των εγγίση τα σύννεφα. Η τιμωρία του Θεού θα εκσπάση κατά του ασεβούς.

Ιωβ. 20,7           ὅταν γὰρ δοκῇ ἤδη κατεστηρίχθαι, τότε εἰς τέλος ἀπολεῖται· οἱ δὲ εἰδότες αὐτὸν ἐροῦσι· ποῦ ἐστιν;

Ιωβ. 20,7                  Διότι, όταν ο ασεβής πιστεύση ότι είναι καλά στερεωμένος επί της γης, τότε θα εκσπάση εναντίον του η οριστική καταστροφή. 'Εκεινοι δε οι οποίοι τον εγνώριζαν, θα πουν· Που είναι τώρα ο ασεβής;

Ιωβ. 20,8           ὥσπερ ἐνύπνιον ἐκπετασθὲν οὐ μὴ εὑρεθῇ, ἔπτη δὲ ὥσπερ φάσμα νυκτερινόν.

Ιωβ. 20,8                  Ωσάν το όνειρον, που επέταξε και διελύθη, έτσι και αυτός δεν θα ευρεθή. Εφυγε και διελύθη σαν νυκτερινό φάντασμα.

Ιωβ. 20,9           ὀφθαλμὸς παρέβλεψε καὶ οὐ προσθήσει, καὶ οὐκέτι προσνοήσει αὐτὸν ὁ τόπος αὐτοῦ.

Ιωβ. 20,9                  Τα μάτια, τα οποία έως τώρα, ίσως και με κάποιον φθόνον, τον έβλεπαν, δεν πρόκειται να τον ιδούν και πάλιν. Η χώρα, μέσα εις την οποίαν υπερήφανος και ευτυχισμένος αυτός εζούσε, δεν θα τον ξαναϊδή πλέον.

Ιωβ. 20,10         τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ ὀλέσαισαν ἥττονες, αἱ δὲ χεῖρες αὐτοῦ πυρσεύσαισαν ὀδύνας.

Ιωβ. 20,10                Τα παιδιά του θα τα εξολοθρεύσουν κατώτεροί του και ασθενέστεροί του. Με τα ίδια του τα χέρια θα ανάψη την φωτιά των πόνων και των θλίψεών του.

Ιωβ. 20,11         ὀστᾶ αὐτοῦ ἐνεπλήσθησαν νεότητος αὐτοῦ, καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐπὶ χώματος κοιμηθήσεται.

Ιωβ. 20,11                 Τα οστά του διαποτισμένα από ασθενείας των ασωτιών της νεότητός του θα ταφούν και αυτά μαζή του στο χώμα του τάφου.

Ιωβ. 20,12         ἐὰν γλυκανθῇ ἐν στόματι αὐτοῦ κακία, κρύψει αὐτὴν ὑπὸ τὴν γλῶσσαν αὐτοῦ·

Ιωβ. 20,12                Οταν αισθανθή την ύπουλον γλυκύτητα της αμαρτίας στο στόμα του, θα την κρύψη κάτω από την γλώσσαν του δια να την απολαμβάνη, τάχα, όσον το δυνατόν μακρότερον.

Ιωβ. 20,13         οὐ φείσεται αὐτῆς καὶ οὐκ ἐγκαταλείψει αὐτὴν καὶ συνάξει αὐτὴν ἐν μέσῳ τοῦ λάρυγγος αὐτοῦ,

Ιωβ. 20,13                Με απληστίαν θα ρουφά την γλυκύτητα της αμαρτίας. Δεν θα την εγκαταλείψη. Θα την φέρη επιμελώς μέσα στον λάρυγγά του, δια να την απομυζά συνεχώς.

Ιωβ. 20,14         καὶ οὐ μὴ δυνηθῇ βοηθῆσαι ἑαυτῷ· χολὴ ἀσπίδος ἐν γαστρὶ αὐτοῦ.

Ιωβ. 20,14                Η δολία όμως αυτή γλυκύτης της αμαρτίας δεν θα ημπορέση να τον βοηθήση προς μίαν ευτυχισμένην ζωήν, αλλά θα γίνη μέσα εις την κοιλίαν του δηλητήριον οχιάς.

Ιωβ. 20,15         πλοῦτος ἀδίκως συναγόμενος ἐξεμεθήσεται, ἐξ οἰκίας αὐτοῦ ἐξελκύσει αὐτὸν ἄγγελος,

Ιωβ. 20,15                Πλούτος, ο οποίος συνήχθη και απεθησαυρίσθη με αδικίας, θα γίνη εμετός. Ο τιμωρός άγγελος θα τον σύρη και θα τον πετάξη έξω από το σπίτι του.

Ιωβ. 20,16         θυμὸν δὲ δρακόντων θηλάσειεν, ἀνέλοι δὲ αὐτὸν γλῶσσα ὄφεως.

Ιωβ. 20,16                Θα πίη το δηλητήριον φοβερών όφεων. Θα δηλητηρίαση και θα νεκρώση αυτόν γλώσσα φιδιού.

Ιωβ. 20,17         μὴ ἴδοι ἄμελξιν νομάδων, μηδὲ νομὰς μέλιτος καὶ βουτύρου.

Ιωβ. 20,17                Δεν θα ιδή το άρμεγμα εις τας αγέλας των ζώων του. Ούτε θα χαρή από την διανομήν μέλιτος και βουτύρου.

Ιωβ. 20,18         εἰς κενὰ καὶ μάταια ἐκοπίασε, πλοῦτον ἐξ οὗ οὐ γεύσεται, ὥσπερ στρίφνος ἀμάσητος, ἀκατάποτος·

Ιωβ. 20,18                Κούφια και μάταια εκοπίασε δι' όλα αυτά. Δεν θα απολαύση τα αδικοσυναγμένα πλούτη του. Τα πλούτη του θα ομοιάζουν σαν το σκληρόν και αμάσητον κρέας, που δεν καταπίνεται.

Ιωβ. 20,19         πολλῶν γὰρ δυνατῶν οἴκους ἔθλασε, δίαιταν δὲ ἥρπασε, καὶ οὐκ ἔστησεν.

Ιωβ. 20,19                Διότι αυτός πολλών πλουσίων και ισχυρών ανθρώπων έσπασε τα σπίτια. Αγαθά δια τα οποία δεν εκοπίασε, και σπίτι το οποίον ο ίδιος δεν οικοδόμησεν, ήρπασε, σαν να ήσαν ιδικά του.

Ιωβ. 20,20         οὐκ ἔστιν αὐτοῦ σωτηρία τοῖς ὑπάρχουσιν, ἐν ἐπιθυμίᾳ αὐτοῦ οὐ σωθήσεται.

Ιωβ. 20,20               Δεν θα υπάρξη δι' αυτόν ευτυχία και σωτηρία από τα πολλά υπάρχοντα του. Δεν θα εύρη χαράν και σωτηρίαν εις αυτά, τα οποία επεθύμησε και απέκτησε.

Ιωβ. 20,21         οὐκ ἔστιν ὑπόλειμμα τοῖς βρώμασιν αὐτοῦ, διὰ τοῦτο οὐκ ἀνθήσει αὐτοῦ τὰ ἀγαθά.

Ιωβ. 20,21                Δεν θα υπάρξη κάποιο υπόλειμμα από τα τρόφιμα του. Δια τούτο δεν θα ανθήσουν και δεν θα καρποφορήσουν τα αγαθά του.

Ιωβ. 20,22         ὅταν δὲ δοκῇ ἤδη πεπληρῶσθαι, θλιβήσεται, πᾶσα δὲ ἀνάγκη ἐπ᾿ αὐτὸν ἐπελεύσεται.

Ιωβ. 20,22               Οταν δε πιστεύση ότι είναι γεμάτος και χορτάτος από τα αγαθά, τότε θα εκσπάση εναντίον του η θλίψις. Καθε στέρησις και ταλαιπωρία θα τον καταλάβη.

Ιωβ. 20,23         εἴ πως πληρῶσαι γαστέρα αὐτοῦ, ἐπαποστεῖλαι ἐπ᾿ αὐτὸν θυμὸν ὀργῆς, νίψαι ἐπ᾿ αὐτὸν ὀδύνας·

Ιωβ. 20,23               Θα φθάση εις τέτοιαν στέρησιν και ανάγκην, ώστε να διερωτάται, πως θα μπορέση να γεμίση την αδειανήν κοιλίαν του. Ο Κυριος θα εξαποστείλη εναντίον του τον θυμόν της μεγάλης οργής του, θα τον περιλούση με πόνους και θλίψεις.

Ιωβ. 20,24         καὶ οὐ μὴ σωθῇ ἐκ χειρὸς σιδήρου, τρώσαι αὐτὸν τόξον χάλκειον·

Ιωβ. 20,24               Δεν θα ημπορέση να διασωθή από χέρι, που κρατεί σιδηράν μάχαιραν. Θα τον τραυματίση και θα τον διαπεράση βέλος, που ρίπτεται από χάλκινον τόξον.

Ιωβ. 20,25         διεξέλθοι δὲ διὰ σώματος αὐτοῦ βέλος, ἀστραπαὶ δὲ ἐν διαίταις αὐτοῦ· περιπατήσαισαν ἐπ᾿ αὐτῷ φόβοι,

Ιωβ. 20,25               Το βέλος θα διατρυπήση το σώμα του από το ένα άκρον έως το άλλο. Θα του επιφέρη τραύμα διαμπερές. Αστραπαί και κεραυνοί θα πέσουν εις την ιδιοκτησιάν του. Φοβοι αλλεπάλληλοι θα χορεύουν μέσα του και θα τον τυραννούν.

Ιωβ. 20,26         πᾶν δὲ σκότος αὐτῷ ὑπομείναι· κατέδεται αὐτὸν πῦρ ἄκαυστον, κακώσαι δὲ αὐτοῦ ἐπήλυτος τὸν οἶκον.

Ιωβ. 20,26               Ολο το σκοτάδι θα κατοικήση εντός αυτού. Μεγάλη παντοτεινή άσβεστη φωτιά θα τον κατακαίη. Θα καταστρέψη το σπίτι του επιδρομεύς, που θα έχη έλθει αυτό ξένην περιοχήν.

Ιωβ. 20,27         ἀνακαλύψαι δὲ αὐτοῦ ὁ οὐρανὸς τὰς ἀνομίας, γῆ δὲ ἐπανασταίη αὐτῷ.

Ιωβ. 20,27               Θα αποκαλύψη δε και θα κάμη ολοφάνερες ο ουρανός τας έως τώρα αποκρύφους μεγάλας ανομίας του. Η δε γη θα επαναστάτήση εναντίον του εξ αιτίας των ανομιών του.

Ιωβ. 20,28         ἑλκύσαι τὸν οἶκον αὐτοῦ ἀπώλεια εἰς τέλος, ἡμέρα ὀργῆς ἐπέλθοι αὐτῷ.

Ιωβ. 20,28               Η ολοκληρωτική καταστροφή, σαν άλλος μαγνήτης, θα τραβήξη και θα εξολοθρεύση τον οίκον του. Θα επέλθη εναντίον του η ημέρα της οργής του Κυρίου.

Ιωβ. 20,29         αὕτη ἡ μερὶς ἀνθρώπου ἀσεβοῦς παρὰ Κυρίου, καὶ κτῆμα ὑπαρχόντων αὐτῷ παρὰ τοῦ ἐπισκόπου.

Ιωβ. 20,29               Αυτό θα είναι το μερίδιον, που θα πάρη ο ασεβής από τον Κυριον. Αυτό θα είναι το κατάντημα των υπαρχόντων του από Εκείνον, ο οποίος επιβλέπει και παρακολουθεί τα πάντα, από τον Παντεπόπτην Θεόν.

 

 

ΙΩΒ 21

 

Ιωβ. 21,1           Ὑπολαβὼν δὲ Ἰὼβ λέγει·

Ιωβ. 21,1                   Ελαβε τον λόγον ο Ιώβ και είπεν·

Ιωβ. 21,2           ἀκούσατε ἀκούσατέ μου τῶν λόγων, ἵνα μὴ ᾖ μοι παρ᾿ ὑμῶν αὕτη ἡ παράκλησις.

Ιωβ. 21,2                  “ακούσατε, ακούσατε τα λόγια μου με προσοχήν, δια να μη είναι τέτοια, τόσον δηλαδή πικρά και καυστική η παρηγορία μου εκ μέρους σας.

Ιωβ. 21,3           ἄρατέ με, ἐγὼ δὲ λαλήσω, εἶτ᾿ οὐ καταγελάσετέ μου.

Ιωβ. 21,3                   Βαστάξατέ με, υπομείνατέ με και εγώ θα ομιλήσω. Κατόπιν δε είμαι βέβαιος, ότι δεν θα με περιγελάσετε πλέον.

Ιωβ. 21,4           τί γάρ; μὴ ἀνθρώπου μου ἡ ἔλεγξις; ἢ διατί οὐ θυμωθήσομαι;

Ιωβ. 21,4                  Μηπως, τάχα, από άνθρωπον υποφέρω και προς άνθρωπον απευθύνω τα παράπονά μου; Η αφού τόσον πολύ ταλαιπωρούμαι και πάσχω, διατί δεν θα δυσφορήσω και δεν θα αγανακτήσω;

Ιωβ. 21,5           εἰσβλέψαντες εἰς ἐμὲ θαυμάσετε χεῖρα θέντες ἐπὶ σιαγόνι·

Ιωβ. 21,5                   Εάν με παρατηρήσετε με προσοχήν και κατανόησιν, θα καταληφθήτε από τρομεράν κατάπληξιν, άναυδοι και αμίλητοι θα στηρίξετε την σιαγόνα σας επάνω στο χέρι σας.

Ιωβ. 21,6           ἐάν τε γὰρ μνησθῶ, ἐσπούδακα, ἔχουσι δέ μου τὰς σάρκας ὀδύναι.

Ιωβ. 21,6                  Διότι, εάν και εγώ ενθυμηθώ τι ήμουνα, και λάβω υπ' όψιν μου που κατήντησα, κυριεύομαι από τρόμον. Πονοι δε δυνατοί καταλαμβάνουν τας σάρκας μου και συγκλονίζουν το σώμα μου.

Ιωβ. 21,7           διατὶ ἀσεβεῖς ζῶσι, πεπαλαίωνται δὲ καὶ ἐν πλούτῳ;

Ιωβ. 21,7                   Μου έρχονται δε αι σκέψεις· Διατί οι ασεβείς, αντί να τιμωρηθούν από τον Θεόν δια τας ασεβείας των, τουναντίον ζουν κατά κανόνα μακράν ζωήν, φθάνουν εις βαθύ γήρας και απολαμβάνουν τα αγαθά του πλούτου των;

Ιωβ. 21,8           ὁ σπόρος αὐτῶν κατὰ ψυχήν, τὰ δὲ τέκνα αὐτῶν ἐν ὀφθαλμοῖς.

Ιωβ. 21,8                  Οι απόγονοί των προοδεύουν όπως θέλει η ψυχή των, βλέπουν δε τα τέκνα των ολόγυρά των και χαίρονται τα μάτια των.

Ιωβ. 21,9           οἱ οἶκοι αὐτῶν εὐθηνοῦσι, φόβος δὲ οὐδαμοῦ, μάστιξ δὲ παρὰ Κυρίου οὐκ ἔστιν ἐπ᾿ αὐτοῖς.

Ιωβ. 21,9                  Τα σπίτια των είναι γεμάτα από αγαθά. Δεν υπάρχει κανένας φόβος πουθενά δι' αυτούς. Ούτε και καμμία τιμωρία στέλλεται εκ μέρους του Κυρίου εναντίον των.

Ιωβ. 21,10         ἡ βοῦς αὐτῶν οὐκ ὠμοτόκησε, διεσώθη δὲ αὐτῶν ἐν γαστρὶ ἔχουσα καὶ οὐκ ἔσφαλε.

Ιωβ. 21,10                 Καμμία από τις αγελάδες των δεν αποβάλλει. Εγκυος διασώζεται κατά κανόνα από κάθε κίνδυνον, γεννά όμαλως και δεν αποτυγχάνει.

Ιωβ. 21,11         μένουσι δὲ ὡς πρόβατα αἰώνια, τὰ δὲ παιδία αὐτῶν προσπαίζουσιν

Ιωβ. 21,11                 Η οικογένειά των με τα παιδιά των, ωσάν πρόβατα, ζη και ανανεώνεται. Τα δε παιδιά των χαρούμενα παίζουν ολόγυρά των.

Ιωβ. 21,12         ἀναλαβόντες ψαλτήριον καὶ κιθάραν καὶ εὐφραίνονται φωνῇ ψαλμοῦ.

Ιωβ. 21,12                 Αυτοί δε αφού πάρουν μουσικά όργανα, ψαλτήριον και κιθάραν, διασκεδάζουν και γλεντούν με τα χαρούμενα τραγούδια των τη συνοδεία των μουσικών οργάνων.

Ιωβ. 21,13         συνετέλεσαν δὲ ἐν ἀγαθοῖς τὸν βίον αὐτῶν, ἐν δὲ ἀναπαύσει ᾅδου ἐκοιμήθησαν.

Ιωβ. 21,13                 Ετσι διέρχονται την ζωήν των, φθάνουν στο τέλος του βίου των βυθισμένοι μέσα εις τα αγαθά, και αναπαυμένοι κοιμώνται τον ύπνον του θανάτου και κατέρχονται στον άδην.

Ιωβ. 21,14         λέγει δὲ Κυρίῳ· ἀπόστα ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὁδούς σου εἰδέναι οὐ βούλομαι·

Ιωβ. 21,14                 Ασεβείς δε καθώς είναι, λέγει ο καθένας από αυτούς προς τον Θεόν· Φυγε μακράν από εμέ. Δεν θέλω να γνωρίσω τα θελήματά σου και τας εντολάς σου.

Ιωβ. 21,15         τί ἱκανός, ὅτι δουλεύσομεν αὐτῷ; καὶ τίς ὠφέλεια, ὅτι ἀπαντήσομεν αὐτῷ;

Ιωβ. 21,15                 Ποίαν ωφέλειαν είναι ικανός να μας δώση ο Θεός, ώστε να γίνωμεν δούλοι εις αυτόν; Ποίαν ωφέλειαν έχομεν να αποκομίσωμεν, εάν σπεύσωμεν εις απάντησιν και υποταγήν προς αυτόν;

Ιωβ. 21,16         ἐν χερσὶ γὰρ ἦν αὐτῶν τὰ ἀγαθά, ἔργα δὲ ἀσεβῶν οὐκ ἐφορᾷ.

Ιωβ. 21,16                 Αυτά σκέπτονται και λέγουν οι ασεβείς, διότι έχουν εις τα χέρια των άφθονα τα υλικά αγαθά και διότι φρονούν, ότι ο Θεός δεν επιβλέπει εις τα άνομα έργα των και δεν τιμωρεί τους ασεβείς δι' αυτά.

Ιωβ. 21,17         οὐ μὴν δὲ ἀλλὰ καὶ ἀσεβῶν λύχνος σβεσθήσεται, ἐπελεύσεται δὲ αὐτοῖς ἡ καταστροφή, ὠδῖνες δὲ αὐτοὺς ἕξουσιν ἀπὸ ὀργῆς.

Ιωβ. 21,17                 Δεν θα μείνουν όμως αιώνιοι και ατιμώρητοι. Ασφαλώς και ανυπερθέτως ο λύχνος της ζωής των, η ευτυχία και η χαρά των, θα σβήσουν και θα εκλείψουν. Θα επέλθη δε εναντίον αυτών η καταστροφή. Θα τους κυριεύσουν ισχυροί πόνοι και ωδίνες από την επερχομένην εναντίον των θείαν οργήν.

Ιωβ. 21,18         ἔσονται δὲ ὥσπερ ἄχυρα ὑπ᾿ ἀνέμου ἢ ὥσπερ κονιορτός, ὃν ὑφείλετο λαῖλαψ.

Ιωβ. 21,18                 Θα γίνουν ωσάν τα άχυρα, τα οποία αφαρπάζει και διασκορπίζει ο άνεμος, η ωσάν κονιορτός, που τον αφήρπασε και τον διεσκόρπισεν η καταιγίς.

Ιωβ. 21,19         ἐκλίποι υἱοὺς τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ, ἀνταποδώσει πρὸς αὐτὸν καὶ γνώσεται.

Ιωβ. 21,19                 Θα εξανεμισθούν και θα χαθούν τα υπάρχοντά των. Τιποτε δεν θα απολειφθή δια τα παιδιά των. Διότι ο Κυριος θα τιμωρήση τον ασεβή εις την παρούσαν και εις την μέλλουσαν ζωήν. Και θα γνωρίση αυτός την δριμύτητα της θείας οργής.

Ιωβ. 21,20         ἴδοισαν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ τὴν ἑαυτοῦ σφαγήν, ἀπὸ δὲ Κυρίου μὴ διασωθείη·

Ιωβ. 21,20                Τα μάτια του ιδίου του ασεβούς πρέπει να ιδούν και θα ιδούν την φοβεράν εκ μέρους του Κυρίου τιμωρίαν και δεν θα διασωθή αυτός από την μάστιγα της οργής του Κυρίου.

Ιωβ. 21,21         ὅτι τὸ θέλημα αὐτοῦ ἐν οἴκῳ αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἀριθμοὶ μηνῶν αὐτοῦ διῃρέθησαν.

Ιωβ. 21,21                 Αι συνέπειαι του παρανόμου θελήματός του και της ασεβούς ζωής του θα επιπέσουν επάνω εις αυτόν και στον οίκον του. Θα απολαύση αυτά, που ειργάσθη. Και οι αριθμοί των μηνών της ζωής του θα διχοτομηθούν· δεν θα ολοκληρωθή η ζωή του.

Ιωβ. 21,22         πότερον οὐχὶ ὁ Κύριός ἐστιν ὁ διδάσκων σύνεσιν καὶ ἐπιστήμην; αὐτὸς δὲ φόνους διακρινεῖ;

Ιωβ. 21,22                Λοιπόν ο Κυριος δεν είναι εκείνος ο οποίος μας διδάσκει σύνεσιν και επιστήμην και δικαιοσύνην; Αυτός, λοιπόν, δεν είναι Εκείνος, που κρίνει δικαίως τα εγκλήματα των ανθρώπων και τους φόνους, που διαπράττουν αυτοί;

Ιωβ. 21,23         οὗτος ἀποθανεῖται ἐν κράτει ἁπλοσύνης αὐτοῦ, ὅλος δὲ εὐπαθῶν καὶ εὐθηνῶν·

Ιωβ. 21,23                Και όμως αυτός ο ασεβής συμβαίνει να κρατή μέχρι τέλους την δύναμιν και τα πλούτη του, να αποθνήσκη δε εν μέσω απολαύσεων και της αφθονίας των αγαθών του.

Ιωβ. 21,24         τὰ δὲ ἔγκατα αὐτοῦ πλήρη στέατος, μυελὸς δὲ αὐτοῦ διαχεῖται.

Ιωβ. 21,24                Τα σπλάγχνα του είναι υγιή και γεμάτα από πάχος. Ο μυελός των οστέων του εκχειλίζει, χύνεται προς τα έξω και λιπαίνει το εσωτερικον του.

Ιωβ. 21,25         ὁ δὲ τελευτᾷ ὑπὸ πικρίας ψυχῆς, οὐ φαγὼν οὐδὲν ἀγαθόν.

Ιωβ. 21,25                Ο άλλος όμως, ο ευσεβής, συμβαίνει να αποθνήσκη με την πικρίαν εις την ψυχήν, χωρίς να έχη απολαύση τίποτε καλόν, κανένα αγαθόν της ζωής.

Ιωβ. 21 ,26        ὁμοθυμαδὸν δὲ ἐπὶ γῆς κοιμῶνται, σαπρία δὲ αὐτοὺς ἐκάλυψεν.

Ιωβ. 21,26                Αλλά, μαζή κοιμώνται και οι δύο τον ύπνον του θανάτου, η αποσύνθεσις δε και η σαπίλα του τάφου εκάλυψε και τους δύο.

Ιωβ. 21,27         ὥστε οἶδα ὑμᾶς ὅτι τόλμῃ ἐπίκεισθέ μοι·

Ιωβ. 21,27                Το συμπέρασμα είναι, ότι γνωρίζω καλά σας και τας ιδέας σας και ότι επιτίθεσθε εναντίον μου με θρασύτητα

Ιωβ. 21,28         ὥστε ἐρεῖτε· ποῦ ἐστιν οἶκος ἄρχοντος; καὶ ποῦ ἐστιν ἡ σκέπη τῶν σκηνωμάτων τῶν ἀσεβῶν;

Ιωβ. 21,28                και λέγετε· Που είναι ο οίκος του ασεβούς άρχοντος; Που είναι αι στέγαι των πολυαρίθμων κατοικιών, που είχαν οι ασεβείς;

Ιωβ. 21,29         ἐρωτήσατε παραπορευομένους ὁδόν, καὶ τὰ σημεῖα αὐτῶν οὐκ ἀπαλλοτριώσετε·

Ιωβ. 21,29                Ερωτήσατε σχετικώς τους ταξιδιώτας, αυτούς που διέρχονται διαφόρους δρόμους πόλεων και χωρίων, και τας αξιοσημείωτους πληροφορίας που θα σας δώσουν μη τας απορρίπτετε.

Ιωβ. 21,30         ὅτι εἰς ἡμέραν ἀπωλείας κουφίζεται ὁ πονηρός, εἰς ἡμέραν ὀργῆς αὐτοῦ ἀπαχθήσονται.

Ιωβ. 21,30                Αυτοί θα σας πουν, ότι ο πονηρός μένει ανάλαφρος και αναπαυμένος μέχρι της ημέρας, κατά την οποίαν θα εκσπάση εναντίον του η καταστροφή. Θα έλθη η ημέρα της οργής του Κυρίου, κατά την οποίαν θα απαχθούν εις καταστροφήν οι ασεβείς.

Ιωβ. 21,31         τίς ἀπαγγελεῖ ἐπὶ προσώπου αὐτοῦ τὴν ὁδὸν αὐτοῦ; καὶ αὐτὸς ἐποίησε, τίς ἀνταποδώσει αὐτῷ;

Ιωβ. 21,31                 Εφ' όσον όμως ζη ο ασεβής και κρατεί την δύναμίν του, ποιός θα τολμήση να τον ελέγξη κατά πρόσωπον και να του αναφέρη τα κακά, τα οποία αυτός επραγματοποίησεν εις την ζωήν του; Ποιός είναι ικανός να ανταποδώση εις αυτόν την δικαίαν τιμωρίαν δι' αυτά;

Ιωβ. 21,32         καὶ αὐτὸς εἰς τάφους ἀπηνέχθη καὶ ἐπὶ σωρῶν ἠγρύπνησεν.

Ιωβ. 21,32                Και όταν αποθάνη, θα οδηγηθή στον τάφον με πομπήν και δόξαν και από το άγαλμα, το οποίον θα του στήσουν, θα φαίνεται, ως εάν αγρυπνή και επιβλέπη εις πλήθος σκηνωμάτων νεκρών.

Ιωβ. 21,33         ἐγλυκάνθησαν αὐτῷ χάλικες χειμάῤῥου, καὶ ὀπίσω αὐτοῦ πᾶς ἄνθρωπος ἀπελεύσεται, καὶ ἔμπροσθεν αὐτοῦ ἀναρίθμητοι.

Ιωβ. 21,33                Και εις αυτόν ακόμη τον άδην θα φαίνεται, ότι και τα χαλίκια του χειμάρρου του χαμογελούν. Υστερα βέβαια από αυτόν και κάθε άνθρωπος θα κατεβή εκεί στον άδην, όπως και προ αυτού έχουν κατεβή πολυάριθμοι.

Ιωβ. 21,34         πῶς δὲ παρακαλεῖτέ με κενά; τὸ δὲ ἐμὲ καταπαύσασθαι ἀφ᾿ ὑμῶν οὐδέν.

Ιωβ. 21,34                Πως λοιπόν σεις με παρηγορείτε με κούφια λόγια; Καμμίαν παρηγορίαν, καμμίαν ανάπαυσιν δεν μου φέρουν τα λόγια σας”.

 

 

ΙΩΒ 22

 

Ιωβ. 22,1           Ὑπολαβὼν δὲ Ἐλιφὰζ ὁ Θαιμανίτης λέγει·

Ιωβ. 22,1                  Ελαβε τον λόγον τότε ο Ελιφάζ ο Θαιμανίτης και είπε·

Ιωβ. 22,2           πότερον οὐχὶ ὁ Κύριός ἐστιν ὁ διδάσκων σύνεσιν καὶ ἐπιστήμην;

Ιωβ. 22,2                  “λοιπόν, ο Κυριος δεν είναι αυτός, που μας διδάσκει την σύνεσιν, την σοφίαν και την δικαιοσύνην;

Ιωβ. 22,3           τί γὰρ μέλει τῷ Κυρίῳ, ἐὰν σὺ ἦσθα τοῖς ἔργοις ἄμεμπτος; ἢ ὠφέλεια, ὅτι ἁπλώσεις τὴν ὁδόν σου;

Ιωβ. 22,3                  Διότι επιτέλους τι ενδιαφέρον και τι συμφέρον έχει ο Κυριος, εάν συ υπήρξες άμεμπτος εις τα έργα σου; Η ποίαν ωφέλειαν έχει αυτός να αποκομίση, εάν συ έζησες με απλότητα και ακεραιότητα την ζωήν σου; Καμμίαν.

Ιωβ. 22,4           ἦ λόγον σου ποιούμενος ἐλέγξει σε, καὶ συνεισελεύσεταί σοι εἰς κρίσιν;

Ιωβ. 22,4                  Η μήπως, διότι σε υπολογίζει, θα σε ελέγξη και θα σε τιμωρήση, και θα έλθη τρόπον τινά εις κρίσιν και αντιδικίαν μαζή σου;

Ιωβ. 22,5           πότερον οὐχ ἡ κακία σού ἐστι πολλή, ἀναρίθμητοι δὲ σού εἰσιν αἱ ἁμαρτίαι;

Ιωβ. 22,5                  Σκέψου δεν είναι μεγάλη η κακία σου και ανυπολόγιστοι αι αμαρτίαι σου;

Ιωβ. 22,6           ἠνεχύραζες δὲ τοὺς ἀδελφούς σου διακενῆς, ἀμφίασιν δὲ γυμνῶν ἀφείλου·

Ιωβ. 22,6                  Συ, δια το τίποτε, εζητούσες και έπαιρνες ενέχυρα από τους αδελφούς σου. Επαιρνες δε το μοναδικόν ένδυμα ανθρώπων, οι οποίοι δεν είχον άλλο να καλύψουν την γύμνωσίν των.

Ιωβ. 22,7           οὐδὲ ὕδωρ διψῶντας ἐπότισας, ἀλλὰ πεινώντων ἐστέρησας ψωμόν·

Ιωβ. 22,7                  Δεν έδωκες ποτέ νερό στους διψώντας, και από αυτούς ακόμη τους πεινώντας αφαιρούσες το ψωμί.

Ιωβ. 22,8           ἐθαύμασας δέ τινων πρόσωπον, ᾤκισας δὲ τοὺς ἐπὶ τῆς γῆς.

Ιωβ. 22,8                  Εθαύμασες δε και ετίμησες μερικούς ανθρώπους, που κατείχαν αξιώματα και θέσεις, μολονότι ήσαν ασεβείς, και παρεχώρησες εις αυτούς τόπον να κατοικήσουν εις την χώραν σου. Εν τους πτωχούς εις ουδέν τους υπελόγιζες.

Ιωβ. 22,9           χήρας δὲ ἐξαπέστειλας κενάς, ὀρφανοὺς δὲ ἐκάκωσας.

Ιωβ. 22,9                  Εδιωξες τας χήρας με αδειανά τα χέρια, χωρίς να δώσης καμμίαν εις αυτάς βοήθειαν, και κατέθλιψες τα ορφανά.

Ιωβ. 22,10         τοιγαροῦν ἐκύκλωσάν σε παγίδες, καὶ ἐσπούδασέ σε πόλεμος ἐξαίσιος.

Ιωβ. 22,10                Εξ αιτίας, λοιπόν, αυτών, τα οποία έπραξες, σε περικύκλωσαν πολλαί παγίδες θλίψεων και καταστροφών, εξέσπασε δε εναντίον σου απροσδόκητος μεγάλος και φοβερός πόλεμος εκ μέρους των ανθρώπων.

Ιωβ. 22,11         τὸ φῶς σοι σκότος ἀπέβη, κοιμηθέντα δὲ ὕδωρ σε ἐκάλυψε.

Ιωβ. 22,11                 Το φως της χαρούμενης ζωής σου έγινε σκοτάδι δυστυχίας και θλίψεως, και σε εσκέπασε το νερό της πλημμύρας, ενώ εκοιμάσο ήσυχος και αμέριμνος.

Ιωβ. 22,12         μὴ οὐχὶ ὁ τὰ ὑψηλὰ ναίων ἐφορᾷ; τοὺς δὲ ὕβρει φερομένους ἐταπείνωσε;

Ιωβ. 22,12                Μηπως ο Θεός, που κατοικεί εις τα ύψη των ουρανών, δεν επιβλέπει τα όσα συμβαίνουν εις την γην; Μηπως αυτός δεν εταπείνωσεν εκείνους, που φέρονται με αλαζονείαν και θρασύτητα;

Ιωβ. 22,13         καὶ εἶπας· τί ἔγνω ὁ ἰσχυρός; ἦ κατὰ τοῦ γνόφου κρινεῖ;

Ιωβ. 22,13                Αλλά συ είπες· τι γνωρίζει ο παντοδύναμος; Μηπως είναι δυνατόν να διακρίνη δια μέσου των σκοτεινών νεφών όσα συμβαίνουν εις την γην και να αποδώση δικαιοσύνην;

Ιωβ. 22,14         νεφέλη ἀποκρυφὴ αὐτοῦ, καὶ οὐχ ὁραθήσεται καὶ γῦρον οὐρανοῦ διαπορεύεται.

Ιωβ. 22,14                Νεφέλη τον κρύπτει και έτσι ούτε κανείς θα τον ίδη ούτε αυτός βλέπει και ενδιαφέρεται δια κανένα. Αυτός απλώς και μόνον κάμνει τον περίπατόν του στον γύρον του ουρανού.

Ιωβ. 22,15         μὴ τρίβον αἰώνιον φυλάξεις, ἣν ἐπάτησαν ἄνδρες δίκαιοι,

Ιωβ. 22,15                Μηπως και συ θα βαδίσης τον παλαιόν δρόμον, τον οποίον επάτησαν και εβάδισαν άνθρωποι φαινομενικώς δίκαιοι, εις την πραγματικότητα δε αμαρτωλοί,

Ιωβ. 22,16         οἳ συνελήφθησαν ἄωροι; ποταμὸς ἐπιῤῥέων οἱ θεμέλιοι αὐτῶν,

Ιωβ. 22,16                οι οποίοι πρόωρα και εις νεαράν ηλικίαν περιέπεσαν εις όλεθρον και καταστροφήν; Τα θεμέλια της ζωής των και της νομιζομένης ευτυχίας των είναι ασταθή, ωσάν τα ρέοντα ύδατα του ποταμού.

Ιωβ. 22,17         οἱ λέγοντες· Κύριος τί ποιήσει ἡμῖν; ἢ τί ἐπάξεται ἡμῖν ὁ Παντοκράτωρ;

Ιωβ. 22,17                Αλαζονικώς δε αυτοί λέγουν· Τι θα μας κάμη ο Κυριος; Η ποίαν τιμωρίαν θα επιφέρη εναντίον μας ο Παντοκράτωρ;

Ιωβ. 22,18         ὃς δὲ ἐνέπλησε τοὺς οἴκους αὐτῶν ἀγαθῶν, βουλὴ δὲ ἀσεβῶν πόῤῥω ἀπ᾿ αὐτοῦ.

Ιωβ. 22,18                Εν τούτοις αυτός ο καταφρονούμενος Θεός εγέμισε τα σπίτια των με αγαθά. Αλλ' αι σκέψεις και αι αποφάσεις των ασεβών είναι μακράν από αυτόν.

Ιωβ. 22,19         ἰδόντες δίκαιοι ἐγέλασαν, ἄμεμπτος δὲ ἐμυκτήρισεν.

Ιωβ. 22,19                Οι δίκαιοι όμως, όταν είδαν την επερχομένην καταστροφήν των ασεβών, ευχαριστήθησαν. Και ο άμεμπτος και ακέραιος εις την ζωήν και τα έργα του τους ελεεινολόγησε.

Ιωβ. 22,20         εἰ μὴ ἠφανίσθη ἡ ὑπόστασις αὐτῶν, καὶ τὸ κατάλειμμα αὐτῶν καταφάγεται πῦρ.

Ιωβ. 22,20               Διότι πράγματι εξηφανίσθησαν όλα τα υπάρχοντα των ασεβών και ο,τι από αυτά απέμεινε θα τα φάγη η φωτιά.

Ιωβ. 22,21         γενοῦ δὴ σκληρός, ἐὰν ὑπομείνῃς· εἶτα ὁ καρπός σου ἔσται ἐν ἀγαθοῖς.

Ιωβ. 22,21                Σφίξε, λοιπόν, με σκληρότητα τον εαυτόν σου. Δείξε ακλόνητον καρτερίαν και υπομονήν. Καρπός δε αυτών των προσπαθειών σου και της ακεραίας ζωής σου θα είναι τα πολυάριθμα αγαθά.

Ιωβ. 22,22         ἔκλαβε δὲ ἐκ στόματος αὐτοῦ ἐξηγορίαν καὶ ἀνάλαβε τὰ ῥήματα αὐτοῦ ἐν καρδίᾳ σου.

Ιωβ. 22,22               Δέξου, λοιπόν, και βάλε μέσα σου όλα όσα το στόμα του Θεού διακηρύττει. Βαλε τα λόγια του Κυρίου μέσα εις την καρδίαν σου.

Ιωβ. 22,23         ἐὰν δὲ ἐπιστραφῇς καὶ ταπεινώσῃς σεαυτὸν ἔναντι Κυρίου, πόῤῥω ἐποίησας ἀπὸ διαίτης σου ἄδικον.

Ιωβ. 22,23               Εάν δε επιστρέψης προς τον Κυριον με ειλικρινή μετάνοιαν και ταπεινώσης τον εαυτόν σου ενώπιον αυτού, τότε έδιωξες πλέον από την ζωήν σου κάθε αδικίαν και δυστυχίαν.

Ιωβ. 22,24         θήσῃ ἐπὶ χώματι ἐν πέτρᾳ καὶ ὡς πέτρα χειμάῤῥου Σωφίρ.

Ιωβ. 22,24               Τοτε θα στηρίξης την ζωήν και το σπίτι σου επάνω εις χώμα, που ευρίσκεται επί την πέτραν, και η πέτρα αυτή θα είναι χρυσή ωσάν τον χρυσόν, που κατεβάζει ο χείμαρρος της χώρας Σωφίρ.

Ιωβ. 22,25         ἔσται οὖν σου ὁ Παντοκράτωρ βοηθὸς ἀπὸ ἐχθρῶν, καθαρὸν δὲ ἀποδώσει σε ὥσπερ ἀργύριον πεπυρωμένον.

Ιωβ. 22,25               Τοτε ο Θεός ο Παντοκράτωρ θα είναι βοηθός σου εναντίον των εχθρών σου και θα σε καταστήση καθαρόν, όπως γίνεται ο άργυρος που καθαρίζεται δια του πυρός.

Ιωβ. 22,26         εἶτα παῤῥησιασθήσῃ ἐναντίον Κυρίου ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν ἱλαρῶς·

Ιωβ. 22,26               Επειτα θα έχης το θάρρος και την παρρησίαν ενώπιον του Κυρίου και θα σηκώνης τα βλέμματά σου στον ουρανόν, με ειρηνικόν και ιλαρόν το πρόσωπον.

Ιωβ. 22,27         εὐξαμένου δέ σου πρὸς αὐτὸν εἰσακούσεταί σου, δώσει δέ σοι ἀποδοῦναι τὰς εὐχάς·

Ιωβ. 22,27               Οταν δε προσεύχεσαι και κάνης τάματα εις αυτόν, θα ακούση την προσευχήν σου και θα σου δώση τα αγαθά, δια να εκπληρώσης το τάμα σου προς αυτόν.

Ιωβ. 22,28         ἀποκαταστήσει δέ σοι δίαιταν δικαιοσύνης, ἐπὶ δὲ ὁδοῖς σου ἔσται φέγγος.

Ιωβ. 22,28               Θα σε αποκαταστήση δε στερεόν και ακλόνητον ο Κυριος εις οικήμοτα δικαιοσύνης, εις ζωήν χαράς. Εις τους δρόμους δε της ζωής σου θα υπάρχη φως θείας καθοδηγήσεως και αγαλλιάσεως.

Ιωβ. 22,29         ὅτι ἐταπείνωσας σεαυτόν, καὶ ἐρεῖς· ὑπερηφανεύσατο, καὶ κύφοντα ὀφθαλμοῖς σώσει.

Ιωβ. 22,29               Αυτά θα πραγματοποιηθούν, διότι συ εταπείνωσες τον εαυτόν σου ενώπιον του Θεού και θα είπης· ότι όπως εκείνον που υπερηφανεύθη τον ετιμώρησεν ο Θεός, έτσι και εκείνον, που με ταπείνωσιν κύπτει τους οφθαλμούς και κεφαλήν κάτω, θα τον σώση και τον ανύψώση.

Ιωβ. 22,30         ῥύσεται ἀθῷον, καὶ διασώθητι ἐν καθαραῖς χερσί σου.

Ιωβ. 22,30               Θα προφυλάξη ο Θεός τον αθώον από κινδύνους και θλίψεις. Και συ θα διασωθής, εάν έχης καθαρά τα χέρια σου από κάθε αδικίαν.

 

 

ΙΩΒ 23

 

Ιωβ. 23,1           Ὑπολαβὼν δὲ Ἰὼβ λέγει·

Ιωβ. 23,1                   Ο Ιώβ έλαβε τον λόγον και είπε·

Ιωβ. 23,2           καὶ δὴ οἶδα ὅτι ἐκ χειρός μου ἡ ἔλεγξίς ἐστι, καὶ ἡ χεὶρ αὐτοῦ βαρεῖα γέγονεν ἐπ᾿ ἐμῷ στεναγμῷ.

Ιωβ. 23,2                  “λοιπόν γνωρίζω καλά το φρόνημά σας επί του προκειμένου. Νομίζετε, δηλαδή, ότι ασεβώς κατά του Θεού απευθύνω ελέγχον με υψωμένον το χέρι μου εις ένδειξιν διαμαρτυρίας και δι' αυτό βαρεία η χειρ του Θεού έχει πέσει επάνω μου ένεκα του στεναγμού και των παραπόνων μου.

Ιωβ. 23,3           τίς δ᾿ ἄρα γνοίη ὅτι εὕροιμι αὐτὸν καὶ ἔλθοιμι εἰς τέλος;

Ιωβ. 23,3                  Ποιός όμως γνωρίζει, αν θα μπορέσω να συναντήσω τον Κυριον και αν η πορεία μου προς αυτόν θα κατευοδωθή στο τέλος.

Ιωβ. 23,4           εἴποιμι δὲ ἐμαυτοῦ κρίμα, τὸ δὲ στόμα μου ἐμπλήσαι ἐλέγχων·

Ιωβ. 23,4                  Εάν τον εύρισκα, θα εξέθετα προς αυτόν την υπόθεσίν μου. Το δε στόμα μου θα εγεμιζεν από λόγους, που θα απεδείκνυαν την αθωότητά μου.

Ιωβ. 23,5           γνοίην δὲ ἰάματα, ἅ μοι ἐρεῖ, αἰσθοίμην δέ τίνα μοι ἀπαγγελεῖ.

Ιωβ. 23,5                  Θα εγνώριζα δε και θα εδεχόμην την θεραπείαν, την οποίαν εκείνος θα μου έλεγε. Θα αισθανόμουν δε και θα εννοούσα καλώς εκείνα, που θα μου έλεγεν ο Κυριος.

Ιωβ. 23,6           καὶ ἐν πολλῇ ἰσχύϊ ἐπελεύσεταί μοι, εἶτα ἐν ἀπειλῇ μοι οὐ χρήσεται·

Ιωβ. 23,6                  Θα εμφανισθή εις εμέ ως Θεός με άπειρον δύναμιν. Δεν θα κάμη όμως χρήσιν της απειλής εναντίον μου, δια να με αφήση έτσι να ομιλήσω ελεύθερα.

Ιωβ. 23,7           ἀλήθεια γὰρ καὶ ἔλεγχος παρ᾿ αὐτοῦ, ἐξαγάγοι δὲ εἰς τέλος τὸ κρίμα μου·

Ιωβ. 23,7                  Διότι από αυτόν πηγάζει και προέρχεται η αλήθεια και ο δίκαιος έλεγχος. Είθε δε αυτός εν τη δικαιοσύνη και αλήθεια του να φέρη εις πέρας το δίκαιόν μου.

Ιωβ. 23,8           εἰς γὰρ πρῶτα πορεύσομαι καὶ οὐκέτι εἰμί· τὰ δὲ ἐπ᾿ ἐσχάτοις τί οἶδα;

Ιωβ. 23,8                  Που, λοιπόν, θα τον συναντήσω; Θα πορευθώ κατ' ευθείαν εμπρός, αλλ' όσον και αν προχωρήσω, δεν θα ευρεθώ πλησίον του. Εάν πάλιν βαδίσω προς τα οπίσω, τι θα γνωρίζω δι' αυτόν;

Ιωβ. 23,9           ἀριστερὰ ποιήσαντος αὐτοῦ καὶ οὐ κατέσχον· περιβαλεῖ δεξιά, καὶ οὐκ ὄψεται.

Ιωβ. 23,9                  Οταν αυτός έκαμε κάτι προς τα αριστερά, εγώ δεν το επρόλαβα. Θα γυρίση προς τα δεξιά, και πάλιν δεν θα τον ίδω. Οπου και αν στραφώ, όπου και αν βαδίσω, δεν θα ίδω τον Θεόν.

Ιωβ. 23,10         εἶδε γὰρ ἤδη ὁδόν μου, διέκρινε δέ με ὥσπερ τὸ χρυσίον.

Ιωβ. 23,10                Εκείνος όμως είδε και γνωρίζει την πορείαν της ζωής μου και με εκαθάρισεν, όπως τον χρυσόν καθαρίζει το πυρ της καμίνου.

Ιωβ. 23,11         ἐξελεύσομαι δὲ ἐν ἐντάλμασιν αὐτοῦ, ὁδοὺς γὰρ αὐτοῦ ἐφύλαξα καὶ οὐ μὴ ἐκκλίνω

Ιωβ. 23,11                 Θα εξέλθω προς αυτόν βαδίζων και συμπεριφερόμενος σύμφωνα με τας εντολάς και τα προστάγματά του. Διότι εγώ και στο παρελθόν εφύλαξα τον δρόμον των εντολών του. Αλλά και στο μέλλον δεν θα παρεκκλίνω από αυτόν.

Ιωβ. 23,12         ἀπὸ ἐνταλμάτων αὐτοῦ καὶ οὐ μὴ παρέλθω, ἐν δὲ κόλπῳ μου ἔκρυψα ῥήματα αὐτοῦ.

Ιωβ. 23,12                Δεν θα αντιπαρέλθω με αδιαφορίαν τα προστάγματά του. Εις το βάθος δε του εσωτερικού μου έκρυψα ως πολύτιμον θησαυρόν τους λόγους του.

Ιωβ. 23,13         εἰ δὲ καὶ αὐτὸς ἔκρινεν οὕτως, τίς ἐστιν ὁ ἀντειπὼν αὐτῷ; ὃ γὰρ αὐτὸς ἠθέλησε, καὶ ἐποίησε.

Ιωβ. 23,13                Εφ' όσον όμως αυτός έκρινε καλόν να ενεργήση έτσι προς εμέ, ποιός ημπορεί να του αντείπη; Διότι εκείνο που αυτός ηθέλησε, αυτό και έπραξε.

Ιωβ. 23,14         διὰ τοῦτο ἐπ᾿ αὐτῷ ἐσπούδακα, νουθετούμενος δὲ ἐφρόντισα αὐτοῦ.

Ιωβ. 23,14                Δια τούτο και εγώ με πολλήν σπουδήν και ενδιαφέρον ήκουσα αυτόν. Οταν δέ με το θέλημά του η με την παιδαγωγίαν του με ενουθετούσε, εφρόντιζα να πορεύωμαι σύμφωνα με το θέλημά του.

Ιωβ. 23,15         ἐπὶ τούτῳ ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ κατασπουδασθῶ· κατανοήσω καὶ πτοηθήσομαι ἐξ αὐτοῦ.

Ιωβ. 23,15                Δια τούτο και θα τρέμω ενώπιον της παρουσίας του. Και εάν τον ίδω και τον κατανοήσω, θα καταληφθώ και θα συγκλονισθώ από φόβον μεγάλον εξ αιτίας του.

Ιωβ. 23,16         Κύριος δὲ ἐμαλάκυνε τὴν καρδίαν μου, ὁ δὲ Παντοκράτωρ ἐσπούδασέ με·

Ιωβ. 23,16                Ο Κυριος παρέλυσε την καρδίαν μου με την παρουσίαν του. Ο Παντοκράτωρ με κατετρόμαξε με τον αιφνιδιασμόν του.

Ιωβ. 23,17         οὐ γὰρ ᾔδειν ὅτι ἐπελεύσεταί μοι σκότος, πρὸ προσώπου δέ μου ἐκάλυψε γνόφος.

Ιωβ. 23,17                Διότι δεν εγνώριζα, ούτε μου επερασεν από τον νουν, ότι θα επέλθη εναντίον μου τόσον σκοτάδι οδύνης και πόνου. Τωρα όμως με έχει σκεπάσει πυκνό και αδιαπέραστο σκοτάδι.

 

 

ΙΩΒ 24

 

Ιωβ. 24,1           Διατί δὲ Κύριον ἔλαθον ὧραι,

Ιωβ. 24,1                  Διατί φαίνεται σαν να εξέφυγαν από την προσοχήν του Κυρίου αι ημέραι δικαιοσύνης και ανταποδόσεως;

Ιωβ. 24,2           ἀσεβεῖς δὲ ὅριον ὑπερέβησαν ποίμνιον σὺν ποιμένι ἁρπάσαντες;

Ιωβ. 24,2                  Δια τούτο και οι ασεβείς κατεπάτησαν τα όρια της ποίμνης και απεθρασύνθησαν, ώστε να αρπάσουν ποίμνιον ολόκληρον μαζή με τον ποιμένα;

Ιωβ. 24,3           ὑποζύγιον ὀρφανῶν ἀπήγαγον καὶ βοῦν χήρας ἠνεχύρασαν.

Ιωβ. 24,3                  Ελήστευσαν και επήραν τα υποζύγια των ορφανών τέκνων. Και άλλοι επήραν το βόϊδι της χήρας ως ενέχυρον δια το χρέος της.

Ιωβ. 24,4           ἐξέκλιναν ἀδυνάτους ἐξ ὁδοῦ δικαίας, ὁμοθυμαδὸν δὲ ἐκρύβησαν πρᾳεῖς γῆς.

Ιωβ. 24,4                  Εξηνάγκασαν με τας πιέσεις και τας απειλάς των πολλούς αδυνάτους να απομακρυνθούν από τον δρόμον του καθήκοντος και της δικαιοσύνης. Αλλοι δε φιλήσυχοι και πράοι ένεκα του τρόμου, που αυτοί τους ενεπνεαν, εκρύβησαν όλοι μαζή.

Ιωβ. 24,5           ἀπέβησαν δὲ ὥσπερ ὄνοι ἐν ἀγρῷ ὑπὲρ ἐμοῦ ἐξελθόντες τὴν ἑαυτῶν τάξιν· ἡδύνθη αὐτῷ ἄρτος εἰς νεωτέρους.

Ιωβ. 24,5                  Ωσάν άγριοι ατίθασοι όνοι εισώρμησαν στους αγρούς μου αντί εμού, δια να επιδοθούν στο ληστρικόν και καταστρεπτικόν έργον των. Δοκιμάζουν ηδονήν και ικανοποίησιν από τον άρτον και τα αγαθά, που αποκτούν και τα οποία δίδουν και εις τα τέκνα των.

Ιωβ. 24,6           ἀγρὸν πρὸ ὥρας οὐκ αὐτῶν ὄντα ἐθέρισαν· ἀδύνατοι ἀμπελῶνας ἀσεβῶν ἀμισθὶ καὶ ἀσιτὶ εἰργάσαντο.

Ιωβ. 24,6                  Αγρόν, που δεν ήτο ιδικός των εθέρισαν προ της ώρας, δια να αρπάσουν τον σίτον. Αδύνατοι και απροστάτευτοι άνθρωποι, κάτω από την απειλήν και την βίαν, ειργάσθησαν χωρίς μισθόν και χωρίς φαγητόν στους αμπελώνας των ασεβών.

Ιωβ. 24,7           γυμνοὺς πολλοὺς ἐκοίμησαν ἄνευ ἱματίων, ἀμφίασιν δὲ ψυχῆς αὐτῶν ἀφείλαντο.

Ιωβ. 24,7                  Απληστοι και άρπαγες ηνάγκασαν πολλούς να κοιμηθούν γυμνοί, χωρίς ενδύματα, διότι αφήρεσαν από αυτούς και το μοναδικόν των ένδυμα, με το οποίον επροστάτευαν την ζωήν των.

Ιωβ. 24,8           ἀπὸ ψεκάδων ὀρέων ὑγραίνονται, παρὰ τὰ μὴ ἔχειν ἑαυτοὺς σκέπην, πέτραν περιεβάλοντο.

Ιωβ. 24,8                  Από τα παγωμένα σταλάγματα των βουνών και από την συνεχή βροχήν μουσκεύουν αυτοί, διότι δεν έχουν πλέον ρούχο να σκεπασθούν. Και αντί ενδυμάτων χρησιμοποιούν τα σπήλαια των βράχων.

Ιωβ. 24,9           ἥρπασαν ὀρφανὸν ἀπὸ μαστοῦ, ἐκπεπτωκότα δὲ ἐταπείνωσαν.

Ιωβ. 24,9                  Παιδί ορφανόν από πατέρα το ήρπασαν από τον μητρικόν μαστόν, ξεπεσμένον δε και πτωχόν τον εξηυτέλισαν ακόμη περισσότερον.

Ιωβ. 24,10         γυμνοὺς δὲ ἐκοίμησαν ἀδίκως, πεινώντων δὲ τὸν ψωμὸν ἀφείλαντο.

Ιωβ. 24,10                Αδίστακτοι εις τας αδικίας των, ηνάγκασαν πολλούς να κοιμηθούν γυμνοί. Ηρπασαν το ψωμί από τους πεινασμένους.

Ιωβ. 24,11         ἐν στενοῖς ἀδίκως ἐνήδρευσαν, ὁδὸν δὲ δικαίαν οὐκ ᾔδεισαν.

Ιωβ. 24,11                 Εστησαν ενέδρας εις στενάς διαβάσεις, δια να επιτεθούν αδίκως εναντίον των άλλων. Δεν εγνώρισαν και δεν ηθέλησαν να γνωρίσουν τον δίκαιον δρόμον.

Ιωβ. 24,12         οἳ ἐκ πόλεως καὶ οἴκων ἰδίων ἐξεβάλοντο, ψυχὴ δὲ νηπίων ἐστέναξε μέγα.

Ιωβ. 24,12                Οι πτωχοί και αδύνατοι εξεδιώκοντο από τας πόλεις και τα σπίτια των. Ενεκα δε τούτου και αυτά ακόμη τα νήπια, τέκνα των θυμάτων, ανελύοντο εις θρήνους και εξέβαλλαν μεγάλους στεναγμούς.

Ιωβ. 24,13         αὐτὸς δὲ διατί τούτων ἐπισκοπὴν οὐ πεποίηται; ἐπὶ γῆς ὄντων αὐτῶν καὶ οὐκ ἐπέγνωσαν, ὁδὸν δὲ δικαιοσύνης οὐκ ᾔδεισαν, οὐδὲ ἀτραποὺς αὐτῶν ἐπορεύθησαν.

Ιωβ. 24,13                Αυτός δε ο Κυριος, διατί δεν επρόσεξε τα εγκλήματα αυτά των ασεβών και δεν ανταπέδωσε κατά τα έργα των εις αυτούς; Ζουν εδώ εις την γην και δεν έρχονται εις καμμίαν επίγνωσιν και συναίσθησιν των εγκλημάτων των. Ποτέ δεν εγνώρισαν τους δρόμους της αρετής και της δικαιοσύνης. Ούτε δε εις τα στενά και δύσκολα δι' αυτούς μονοπάτια της δικαιοσύνης εβάδισαν.

Ιωβ. 24,14         γνοὺς δὲ αὐτῶν τὰ ἔργα παρέδωκεν αὐτοὺς εἰς σκότος, καὶ νυκτὸς ἔσται ὡς κλέπτης.

Ιωβ. 24,14                Εγνώρισεν όμως ο Κυριος τας διαθέσεις και την ποιότητα αυτών και παρεχώρησεν, ώστε να εργάζωνται στο σκότος, όπως κάθε κλέπτης εργάζεται εις καιρόν νυκτός.

Ιωβ. 24,15         καὶ ὀφθαλμὸς μοιχοῦ ἐφύλαξε σκότος λέγων· οὐ προνοήσει με ὀφθαλμός, καὶ ἀποκρυβὴν προσώπου ἔθετο.

Ιωβ. 24,15                Ο πονηρός οφθαλμός του μοιχού περιμένει και παραφυλάττει να έλθη το σκοτάδι και λέγει· Δεν θα με ιδή, ούτε θα με παρακολουθήση κανένα μάτι. Υπό το προσωπείον της υποκρισίας και αθωότητος κρύπτει τον πραγματικόν εαυτόν του.

Ιωβ. 24,16         διώρυξεν ἐν σκότει οἰκίας· ἡμέρας ἐσφράγισαν ἑαυτούς, οὐκ ἐπέγνωσαν φῶς.

Ιωβ. 24,16                Οι άπληστοι και άρπαγες, όταν το σκότος είχε πέσει, ετρύπησαν και διέρρηξαν οικίας, δια να τας λεηλατήσουν. Κατά δε την ημέραν εκρύβησαν, εκλείσθησαν κάπου και δεν εγνώρισαν το φως.

Ιωβ. 24,17         ὅτι ὁμοθυμαδὸν αὐτοῖς τὸ πρωΐ σκιὰ θανάτου, ὅτι ἐπιγνώσεται τάραχος σκιᾶς θανάτου.

Ιωβ. 24,17                Διότι από όλους αυτούς το πρωϊνόν φως θεορείται σκια θανατηφόρος. Διότι τους εργάτας αυτούς του σκότους τους καταλαμβάνει μεγάλη ταραχή, ως τρομερά σκια θανάτου, το φως της ημέρας.

Ιωβ. 24,18         ἐλαφρός ἐστιν ἐπὶ πρόσωπον ὕδατος, καταραθείη ἡ μερὶς αὐτῶν ἐπὶ γῆς, ἀναφανείη δὲ τὰ φυτὰ αὐτῶν

Ιωβ. 24,18                Κατορθώνει βέβαια ο ασεβής να επιπλέη, σαν φελλός επάνω εις την επιφάνειαν του ύδατος. Είθε να είναι κατηραμένον το μερίδιόν του στους αγρούς. Αγρια δε φυτά και άκαρπα να βλαστάνουν

Ιωβ. 24,19         ἐπὶ γῆς ξηρά· ἀγκαλίδα γὰρ ὀρφανῶν ἥρπασαν.

Ιωβ. 24,19                και να ξηραίνωνται εις τα χωράφια των. Διότι ήρπασαν δεμάτια σίτου και κριθής από τα χέρια των ορφανών.

Ιωβ. 24,20         εἶτ᾿ ἀνεμνήσθη αὐτοῦ ἡ ἁμαρτία, ὥσπερ δὲ ὁμίχλη δρόσου ἀφανὴς ἐγένετο· ἀποδοθείη δὲ αὐτῷ ἃ ἔπραξε, συντριβείη δὲ πᾶς ἄδικος ἴσα ξύλῳ ἀνιάτῳ.

Ιωβ. 24,20               Επειτα όμως από τα εγκλήματα και τας αρπαγάς αυτών, η αμαρτία των ήλθεν ενώπιον του Θεού. Και ο αμαρτωλός εξηφανίσθη σαν την ομίχλην, η οποία υπό τας ακτίνας του ηλίου διαλύεται εις δρόσον. Θα ανταποδοθούν εις αυτόν τα κακά, τα οποία διέπραξε, και κάθε άδικος θα καταστραφή, σαν ένα δένδρον άκαρπον και σάπιον.

Ιωβ. 24,21         στεῖραν δὲ οὐκ εὖ ἐποίησε καὶ γύναιον οὐκ ἠλέησε,

Ιωβ. 24,21                Αυτός ούτε εις στείραν και απροστάτευτον γυναίκα δεν έκαμε ποτέ καλόν και κάθε άλλην γυναίκα εγκαταλελειμμένην και πτωχήν δεν εσπλαγχνίσθη.

Ιωβ. 24,22         θυμῷ δὲ κατέστρεψεν ἀδυνάτους. ἀναστὰς τοιγαροῦν οὐ μὴ πιστεύσῃ κατὰ τῆς ἑαυτοῦ ζωῆς.

Ιωβ. 24,22               Επάνω στον σκληρόν και αδίστακτον θυμόν του κατέστρεψεν αδυνάτους. Λοιπόν, και όταν ακόμη είναι όρθιος και υγιής και θριαμβευτής, ας μη έχη πεποίθησιν δια την ασφάλειαν της ζωής του.

Ιωβ. 24,23         μαλακισθεὶς μὴ ἐλπιζέτω ὑγιασθῆναι, ἀλλὰ πεσεῖται νόσῳ·

Ιωβ. 24,23               Οταν δε ασθενήση, ας μη ελπίζη ότι θα θεραπευθή και θα αποκτήση πάλιν την υγείαν του. Διότι η ασθένειά του θα τον ρίψη κάτω και θα τον οδηγήση στον θάνατον.

Ιωβ. 24,24         πολλοὺς γὰρ ἐκάκωσε τὸ ὕψωμα αὐτοῦ, ἐμαράνθη δὲ ὥσπερ μολόχη ἐν καύματι ἢ ὥσπερ στάχυς ἀπὸ καλάμης αὐτόματος ἀποπεσών.

Ιωβ. 24,24               Επειδή πολλούς κατέθλιψε και εβασάνισέ με την σκληρότητα και αλαζονείαν του, θα μαρανθή, όπως μαραίνεται η μολόχα από την πολλήν θερμότητα, και θα πέση, όπως μερικές φορές πέφτει μόνον του το αποξηραμμένο στάχυ.

Ιωβ. 24,25         εἰ δὲ μή, τίς ἐστιν ὁ φάμενος ψευδῆ με λέγειν καὶ θήσει εἰς οὐδὲν τὰ ῥήματά μου;

Ιωβ. 24,25               Εάν αυτά δεν είναι έτσι, όπως τα λέγω, ποιός είναι αυτός, που θα ισχυρισθή ότι λέγω ψεύματα και εις ουδέν θα υπολογιση τα λόγια μου αυτά;

 

 

ΙΩΒ 25

 

Ιωβ. 25,1           Ὑπολαβὼν δὲ Βαλδὰδ ὁ Σαυχίτης λέγει·

Ιωβ. 25,1                   Ελαβε τον λόγον ο Βαλδάδ ο Σαυχίτης και είπε·

Ιωβ. 25,2           τί γὰρ προοίμιον ἢ φόβος παρ᾿ αὐτοῦ ὁ ποιῶν τὴν σύμπασαν ἐν ὑψίστῳ;

Ιωβ. 25,2                  “ποίον άλλο προοίμιον της απαντήσεώς μου ταιριάζει ειμή μόνον ο φόβος τον οποίον εμπνέει Εκείνος, ο οποίος εδημιούργησεν, εξακολουθεί δε να κυβερνά και να συγκρατή την εν τοις υψίστοις δημιουργίαν;

Ιωβ. 25,3           μὴ γάρ τις ὑπολάβοι ὅτι ἐστὶ παρέκλυσις πειραταῖς, ἐπὶ τίνας δὲ οὐκ ἐπελεύσεται ἔνεδρα παρ᾿ αὐτοῦ;

Ιωβ. 25,3                  Μηπως, τάχα, και νομίζει κανείς ότι θα βραδύνη και θα ματαιωθή η τιμωρός ενέργεια του Θεού και εναντίον αυτών ακόμη των αγρίων πειρατών, που λυμαίνονται τας θαλάσσας; Εναντίον δε ποίων, οσονδήποτε ισχυροί και αν είναι, δεν θα επέλθουν ολέθριοι ενέδραι από αυτόν τον Θεόν;

Ιωβ. 25,4           πῶς γὰρ ἔσται δίκαιος βροτὸς ἔναντι Κυρίου; ἢ τίς ἂν ἀποκαθαρίσαι αὐτὸν γεννητὸς γυναικός;

Ιωβ. 25,4                  Ολοι είναι υπεύθυνοι απέναντι αυτού, διότι πως είναι δυνατόν να δικαιωθή θνητός άνθρωπος ενώπιον του Κυρίου; Η ποιός, γεννηθείς από γυναίκα και το βάρος του προπατορικού αμαρτήματος έχων, είναι δυνατόν να καθαρίση τον εαυτόν του;

Ιωβ. 25,5           εἰ σελήνῃ συντάσσει, καὶ οὐκ ἐπιφαύσκει, ἄστρα δὲ οὐ καθαρὰ ἐναντίον αὐτοῦ.

Ιωβ. 25,5                  Εάν ο Θεός αντιπαραθέση τον εαυτόν του με την πανσέληνον, παύει αυτή να φωτίζη. Τα δε ολόλαμπρα άστρα δεν είναι καθαρά και φωτεινά ενώπιον του.

Ιωβ. 25,6           ἔα δέ, ἄνθρωπος σαπρία καὶ υἱὸς ἀνθρώπου σκώληξ.

Ιωβ. 25,6                  Ποσω μάλλον ο άνθρωπος, ο οποίος είναι σαπίλα και αποσύνθεσις, και ο απόγονος ανθρώπου, που είναι ένας σκώληξ;

 

 

ΙΩΒ 26

 

Ιωβ. 26,1           Ὑπολαβὼν δὲ Ἰὼβ λέγει·

Ιωβ. 26,1                  Απαντών κατόπιν ο Ιώβ είπε·

Ιωβ. 26,2           τίνι πρόσκεισαι ἢ τίνι μέλλεις βοηθεῖν; πότερον, οὐχ ᾧ πολλὴ ἰσχὺς καὶ ᾧ βραχίων κραταιός ἐστι;

Ιωβ. 26,2                  “τίνος παίρνεις το μέρος; Η ποιόν θέλεις να βοηθήσης; Μηπως τον Θεόν, ο οποίος έχει απεριόριστον την δύναμιν και του οποίου ο βραχίων είναι δυνατός και ακατανίκητος;

Ιωβ. 26,3           τίνι συμβεβούλευσαι; οὐχ ᾧ πᾶσα σοφία; τίνι ἐπακολουθήσεις; οὐχ ᾧ μεγίστη δύναμις;

Ιωβ. 26,3                  Τινος θέλεις συ να γίνης σύμβουλος; Μηπως εις αυτόν, εν τω οποίω υπάρχει η άπασα σοφία; Με το μέρος τίνος συντάσσεσαι και ποίον ακολουθείς, δια να τον βοηθήσης; Ουχί Εκείνον, ο οποίος έχει την μεγίστην δύναμιν;

Ιωβ. 26,4           τίνι ἀνήγγειλας ῥήματα; πνοὴ δὲ τίνος ἐστὶν ἡ ἐξελθοῦσα ἐκ σοῦ;

Ιωβ. 26,4                  Εις ποίον απηύθυνες τους λόγους αυτούς; Αυτή δε η πνοη, που εβγήκε από το στόμα σου και εγινε λόγος, εις ποίον ανήκει;

Ιωβ. 26,5           μὴ γίγαντες μαιωθήσονται ὑποκάτωθεν ὕδατος καὶ τῶν γειτόνων αὐτοῦ;

Ιωβ. 26,5                  Μηπως γιγάντια θηρία γεννώνται με περιποίησιν από τας μαίας εις τα βάθη των ωκεανών, και των γειτονικών προς αυτά περιοχών του άδου;

Ιωβ. 26,6           γυμνὸς ὁ ᾅδης ἐνώπιον αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἔστι περιβόλαιον τῇ ἀπωλείᾳ.

Ιωβ. 26,6                  Γυμνός είναι ο άδης ενώπιόν του και εις την άβυσσον της απωλείας δεν υπάρχει κάλυμμα. Παντα είναι ολοφάνερα στο θείον του βλέμμα.

Ιωβ. 26,7           ἐκτείνων βορέαν ἐπ᾿ οὐδέν, κρεμάζων γῆν ἐπὶ οὐδενός·

Ιωβ. 26,7                  Αυτός απλώνει το βόρειον ημισφαίριον του ουρανού με τα αμέτρητα πλήθη των αστέρων του και τα στηρίζει στο κενόν. Αυτός κρεμά την γην αιωρουμένην στο κενόν, χωρίς να την στηρίζη εις τίποτε.

Ιωβ. 26,8           δεσμεύων ὕδωρ ἐν νεφέλαις αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἐῤῥάγη νέφος ὑποκάτω αὐτοῦ·

Ιωβ. 26,8                  Αυτός συγκρατεί το νερο επάνω εις τα νέφη του και κανένα υδροφόρον νέφος δεν σπάζει κάτω από τον ουρανον και δεν εκχύνει τα ύδατα του, χωρίς την θέλησίν του.

Ιωβ. 26,9           ὁ κρατῶν πρόσωπον θρόνου, ἐκπετάζων ἐπ᾿ αὐτὸν νέφος αὐτοῦ.

Ιωβ. 26,9                  Ο Κυριος σκεπάζει και κρατεί αόρατον τον ένδοξον θρόνον του, απλώνων επάνω από αυτόν τα νέφη του.

Ιωβ. 26,10         πρόσταγμα ἐγύρωσεν ἐπὶ πρόσωπον ὕδατος μέχρι συντελείας φωτὸς μετὰ σκότους.

Ιωβ. 26,10                Αυτός δια του προστάγματύς του έθεσεν όριον γύρω από την επιφάνειάν του ύδατος των θαλασσών, μέχρις ότου καταπαύση εναλλαγή φωτός και σκότους, μέχρι της συντελείας του κόσμου.

Ιωβ. 26,11         στῦλοι οὐρανοῦ ἐπετάσθησαν καὶ ἐξέστησαν ἀπὸ τῆς ἐπιτιμήσεως αὐτοῦ.

Ιωβ. 26,11                 Τα υψηλά όρη, που φαίνονται σαν στύλοι υποβαστάζοντες τον ουρανόν, από την οργήν και την επιτίμησιν αυτού ανεπήδησαν και μετεκινήθησαν.

Ιωβ. 26,12         ἰσχύϊ κατέπαυσε τὴν θάλασσαν, ἐπιστήμῃ δὲ ἔστρωσε τὸ κῆτος·

Ιωβ. 26,12                Με την παντοδυναμίαν του κατέπαυσε την τρικυμίαν της θαλάσσης, κατεπράϋνε δε και έστρωσε κάτω καταπτοημένον το κήτος, που κατατρομάζει τους πάντας.

Ιωβ. 26,13         κλεῖθρα δὲ οὐρανοῦ δεδοίκασιν αὐτόν, προστάγματι δὲ ἐθανάτωσε δράκοντα ἀποστάτην.

Ιωβ. 26,13                Οι ασφαλισμένοι με απαραβίαστα κλείθρα ουρανοί τον φοβούνται. Με ένα δε απλούν πρόσταγμά του εθανάτωσε τον φοβερόν και τρομοκρατούντα τους πάντας δράκοντα.

Ιωβ. 26,14         ἰδοὺ ταῦτα μέρη ὁδοῦ αὐτοῦ, καὶ ἐπὶ ἰκμάδα λόγου ἀκουσόμεθα ἐν αὐτῷ· σθένος δὲ βροντῆς αὐτοῦ τίς οἶδεν ὁπότε ποιήσει;

Ιωβ. 26,14                Αυτά δε όλα είναι ένα ελάχιστον μέρος των ενεργειών και των έργων του Θεού· και κάτι το ελάχιστον ημείς οι ασθενείς άνθρωποι ηκούσαμεν από την φωνήν του. Την παντοδύναμον όμως βροντήν της θείας του φωνής, ποιός θα ημπορέση ποτέ να την ακούση, όταν την κάμη να αντηχήση;».

 

 

ΙΩΒ 27

 

Ιωβ. 27,1           Ἔτι δὲ προσθεὶς Ἰὼβ εἶπε τῷ προοιμίῳ·

Ιωβ. 27,1                   Ο Ιώβ προσέθεσεν ακόμη εις τα προηγουμένως λεχθέντα και τα εξής·

Ιωβ. 27,2           ζῇ ὁ Θεός, ὃς οὕτω με κέκρικε, καὶ ὁ Παντοκράτωρ ὁ πικράνας μου τὴν ψυχήν.

Ιωβ. 27,2                  “Ορκίζομαι στον ζώντα θεόν, ο οποίος έκρινε καλόν έτσι να με θλίψη και να με παιδαγωγήση, στον Παντοκράτορα ο οποίος τόσον πολύ επίκρανε την ζωήν μου,

Ιωβ. 27,3           ἦ μὴν ἔτι τῆς πνοῆς μου ἐνούσης, πνεῦμα δὲ θεῖον τὸ περιόν μοι ἐν ῥινί,

Ιωβ. 27,3                  ότι εφ' όσον υπάρχει μέσα μου αναπνοή, εφ' όσον το θείον αυτό εμφύσημα, η αναπνοή μου, εισέρχεται και εξέρχεται από τους ρώθωνάς μου,

Ιωβ. 27,4           μὴ λαλήσειν τὰ χείλη μου ἄνομα, οὐδὲ ἡ ψυχή μου μελετήσει ἄδικα

Ιωβ. 27,4                  δεν πρόκειται τα χείλη μου να λαλήσουν παράνομα πράγματα, ούτε η ψυχή μου να μελετήση και αποδεχθή σκέψεις και αποφάσεις αδίκους.

Ιωβ. 27,5           μή μοι εἴη δικαίους ὑμᾶς ἀποφῆναι, ἕως ἂν ἀποθάνω, οὐ γὰρ ἀπαλλάξω μου τὴν ἀκακίαν μου.

Ιωβ. 27,5                  Μη γένοιτο δε να παραδεχθώ και να είπω, ότι σεις δικαίως με κατηγορείτε ότι τάχα υποφέρω ως εξ αμαρτιών μου. Αυτό δεν θα το δεχθώ, έως ότου αποθάνω. Μέχρι της τελευταίας μου αναπνοής θα κρατώ και δεν θα αποβάλω την ακακίαν και αθωότητά μου.

Ιωβ. 27,6           δικαιοσύνῃ δὲ προσέχων οὐ μὴν προῶμαι, οὐ γὰρ σύνοιδα ἐμαυτῷ ἄτοπα πράξας.

Ιωβ. 27,6                  Δεν θα εγκαταλείψω ούτε θα απαρνηθώ ποτέ την δικαιοσύνην μου, αλλά θα την κρατώ στερεά κοντά μου. Και ούτε θα παύσω να διακηρύττω την αθωότητά μου, διότι έχω την συνείδησιν ότι τίποτε το άτοπον δεν έπραξα.

Ιωβ. 27,7           οὐ μὴν δὲ ἀλλὰ εἴησαν οἱ ἐχθροί μου ὥσπερ ἡ καταστροφὴ τῶν ἀσεβῶν, καὶ οἱ ἐπ᾿ ἐμὲ ἐπανιστάμενοι, ὥσπερ ἡ ἀπώλεια τῶν παρανόμων.

Ιωβ. 27,7                  Οχι δε μόνον τούτο αλλά και εύχομαι, όπως οι αμαρτωλοί εχθροί μου, που με κατακρίνουν αδίκως, καταστραφούν. Και εκείνοι οι οποίοι εξανίστανται εναντίον μου, να απολεσθούν, όπως οι παράνομοι.

Ιωβ. 27,8           καὶ τίς γάρ ἐστιν ἐλπὶς ἀσεβεῖ ὅτι ἐπέχει; πεποιθὼς ἐπὶ Κύριον ἄρα σωθήσεται;

Ιωβ. 27,8                  Διότι, ποία άλλη ελπίς υπάρχει στον ασεβή έκτος από τα πλούτη, τα οποία παρανόμως απέκτησε και κατακρατεί; Εάν επικαλεσθή με κάποιαν πίστιν και ελπίδα τον Κυριον, τάχα θα σωθή;

Ιωβ. 27,9           ἦ τὴν δέησιν αὐτοῦ εἰσακούσεται ὁ Θεός; ἢ ἐπελθούσης αὐτῷ ἀνάγκης

Ιωβ. 27,9                  Η μήπως ο Θεός θα ακούση και θα κάμη δεκτήν την δέησίν του; Η όταν επέλθη εναντίον του θλίψις και περιπέτεια,

Ιωβ. 27,10         μὴ ἔχει τινὰ παῤῥησίαν ἔναντι αὐτοῦ; ἢ ὡς ἐπικαλεσαμένου αὐτοῦ εἰσακούσεται αὐτοῦ,

Ιωβ. 27,10                μήπως θα έχη αυτός παρρησίαν ενώπιον του Θεού; Η μήπως ο Θεός θα ακούση και θα κάμη δεκτήν την προσευχήν του, όταν τον επικαλεσθή;

Ιωβ. 27,11         ἀλλὰ δὴ ἀναγγελῶ ὑμῖν τί ἐστιν ἐν χειρὶ Κυρίου, ἅ ἐστι παρὰ Παντοκράτορι, οὐ ψεύσομαι.

Ιωβ. 27,11                 Αλλά θα αναγγείλω και θα καταστήσω γνωστόν εις σας, τι υπάρχει στο παντοδύναμον χέρι του Κυρίου· όσα είναι εις την πανσθενή εξουσίάν του Παντοκράτορας. Οχι ψεύδη, αλλά την καθαράν αλήθειαν θα είπω. Εγώ θα σας ομιλήσω την αλήθειαν του Θεού,

Ιωβ. 27,12         ἰδοὺ πάντες οἴδατε ὅτι κενὰ κενοῖς ἐπιβάλλετε.

Ιωβ. 27,12                διότι ιδού, σεις με όσα λέγετε, προσθέτετε αδειανά και κούφια λόγια επάνω εις τα κούφια.

Ιωβ. 27,13         αὕτη ἡ μερὶς ἀνθρώπου ἀσεβοῦς παρὰ Κυρίου, κτῆμα δὲ δυναστῶν ἐλεύσεται παρὰ Παντοκράτορος ἐπ᾿ αὐτούς.

Ιωβ. 27,13                Ιδού ποίον είναι το μερίδιον και το κατάντημα του ασεβούς ανθρώπου εκ μέρους του Κυρίου. Αυτό είναι το απόκτημα, που από τον Παντοκράτορα θα έλθη στους εκβιαστάς και τυράννους.

Ιωβ. 27,14         ἐὰν δὲ πολλοὶ γένωνται οἱ υἱοὶ αὐτοῦ, εἰς σφαγὴν ἔσονται· ἐὰν δὲ καὶ ἀνδρωθῶσι, προσαιτήσουσιν·

Ιωβ. 27,14                Εάν γίνουν πολλά και πληθυνθούν τα τέκνα των ασεβών, θα είναι προορισμένα δια την σφαγήν. Εάν δε και γίνουν άνδρες, θα καταντήσουν εις πτωχείαν, ώστε να επαιτούν δια να ζήσουν.

Ιωβ. 27,15         οἱ δὲ περιόντες αὐτοῦ ἐν θανάτῳ τελευτήσουσι, χήρας δὲ αὐτῶν οὐδεὶς ἐλεήσει.

Ιωβ. 27,15                Οσοι δε διαφύγουν τον βίαιον θάνατον του ασεβούς πατρός των, θα αποθάνουν από σκληράν και οδυνηράν ασθένειαν. Τας χήρας των δε κανείς δεν θα τας ευσπλαγχνισθή.

Ιωβ. 27,16         ἐὰν συναγάγῃ ὥσπερ γῆν ἀργύριον, ἴσα δὲ πηλῷ ἑτοιμάσῃ χρυσίον,

Ιωβ. 27,16                Εάν κανείς από αυτούς συγκεντρώση πολύ αργύριον ωσάν το χώμα της γης και συσσωρεύση χρυσόν ωσάν την λάσπην,

Ιωβ. 27,17         ταῦτα πάντα δίκαιοι περιποιήσονται, τὰ δὲ χρήματα αὐτοῦ ἀληθινοὶ καθέξουσιν.

Ιωβ. 27,17                όλα αυτά θα περιέλθουν εις την κυριότητα των δικαίων. Τα χρήματά του θα γίνουν κτήμα των ειλικρινών και εντίμων ανθρώπων.

Ιωβ. 27,18         ἀπέβη δὲ οἱ οἶκος αὐτοῦ ὥσπερ σῆτες καὶ ὥσπερ ἀράχνη.

Ιωβ. 27,18                Θα καταντήση δε το σπίτι του ασεβούς σαν τον σκόρον και σαν τον ιστόν της αράχνης.

Ιωβ. 27,19         πλούσιος κοιμηθήσεται καὶ οὐ προσθήσει, ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ διήνοιξε, καὶ οὐκ ἔστι.

Ιωβ. 27,19                Ο ασεβής θα πέση να κοιμηθή πλούσιος την εσπέραν, και το πρωϊ θα εξυπνήση πτωχός. Δεν θα επανίδη τα πλούτη του. Καθώς θα ανοίξη το πρωϊ τα μάτια του, θα τα αναζήτηση και δεν θα υπάρχουν πλέον.

Ιωβ. 27,20         συνήντησαν αὐτῷ ὥσπερ ὕδωρ αἱ ὀδύναι, νυκτὶ δὲ ὑφείλετο αὐτὸν γνόφος·

Ιωβ. 27,20               Τον συνήντησαν και τον περιέβαλαν θλίψεις και πόνοι σαν πλημμύρα ύδατος. Κατά το διάστημα δε της νυκτός έξαφνα τον κατέλαβε και τον αφήρπασε σύννεφον σκοτεινόν.

Ιωβ. 27,21         ἀναλήψεται δὲ αὐτὸν καύσων καὶ ἀπελεύσεται, καὶ λικμήσει αὐτὸν ἐκ τοῦ τόπου αὐτοῦ.

Ιωβ. 27,21                Θα τον πάρη και θα τον σηκώση καυστικός άνεμος, θα φύγη από τον τόπον, θα τον σηκώση και θα τον λυχνίση σαν άχυρον μακράν από την κατοικίαν του.

Ιωβ. 27,22         καὶ ἐπιῤῥίψει ἐπ᾿ αὐτὸν καὶ οὐ φείσεται, ἐκ χειρὸς αὐτοῦ φυγῇ φεύξεται.

Ιωβ. 27,22               Ο Θεός θα ρίψη επάνω στον ασεβή τιμωρίας και πόνους, δεν θα τον λυπηθή. Αυτός δε θα καταβάλη κάθε προσπάθειαν να διαφύγη από την τιμωρόν χείρα του Θεού, αλλά ματαίως.

Ιωβ. 27,23         κροτήσει ἐπ᾿ αὐτοὺς χεῖρας αὐτοῦ καὶ συριεῖ αὐτὸν ἐκ τοῦ τόπου αὐτοῦ.

Ιωβ. 27,23                Θα επιδοκιμάση και θα χειροκρότηση ο Κυριος την τιμωρίαν των ασεβών. Με συριγμούς χλευασμού θα εκδιώξη τον ασεβή από τον τόπον στον οποίον εζούσεν ασφαλής.

 

 

ΙΩΒ 28

 

Ιωβ. 28,1           Ἔστι γὰρ ἀργυρίῳ τόπος, ὅθεν γίνεται, τόπος δὲ χρυσίου, ὅθεν διηθεῖται.

Ιωβ. 28,1                  Υπάρχει ο τόπος, από όπου εξάγεται ο άργυρος, όπως επίσης και ο τόπος, από όπου εξάγεται και καθαρίζεται ο χρυσός.

Ιωβ. 28,2           σίδηρος μὲν γὰρ ἐκ γῆς γίνεται, χαλκὸς δὲ ἴσα λίθῳ λατομεῖται.

Ιωβ. 28,2                  Επίσης είναι γνωστόν ότι ο σίδηρος εξάγεται από ωρισμένας περιοχάς της γης, ο δε χαλκός εξάγεται από τα λατομεία, όπως ο λίθος.

Ιωβ. 28,3           τάξιν ἔθετο σκότει, καὶ πᾶν πέρας αὐτὸς ἐξακριβάζεται, λίθος σκοτία καὶ σκιὰ θανάτου.

Ιωβ. 28,3                  Με το φως της λυχνίας έθεσεν ο άνθρωπος τάξιν στο σκοτάδι των μεταλλωρυχείων και κάθε μέρος το διερευνά και εξακριβώνει, που εις τα σκότη κρύπτεται ο πολύτιμος λίθος και που η θανατηφόρος σκια.

Ιωβ. 28,4           διακοπὴ χειμάῤῥου ἀπὸ κονίας, οἱ δὲ ἐπιλανθανόμενοι ὁδὸν δικαίαν ἠσθένησαν, ἐκ βροτῶν ἐσαλεύθησαν.

Ιωβ. 28,4                  Εις τα μέρη της γης τα διανοιχθέντα από τα ύδατα των χειμάρρων και εις την άμμον ερευνούν οι χρυσοθήραι. Λησμονούν και αντιπαρέρχονται με αοιαφορίαν τους συνηθισμένους δρόμους των ανθρώπων. Εκεί εις τα βάθη των μεταλλείων ταλαιπωρούνται και κατεξαντλούνται. Μετακινούνται και χωρίζονται από τους άλλους ανθρώπους.

Ιωβ. 28,5           γῆ, ἐξ αὐτῆς ἐξελεύσεται ἄρτος, ὑποκάτω αὐτῆς ἐστράφη ὡσεὶ πῦρ.

Ιωβ. 28,5                  Η γη, από την καλλιεργουμένην επιφάνειαν της οποίας παίρνομεν τον άρτον, ανασκάπτεται από ημάς στο βάθος της σαν να καίεται από πυρ ηφαιστείου.

Ιωβ. 28,6           τόπος σαπφείρου οἱ λίθοι αὐτῆς, καὶ χῶμα χρυσίον αὐτῷ.

Ιωβ. 28,6                  Τα λιθάρια της είναι τόπος, όπου ευρίσκονται οι πολύτιμοι λίθοι του σαπφείρου και το χώμα της, όπου υπάρχει ο χρυσός.

Ιωβ. 28,7           τρίβος, οὐκ ἔγνω αὐτὴν πετεινόν, καὶ οὐ παρέβλεψεν αὐτὴν ὀφθαλμὸς γυπός·

Ιωβ. 28,7                  Τους δρόμους τους υπογείους, που υπάρχουν εις τα μεταλλεία, δεν τους εγνώρισε κανένα πτηνόν και το οξυδερκές μάτι του γυπός δεν τους είδε.

Ιωβ. 28,8           καὶ οὐκ ἐπάτησαν αὐτὸν υἱοὶ ἀλαζόνων, οὐ παρῆλθεν ἐπ᾿ αὐτῆς λέων.

Ιωβ. 28,8                  Τολμηρά τέκνα ατιθάσων και αγρίων θηρίων δεν επάτησαν τους τόπους αυτούς, ούτε ο λέων ο βασιλεύς των ημπόρεσε να περάση από εκεί.

Ιωβ. 28,9           ἐν ἀκροτόμῳ ἐξέτεινε χεῖρα αὐτοῦ, κατέστρεψε δὲ ἐκ ῥιζῶν ὄρη·

Ιωβ. 28,9                  Ο άνθρωπος όμως απλώνει τα χέρια του εις αποκρήμνους βράχους και τους κόπτει, ανασκάπτει δε και ανατρέπει εκ θεμελίων όρη.

Ιωβ. 28,10         δίνας δὲ ποταμῶν διέῤῥηξε, πᾶν δὲ ἔντιμον εἶδέ μου ὁ ὀφθαλμός.

Ιωβ. 28,10                Διετρύπησε βράχους, δια να αφήση δίοδον εις συστροφάς ποταμών. Πολλά δε πολύτιμα πράγματα ανευρεθέντα από τους ανθρώπους είδε το μάτι μου.

Ιωβ. 28,11         βάθη δὲ ποταμῶν ἀνεκάλυψεν, ἔδειξε δὲ αὐτοῦ δύναμιν εἰς φῶς.

Ιωβ. 28,11                 Απεκάλυψε και ηρεύνησε τους βαθείς πυθμένας των ποταμών και γενικά έφερεν εις φως και κατέστησεν αισθητήν την δύναμίν του.

Ιωβ. 28,12         ἡ δὲ σοφία πόθεν εὑρέθη; ποῖος δὲ τόπος ἐστὶ τῆς ἐπιστήμης;

Ιωβ. 28,12                Η πραγματική όμως και αληθινή σοφία από ποίον μέρος της γης ευρέθη; Ποίος δε είναι ο τόπος, όπου πηγάζει και εδράζεται η αληθινή επιστήμη;

Ιωβ. 28,13         οὐκ οἶδε βροτὸς ὁδὸν αὐτῆς, οὐδὲ μὴ εὑρεθῇ ἐν ἀνθρώποις.

Ιωβ. 28,13                Κανείς από τους θνητούς δεν γνωρίζει τον δρόμον, που οδηγεί εις αυτήν, ούτε και αυτή ευρέθη μεταξύ των ανθρώπων, που κατοικούν την γην.

Ιωβ. 28,14         ἄβυσσος εἶπεν· οὐκ ἔνεστιν ἐν ἐμοί· καὶ ἡ θάλασσα εἶπεν· οὐκ ἔνεστι μετ᾿ ἐμοῦ.

Ιωβ. 28,14                Αι άβυσσοι των ωκεανών λέγουν· Δεν είναι μέσα εις ημάς η σοφία. Η θάλασσα λέγει· Δεν είναι μαζή μου η σοφία.

Ιωβ. 28,15         οὐ δώσει συγκλεισμὸν ἀντ᾿ αὐτῆς, καὶ οὐ σταθήσεται ἀργύριον ἀντάλλαγμα αὐτῆς·

Ιωβ. 28,15                Τιποτε δεν είναι δυνατόν να δοθή εις αντιστάθμισμα αυτής. Ούτε είναι δυνατόν να ζυγισθή και δοθή χρυσός και άργυρος εις αντάλλαγμα και πληρωμήν αυτής.

Ιωβ. 28,16         καὶ οὐ συμβασταχθήσεται χρυσίῳ Ὠφίρ, ἐν ὄνυχι τιμίῳ καὶ σαπφείρῳ·

Ιωβ. 28,16                Δεν είναι δυνατόν να συγκριθή προς το χρυσίον Ωφίρ, προς τους πολυτίμους λίθους όνυχος και σαπφείρου.

Ιωβ. 28,17         οὐκ ἰσωθήσεται αὐτῇ χρυσίον καὶ ὕαλος καὶ τὸ ἄλλαγμα αὐτῆς σκεύη χρυσᾶ·

Ιωβ. 28,17                Η αληθινή σοφία δεν εξισώνεται κατά την αξίαν προς τον χρυσόν, προς το διαμάντι. Και τα πολύτιμα εκ χρυσού σκεύη δεν είναι δυνατόν να δοθούν ως αντάλλαγμα δι' αυτήν.

Ιωβ. 28,18         μετέωρα καὶ γαβὶς οὐ μνησθήσεται, καὶ ἕλκυσον σοφίαν ὑπὲρ τὰ ἐσώτατα·

Ιωβ. 28,18                Τα εκτιμώμενα από τους ανθρώπους πολύτιμα μέταλλα και τα κρύσταλλα ούτε καν και ημπορούν να μνημονευθούν ενώπιον αυτής. Την σοφίαν έλκυσέ την από τας πλέον βαθείας πηγάς.

Ιωβ. 28,19         οὐκ ἰσωθήσεται αὐτῇ τοπάζιον Αἰθιοπίας, χρυσίῳ καθαρῷ οὐ συμβασταχθήσεται.

Ιωβ. 28,19                Προς αυτήν δεν είναι δυνατόν να εξισωθή ούτε ο πολύτιμος λίθος της Αιθιοπίας, το τοπάζιον. Δεν ισοσταθμίζεται αυτή και δεν συγκρίνεται με τον καθαρόν χρυσόν.

Ιωβ. 28,20         ἡ δὲ σοφία πόθεν εὑρέθη; ποῖος δὲ τόπος ἐστὶ τῆς συνέσεως;

Ιωβ. 28,20               Που λοιπόν ευρίσκεται η σοφία; Ποίος δε είναι ο τόπος της συνέσεως και της αληθούς γνώσεως;

Ιωβ. 28,21         λέληθε πάντα ἄνθρωπον καὶ ἀπὸ πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ ἐκρύβη·

Ιωβ. 28,21                Αυτό διαφεύγει την γνώσιν παντός ανθρώπου. Εχει αποκρυβή και από αυτά τα πετεινά, που διασχίζουν τους ουρανούς.

Ιωβ. 28,22         ἡ ἀπώλεια καὶ ὁ θάνατος εἶπαν· ἀκηκόαμεν δὲ αὐτῆς τὸ κλέος.

Ιωβ. 28,22               Η απώλεια και ο θάνατος, αυτός ούτος ο άδης, είπαν· Ηκούσαμεν μόνον την δόξαν της σοφίας, αλλά δεν γνωρίζομεν, που υπάρχει.

Ιωβ. 28,23         ὁ Θεὸς εὖ συνέστησεν αὐτῆς τὴν ὁδόν, αὐτὸς δὲ οἶδε τὸν τόπον αὐτῆς·

Ιωβ. 28,23               Ο Θεός είναι η πηγή πάσης σοφίας. Αυτός κατεσκεύασε καλώς τον δρόμον, δια του οποίου αυτή ξεχύνεται προς τα δημιουργήματά του. Αυτός γνωρίζει τον τόπον και την πηγήν της.

Ιωβ. 28,24         αὐτὸς γὰρ τὴν ὑπ᾿ οὐρανὸν πᾶσαν ἐφορᾷ εἰδὼς τὰ ἐν τῇ γῇ πάντα, ἃ ἐποίησεν,

Ιωβ. 28,24               Διότι αυτός επιβλέπει και κυβερνά ολόκληρον την οικουμένην την υπό τον ουρανον, και γνωρίζει άριστα και κάλλιστα όλα όσα υπάρχουν εις την γην, τα οποία αυτός εδημιούργησεν.

Ιωβ. 28,25         ἀνέμων σταθμὸν ὕδατος μέτρα·

Ιωβ. 28,25               Αυτός ζυγίζει τους ανέμους και μέτρά τα ύδατα.

Ιωβ. 28,26         ὅτι ἐποίησεν οὕτως, ἰδὼν ἠρίθμησε καὶ ὁδὸν ἐν τινάγματι φωνάς·

Ιωβ. 28,26               Οταν ο Κυριος εδημιούργησεν έτσι αυτά, τα είδε και ερρύθμισε τα μέτρα της πτώσεως των βροχών, της κατευθύνσεως των ανέμων και έθεσεν στον δρόμον, που πρέπει, τας εκτινασσομένας αστραπάς με τας βροντάς.

Ιωβ. 28,27         τότε εἶδεν αὐτὴν καὶ ἐξηγήσατο αὐτήν, ἑτοιμάσας ἐξιχνίασεν.

Ιωβ. 28,27               Τοτε ο Θεός είδε την δημιουργίαν του και προέβαλεν εις ημάς φανεράν την σοφίαν του, ενώ πρότερον ήτο αποκεκρυμμένη.

Ιωβ. 28,28         εἶπε δὲ ἀνθρώπῳ· ἰδοὺ ἡ θεοσέβειά ἐστι σοφία, τὸ δὲ ἀπέχεσθαι ἀπὸ κακῶν ἐστιν ἐπιστήμη.

Ιωβ. 28,28               Είπε δε ο Κυριος στον άνθρωπον· Ιδού πραγματική σοφία είναι το να σέβεται ο άνθρωπος τον Θεόν. Και επιστήμη είναι το να απέχη κανείς από τας κακάς πράξεις”.

 

 

ΙΩΒ 29

 

Ιωβ. 29,1           Ἔτι δὲ προσθεὶς Ἰὼβ εἶπε τῷ προοιμίῳ·

Ιωβ. 29,1                  Είπεν ακόμη ο Ιώβ, προσθέτων εις όσα προηγουμένως είχεν είπει·

Ιωβ. 29,2           τίς ἄν με θείη κατὰ μῆνα ἔμπροσθεν ἡμερῶν, ὧν με ὁ Θεὸς ἐφύλαξεν;

Ιωβ. 29,2                  “ποιός ημπορεί να με φέρη εις τας περασμένας ευτυχισμένας ημέρας κάποιου μηνός, κατά τας οποίας ο Θεός με προεφύλαττεν από θλίβεις και συμφοράς;

Ιωβ. 29,3           ὡς ὅτε ηὔγει ὁ λύχνος αὐτοῦ ὑπὲρ κεφαλῆς μου, ὅτε τῷ φωτὶ αὐτοῦ ἐπορευόμην ἐν σκότει·

Ιωβ. 29,3                  Τοτε ο λύχνος του Θεού έλαμπεν επάνω από την κεφαλήν σου, οπότε με το φως του εβάδιζα και εις αυτά τα σκότη·

Ιωβ. 29,4           ὅτε ἤμην ἐπιβρίθων ὁδούς, ὅτε ὁ Θεὸς ἐπισκοπὴν ἐποιεῖτο τοῦ οἴκου μου·

Ιωβ. 29,4                  όταν έτρεχα στους δρόμους με νεανικήν δύναμιν και σφρίγος, ο δε Θεός με στοργήν επώπτευε και επρονοούσε τα του οίκου μου·

Ιωβ. 29,5           ὅτε ἤμην ὑλώδης λίαν, κύκλῳ δέ μου οἱ παῖδες·

Ιωβ. 29,5                  όταν ήμην γεμάτος από υλικά αγαθά και γύρω μου ευτυχισμένα ήσαν τα παιδιά μου.

Ιωβ. 29,6           ὅτε ἐχέοντο αἱ ὁδοί μου βουτύρῳ, τὰ δὲ ὄρη μου ἐχέοντο γάλακτι·

Ιωβ. 29,6                  Οταν το βούτυρον εχύνετο και έτρεχεν στους δρόμους, που επερνούσα, τα δε βουνά εβρέχοντο και ελούζοντο μέσα στο γάλα.

Ιωβ. 29,7           ὅτε ἐξεπορευόμην ὄρθριος ἐν πόλει, ἐν δὲ πλατείαις ἐτίθετό μου ὁ δίφρος.

Ιωβ. 29,7                  Οταν λίαν πρωϊ ηγειρόμην και μετέβαινα εις την πόλιν και εις τας πλατείας της πόλεως, εστήνετο η τιμητική δι' εμέ καθέδρα.

Ιωβ. 29,8           ἰδόντες με νεανίσκοι ἐκρύβησαν, πρεσβῦται δὲ πάντες ἔστησαν·

Ιωβ. 29,8                  Οταν με έβλεπαν οι νέοι από μακράν και δια λόγους συστολής εκρύπτοντο, οι δε πρεσβύτεροι κατά την ηλικίαν όλοι ίσταντο όρθιοι, μέχρις ότου καθήσω εγώ.

Ιωβ. 29,9           ἁδροὶ δὲ ἐπαύσαντο λαλοῦντες, δάκτυλον ἐπιθέντες ἐπὶ στόματι.

Ιωβ. 29,9                  Οι επίσημοι δε και πρόκριτοι της πόλεως, όταν εγώ εφαινόμην, έπαυαν να συνομιλούν, φέροντες τον δάκτυλόν των στο στόμα των και επιβάλλοντες σιγήν στον εαυτόν των.

Ιωβ. 29,10         οἱ δὲ ἀκούσαντες ἐμακάρισάν με, καὶ γλῶσσα αὐτῶν τῷ λάρυγγι αὐτῶν ἐκολλήθη·

Ιωβ. 29,10                Οσοι δέ με ήκουάν με επεδοκίμαζαν, με εμακάριζαν δια τας σοφάς συμβουλάς και γνώμας μου και εκολλούσε η γλώσσα των στον λάρυγγα των, ώστε να μη δύνανται, δια λόγους συστολής, να αρθρώσουν λέξιν.

Ιωβ. 29,11         ὅτι οὖς ἤκουσε καὶ ἐμακάρισέ με, ὀφθαλμὸς δὲ ἰδών με ἐξέκλινε·

Ιωβ. 29,11                 Καθένας που με ήκουε, με εμακάριζε, και καθένας που με έβλεπε παρεμέριζε.

Ιωβ. 29,12         διέσωσα γὰρ πτωχὸν ἐκ χειρὸς δυνάστου καὶ ὀρφανῷ, ᾧ οὐκ ἦν βοηθός, ἐβοήθησα.

Ιωβ. 29,12                Και τούτο, διότι εγώ έσωζα τον πτωχόν από τα χέρια του καταδυναστεύοντος αυτόν και εβοηθούσα κάθε ορφανόν, δια το οποίον κανείς άλλος δεν υπήρχε να το βοηθήση.

Ιωβ. 29,13         εὐλογία ἀπολλυμένου ἐπ᾿ ἐμὲ ἔλθοι, στόμα δὲ χήρας με εὐλόγησε.

Ιωβ. 29,13                Αι ευχαί του κινδυνεύοντος και τον οποίον εγώ περιέσωζα, ήρχοντο προς εμέ. Το δε στόμα της χήρας ηύχετο πολλάς ευχάς δι' εμέ.

Ιωβ. 29,14         δικαιοσύνην δὲ ἐνδεδύκειν, ἠμφιασάμην δὲ κρίμα ἴσα διπλοΐδι.

Ιωβ. 29,14                Είχα ενδυθή την δικαιοσύνην ωσάν ένδυμα και ωσάν μανδύαν διπλοτυλισσόμενον στο σώμα μου εφορούσα την δικαίαν κρίσιν και απονομήν της δικαιοσύνης.

Ιωβ. 29,15         ὀφθαλμὸς ἤμην τυφλῶν, ποὺς δὲ χωλῶν.

Ιωβ. 29,15                Ημουνα ο οφθαλμός των τυφλών και το πόδι των χωλών.

Ιωβ. 29,16         ἐγὼ ἤμην πατὴρ ἀδυνάτων, δίκην δὲ ἣν οὐκ ᾔδειν ἐξιχνίασα·

Ιωβ. 29,16                Εγώ ήμουν ο πατήρ των αδυνάτων ανθρώπων, αγνώστους δε υποθέσεις ξένων ανθρώπων εξήταζα με πολύ ενδιαφέρον, δια να αποδώσω δικαιοσύνην.

Ιωβ. 29,17         συνέτριψα δὲ μύλας ἀδίκων, ἐκ μέσου τῶν ὀδόντων αὐτῶν ἅρπαγμα ἐξήρπασα.

Ιωβ. 29,17                Συνέτριψα τας ισχυράς σιαγόνας των αδίκων και από τα δόντια των ήρπασα, όσα εκείνοι είχαν αρπάσει αδικούντες τους άλλους.

Ιωβ. 29,18         εἶπα δέ· ἡ ἡλικία μου γηράσει ὥσπερ στέλεχος φοίνικος, πολὺν χρόνον βιώσω·

Ιωβ. 29,18                Κατά τας ευτυχισμένας δε εκείνας ημέρας είπα· Η ηλικία μου θα προχωρήση εις γήρας ωσάν τον κορμόν της χουρμαδιάς, θα ζήσω επί πολύν χρόνον ήρεμος και ειρηνικός.

Ιωβ. 29,19         ἡ ῥίζα διήνοικται ἐπὶ ὕδατος, καὶ δρόσος αὐλισθήσεται ἐν τῷ θερισμῷ μου·

Ιωβ. 29,19                Η ρίζα του δένδρου της ζωής μου είναι υγιής, καλοθρεμμένη και ισχυρά μέσα στο ύδωρ, και δρόσος θα υπάρχη κατά τους θερμούς μήνας του θερισμού των σιτηρών.

Ιωβ. 29,20         ἡ δόξα μου κενὴ μετ᾿ ἐμοῦ, καὶ τὸ τόξον μου ἐν χειρὶ αὐτοῦ πορεύεται.

Ιωβ. 29,20               Η δόξα μου δεν θα μειώνεται, αλλά θα ανανεώνεται και θα αυξάνη πάντοτε. Και το τόξον μου δια της χειρός του προστατεύοντός με Θεού θα επιτυγχάνη πάντοτε τον στόχον του.

Ιωβ. 29,21         ἐμοῦ ἀκούσαντες προσέσχον, ἐσιώπησαν δὲ ἐπὶ τῇ ἐμῇ βουλῇ·

Ιωβ. 29,21                Οταν με ήκουαν να ομιλώ, επρόσεχαν τους λόγους μου. Εσιωπούσαν δέ, όταν εξέφερα τας σκέψεις μου και την απόφασίν μου.

Ιωβ. 29,22         ἐπὶ τῷ ἐμῷ ῥήματι οὐ προσέθεντο, περιχαρεῖς δὲ ἐγίνοντο ὁπόταν αὐτοῖς ἐλάλουν·

Ιωβ. 29,22               Εις όσα εγώ ελεγα, δεν είχαν τίποτε να προσθέσουν εκείνοι. Εγέμιζαν δε από χαράν, όταν ωμιλούσα προς αυτούς προσωπικώς.

Ιωβ. 29,23         ὥσπερ γῆ διψῶσα προσδεχομένη τὸν ὑετόν, οὕτως οὗτοι τὴν ἐμὴν λαλιάν.

Ιωβ. 29,23               Ωσάν την γην, η οποία λόγω ξηρασίας διψά και περιμένει την ζωογόνον βροχήν, ετσι και εκείνοι επερίμεναν και ήκουαν την ομιλίαν μου.

Ιωβ. 29,24         ἐὰν γελάσω πρὸς αὐτούς, οὐ μὴ πιστεύσωσι, καὶ φῶς τοῦ προσώπου μου οὐκ ἀπέπιπτεν·

Ιωβ. 29,24               Οταν εμειδιούσα προς αυτούς και εγελούσα, δεν το επίστευαν, διότι δεν εθεωρούσαν τους εαυτούς των αξίους τέτοιας τιμής. Η αγαθότης δε και η ευμενεία του προσώπου μου δεν έπιπτε ποτέ στο κενόν, αλλά τας εδέχοντό με μεγάλην ευχαρίστησιν.

Ιωβ. 29,25         ἐξελεξάμην ὁδὸν αὐτῶν καὶ ἐκάθισα ἄρχων καὶ κατεσκήνουν ὡσεὶ βασιλεὺς ἐν μονοζώνοις ὃν τρόπον παθεινοὺς παρακαλῶν.

Ιωβ. 29,25               Εξέλεξα και εταύτισα τον δρόμον της ζωής μου με την ζωήν των, εκάθισα μεταξύ των ωσάν άρχων. Κατεσκήνωσα και παρέμεινα ανάμεσα των βασιλεύς περιστοιχιζόμενος και φρουρούμενος από τους ελαφρώς ωπλισμένους στρατιώτας του. Εκάθησα, όπως κάθεται κανείς και παρηγορεί τους πάσχοντας και θλιβομένους.

 

 

ΙΩΒ 30

 

Ιωβ. 30,1           Νυνὶ δὲ κατεγέλασάν μου ἐλάχιστοι, νῦν νουθετοῦσί με ἐν μέρει ὧν ἐξουδένουν τοὺς πατέρας αὐτῶν, οὓς οὐχ ἡγησάμην ἀξίους κυνῶν τῶν ἐμῶν νομάδων.

Ιωβ. 30,1                   Τωρα όμως με περιγελούν και οι νέοι ακόμη, άνθρωποι χωρίς κοινωνικήν αξίαν. Με νουθετούν εν τινί μέτρω εκείνοι, τους πατέρας των οποίων εγώ καταφρονούσα και δεν τους εθεωρούσα αξίους να συγκρίνω ούτε με τους κύνας των ποιμνίων μου.

Ιωβ. 30,2           καί γε ἰσχὺς χειρῶν αὐτῶν ἱνατί μοι; ἐπ᾿ αὐτοὺς ἀπώλετο συντέλεια.

Ιωβ. 30,2                  Και πράγματι, εις τι θα μου ήτο χρήσιμος η δύναμις των χειρών των; Εις τίποτε. Διότι είχε χαθή και δεν υπήρχε πλέον εις αυτούς η σύνεσις και η δύναμις εις επιτέλεσιν και ολοκλήρωσιν καλού έργου.

Ιωβ. 30,3           ἐν ἐνδείᾳ καὶ λιμῷ ἄγονος· οἱ φεύγοντες ἄνυδρον ἐχθὲς συνοχὴν καὶ ταλαιπωρίαν,

Ιωβ. 30,3                  Ξηροί και άγονοι κατήντησαν, λόγω της πτωχείας και της πείνης των. Αυτοί έφυγαν προς χώραν προ πολλού καιρού άνυδρον και ξηράν και συνήντησαν εις αυτήν στενοχωρίαν και ταλαιπωρίαν·

Ιωβ. 30,4           οἱ περικυκλοῦντες ἅλιμα ἐπὶ ἠχοῦντι, οἵτινες ἅλιμα ἦν αὐτῶν τὰ σῖτα, ἄτιμοι δὲ καὶ πεφαυλισμένοι, ἐνδεεῖς παντὸς ἀγαθοῦ, οἳ καὶ ῥίζας ξύλων ἐμασσῶντο ὑπὸ λιμοῦ μεγάλου.

Ιωβ. 30,4                  οι περιπλανώμενοι εις αλμυρούς παραλίους τόπους, όπου βοΐζουν τα κύματα της θαλάσσης και οι οποίοι ως μόνην των τροφήν είχαν τα αλμυρά εκεί χόρτα. Ασημοι δε και εξευτελισμένοι και εις αγρίαν κατάστασιν, στερούμενοι κάθε αγαθόν, και οι οποίοι ένεκα της μεγάλης πείνης των εμασσούσαν και αυτάς ακόμη τας ρίζας των δένδρων·

Ιωβ. 30,5           ἐπανέστησάν μοι κλέπται,

Ιωβ. 30,5                  αυτοί επανεστάτησαν εναντίον μου, δια να με κλέπτουν.

Ιωβ. 30,6           ὧν οἱ οἶκοι αὐτῶν ἦσαν τρῶγλαι πετρῶν,

Ιωβ. 30,6                  Αυτοί των οποίων τα σπίτια ήσαν τρώγλαι εις τα σπήλαια των βράχων.

Ιωβ. 30,7           ἀνὰ μέσον εὐήχων βοήσονται· οἳ ὑπὸ φρύγανα ἄγρια διῃτῶντο,

Ιωβ. 30,7                  Ανάμεσα στους αντηχούντας βράχους εφώναζαν ο ένας τον άλλον. Κατω από ξηρούς αγρίους θάμνους χώνονται και κατοικούν.

Ιωβ. 30,8           ἀφρόνων υἱοὶ καὶ ἀτίμων, ὄνομα καὶ κλέος ἐσβεσμένον ἀπὸ γῆς.

Ιωβ. 30,8                  Είναι παιδιά ανθρώπων, που δεν έχουν φρόνησιν και δεν απολαμβάνουν τιμήν· με σβησμένον εντελώς το όνομα και την δόξαν των από την γην.

Ιωβ. 30,9           νυνὶ δὲ κιθάρα ἐγώ εἰμι αὐτῶν, καὶ ἐμὲ θρύλλημα ἔχουσιν·

Ιωβ. 30,9                  Τωρα όμως εγώ έγινα κιθάρα, με την οποίαν παίζουν και διασκεδάζουν. Με έχουν ως διασκεδαστικόν μολόγημα εις τας συζητήσεις των.

Ιωβ. 30,10         ἐβδελύξαντο δέ με ἀποστάντες μακρὰν ἀπὸ δὲ τοῦ προσώπου μου οὐκ ἐφείσαντο πτύελον.

Ιωβ. 30,10                Με εσιχάθησαν και απεμακρύνθησαν από εμένα. Δεν εδίστασαν δε να με πτύσουν κατά πρόσωπον με το σάλιο των εις έκφρασιν της καταφρονήσεώς των.

Ιωβ. 30,11         ἀνοίξας γὰρ φαρέτραν αὐτοῦ ἐκάκωσέ με, καὶ χαλινὸν τοῦ προσώπου μου ἐξαπέστειλαν.

Ιωβ. 30,11                 Ολα δε αυτά, διότι ο Θεός ήνοιξε την φαρέτραν του, που περιείχε ταλαιπωρίας και πόνους δι' εμέ, και με εβασάνισε. Αυτοί δε οι άνθρωποι απέβαλαν κάθε χαλινόν και έγιναν θρασείς εναντίον μου.

Ιωβ. 30,12         ἐπὶ δεξιῶν βλαστοῦ ἐξανέστησαν, πόδα αὐτῶν ἐξέτειναν καὶ ὡδοποίησαν ἐπ᾿ ἐμὲ τρίβους ἀπωλείας αὐτῶν.

Ιωβ. 30,12                Ιστανται αυτοί οι ευτελείς πλαγίως από εμέ εις τα δεξιά, απλώνουν τα πόδια των, δια να σκοντάψω, και με ωθούν προς δρόμους ολέθρου και καταστροφής.

Ιωβ. 30,13         ἐξετρίβησαν τρίβοι μου, ἐξέδυσαν γάρ μου τὴν στολήν· βέλεσιν αὐτοῦ κατηκόντισέ με,

Ιωβ. 30,13                Κατεστράφησαν οι δρόμοι μου, από τους οποίους θα ημπορούσα να διαφύγω τον όλεθρον. Διότι αυτοί με απεγύμνωσαν από τα αρχοντικά μου ενδύματα και από την δύναμίν μου. Ο δε Θεός με ηκόντισε και με επληγωσε με τα βέλη του.

Ιωβ. 30,14         κέχρηται δέ μοι ὡς βούλεται, ἐν ὀδύναις πέφυρμαι.

Ιωβ. 30,14                Με εχρησιμοποίησεν, όπως αυτός ηθέλησεν, ώστε να είμαι ζυμωμένος με τας οδύνας και τας ταλαιπωρίας.

Ιωβ. 30,15         ἐπιστρέφονταί μου αἱ ὀδύναι, ᾤχετό μου ἡ ἐλπὶς ὥσπερ πνεῦμα καὶ ὥσπερ νέφος ἡ σωτηρία μου.

Ιωβ. 30,15                Οι πόνοι μου διαρκώς επανέρχονται και εφορμούν εναντίον μου. Εχει χαθή κάθε ελπίς σωτηρίας, ωσάν τον άνεμον ο οποίος έρχεται και φεύγει. Η σωτηρία μου εχάθη ωσάν το παροδικόν νέφος.

Ιωβ. 30,16         καὶ νῦν ἐπ᾿ ἐμὲ ἐκχυθήσεται ἡ ψυχή μου, ἔχουσι δέ με ἡμέραι ὀδυνῶν·

Ιωβ. 30,16                Και τώρα έχει πλέον ατονήσει η ψυχή μου, ώστε υπάρχει φόβος να χυθή προς τα έξω και να σβήση. Ημέραι δε δυστυχίας και οδύνης με έχουν στενώς περικυκλώσει.

Ιωβ. 30,17         νυκτί δέ μου τὰ ὀστᾶ συγκέχυται, τὰ δὲ νεῦρά μου διαλέλυται.

Ιωβ. 30,17                Κατά την νύκτα τα κόκκαλά μου, εξ αιτίας των πόνων, φαίνονται ότι έχουν εξαρθρωθή και ανακατεύονται τα νευρά μου από την πολλήν εξάντλησιν, σαν να έχουν διαλυθή.

Ιωβ. 30,18         ἐν πολλῇ ἰσχύϊ ἐπελάβετό μου τῆς στολῆς, ὥσπερ τὸ περιστόμιον τοῦ χιτῶνός μου περιέσχε με.

Ιωβ. 30,18                Ενεκα της δριμύτητος και της εκτάσεως της ασθενείας μου, το ένδυμά μου με έχει ισχυρώς περισφίξει. Κολλά επάνω στο πληγωμένο σώμα μου και με σφίγγει, όπως το περιλαίμιον του χιτώνος μου.

Ιωβ. 30,19         ἥγησαι δέ με ἴσα πηλῷ, ἐν γῇ καὶ σποδῷ μου ἡ μερίς·

Ιωβ. 30,19                Ω Κυριε, με την ασθένειαν αυτήν με έφερες εις τέτοιαν θέσιν, ώστε να φαίνωμαι σαν λάσπη. Το χώμα και η στάχτη είναι ο τόπος μου.

Ιωβ. 30,20         κέκραγα δὲ πρός σε καὶ οὐκ ἀκούεις μου, ἔστησαν δὲ καὶ κατενόησάν με·

Ιωβ. 30,20               Εφώναξα και φωνάζω, Κυριε, προς σέ. Δεν με ήκουσες και ούτε με ακούεις. Οι εχθροί μου εστάθησαν και κατενόησαν την καταφρόνησίν σου προς εμέ.

Ιωβ. 30,21         ἐπέβης δέ μοι ἀνελεημόνως, χειρὶ κραταιᾷ με ἐμαστίγωσας·

Ιωβ. 30,21                Επέπεσες επάνω μου ασπλάγχνως, και με χείρα δυνατήν με εμαστίγωσας.

Ιωβ. 30,22         ἔταξας δέ με ἐν ὀδύναις, καὶ ἀπέῤῥιψάς με ἀπὸ σωτηρίας.

Ιωβ. 30,22               Με κατέταξες και με άφησες να ζω εν μέσω αδιηγήτων βασάνων. Με επεταξες μακρυά από την σωτηρίαν.

Ιωβ. 30,23         οἶδα γὰρ ὅτι θάνατός με ἐκτρίψει, οἰκία γὰρ παντὶ θνητῷ γῆ.

Ιωβ. 30,23                Γνωρίζω, βέβαια, ότι ο θάνατος θα με κατασυντρίψη και θα με αφανίση. Διότι οριστική κατοικία δια κάθε άνθρωπον είναι η γη με τους τάφους της.

Ιωβ. 30,24         εἰ γὰρ ὄφελον δυναίμην ἐμαυτὸν χειρώσασθαι, ἢ δεηθείς γε ἑτέρου, καὶ ποιήσει μοι τοῦτο.

Ιωβ. 30,24               Μηπως, τάχα, έτσι που κατήντησα, πρέπει με τα ίδια μου τα χέρια να θέσω τέρμα εις την ζωήν μου, η να παρακαλέσω κάποιον άλλον να με θανατώση;

Ιωβ. 30,25         ἐγὼ δὲ ἐπὶ παντὶ ἀδυνάτῳ ἔκλαυσα, ἐστέναξα ἰδὼν ἄνδρα ἐν ἀνάγκαις.

Ιωβ. 30,25                Εγώ δέ, ο οποίος ασπλάγχνως σήμερα έχω εγκαταλειφθή από όλους, όταν έβλεπα βασανιζόμενον αδύνατον άνθρωπον, έκλαια και εστέναζα δια την δυστυχίαν του.

Ιωβ. 30,26         ἐγὼ δὲ ἐπέχων ἀγαθοῖς, ἰδοὺ συνήντησάν μοι μᾶλλον ἡμέραι κακῶν.

Ιωβ. 30,26               Εν λοιπόν εγώ, ως εκ της αγαθότητάς μου και της συμπαραστάσεως προς τους άλλους, επερίμενα ως αμοιβήν μου αγαθά, απροσδοκήτως είδα να έρχωνται εναντίον μου ημέραι συμφορών.

Ιωβ. 30,27         ἡ κοιλία μου ἐξέζεσε καὶ οὐ σιωπήσεται, προέφθασάν με ἡμέραι πτωχείας.

Ιωβ. 30,27                Η κοιλία μου βράζει και δεν θα σταματήση τον βρασμόν και την φλεγμονήν της. Με κατέλαβαν ημέραι στερήσεως και δυστυχίας.

Ιωβ. 30,28         στένων πεπόρευμαι ἄνευ φιμοῦ, ἕστηκα δὲ ἐν ἐκκλησίᾳ κεκραγώς.

Ιωβ. 30,28               Στενάζω, περιπατώ, πηγαίνω έδω και εκεί χωρίς φίμωτρον στο στόμα μου, δια να εμποδίζη τους στεναγμούς μου. Πηγαίνω εις τας συνάξστου λαού, φωνάζω δυνατά και ζητώ βοήθειαν.

Ιωβ. 30,29         ἀδελφὸς γέγονα σειρήνων, ἑταῖρος δὲ στρουθῶν.

Ιωβ. 30,29               Εγινα αδελφός νυκτοβίων ωρυομένων ζώων. Συντροφος στρουθοκαμήλων, που εκβάλλουν αγρίας κραυγάς.

Ιωβ. 30,30         τὸ δὲ δέρμα μου ἐσκότωται μεγάλως, τὰ δὲ ὀστᾶ μου ἀπὸ καύματος.

Ιωβ. 30,30                Το δέρμα μου έχει μαυρίσει από τας πληγάς και τα αίματα. Τα δε κόκκαλά μου εκάησαν από τον πυρετόν της ασθενείας μου.

Ιωβ. 30,31         ἀπέβη δὲ εἰς πένθος μου ἡ κιθάρα, ὁ δὲ ψαλμός μου εἰς κλαυθμὸν ἐμοί.

Ιωβ. 30,31                Η κιθάρα έγινε δι' εμέ όργανον, που παίζονται πένθιμα μοιρολόγια. Το τραγούδι μου θρήνος και κλαυθμός μου.

 

 

ΙΩΒ 31

 

Ιωβ. 31,1           Διαθήκην ἐθέμην τοῖς ὀφθαλμοῖς μου καὶ οὐ συνήσω ἐπὶ παρθένον.

Ιωβ. 31,1                   Συμβόλαιον έκαμα και νόμον έθεσα εις τα μάτια μου, ώστε ποτέ να μη παρατηρώ με πονηράν επιθυμίαν τας παρθένους.

Ιωβ. 31,2           καὶ τί ἐμέρισεν ὁ Θεὸς ἄνωθεν καὶ κληρονομία ἱκανοῦ ἐξ ὑψίστων;

Ιωβ. 31,2                   Τι εξεχώρισεν ως μερίδιον ο Θεός από τον ουρανόν και ποία η κληροδοσία προς τους αμαρτωλούς εκ μέρους του δυνατού Κυρίου, που κατοικεί εν υψίστοις;

Ιωβ. 31,3           οὐχὶ ἀπώλεια τῷ ἀδίκῳ καὶ ἀπαλλοτρίωσις τοῖς ποιοῦσιν ἀνομίαν;

Ιωβ. 31,3                   Καταστροφή και όλεθρος δεν επιφυλάσσεται στους αμαρτωλούς αυτούς και αποξένωσις από τον Θεόν στους διαπράττοντας παρανόμους πράξεις;

Ιωβ. 31,4           οὐχὶ αὐτὸς ὄψεται ὁδόν μου καὶ πάντα τὰ διαβήματά μου ἐξαριθμήσεται;

Ιωβ. 31,4                   Αυτός όμως ο δίκαιος μισθαποδότης, ο Κυριος, δεν θα ίδη τους δρόμους της ζωής μου, την καλήν συμπεριφοράν μου, και δεν θα λογαριάση τα διαβήματά μου;

Ιωβ. 31,5           εἰ δὲ ἤμην πεπορευμένος μετὰ γελοιαστῶν, εἰ δὲ καὶ ἐσπούδασεν ὁ πούς μου εἰς δόλον·

Ιωβ. 31,5                   Εάν εγώ επορεύθην και συνεταυτίσθην με ασώτους και με αγύρτας, εάν τα βήματά μου επάτησαν ποτέ εις δολίους δρόμους

Ιωβ. 31,6           ἕσταμαι γὰρ ἐν ζυγῷ δικαίῳ, οἶδε δὲ ὁ Κύριος τὴν ἀκακίαν μου.

Ιωβ. 31,6                   -ο ζυγός μου ήτο πάντοτε δίκαιος και γνωρίζει ο Κυριος την αθωότητά μου.

Ιωβ. 31,7           εἰ ἐξέκλινεν ὁ πούς μου ἐκ τῆς ὁδοῦ, εἰ δὲ καὶ τῷ ὀφθαλμῷ ἐπηκολούθησεν ἡ καρδία μου, εἰ δὲ καὶ ταῖς χερσί μου ἡψάμην δώρων,

Ιωβ. 31,7                   Εάν οι πόδες μου παρεξέκλιναν από την θείαν οδόν, εάν η καρδία μου ηκολούθησε και έπραξε σύμφωνα με όσα πονηρά δύναται να ίδη ο οφθαλμός μου, εάν και με τα χέρια μου απλώς και μόνον έθιξα δώρα, δια να δείξω προσωποληψίαν κατά την απονομήν της δικαιοσύνης,

Ιωβ. 31,8           σπείραιμι ἄρα καὶ ἄλλοι φάγοισαν, ἄῤῥιζος δὲ γενοίμην ἐπὶ γῆς.

Ιωβ. 31,8                   είθε εγώ μεν να σπείρω πάντοτε, άλλοι δε να τρώγουν όσα εγώ έχω σπείρει. Είθε να μη ριζώσω ποτέ εις την γην.

Ιωβ. 31,9           εἰ ἐξηκολούθησεν ἡ καρδία μου γυναικὶ ἀνδρὸς ἑτέρου, εἰ καὶ ἐγκάθετος ἐγενόμην ἐπὶ θύραις αὐτῆς,

Ιωβ. 31,9                   Εάν εδελεάσθη και ειλκύσθη η καρδία μου από την γυναίκα ξένου ανδρός, εάν εις κατάλληλον θέσιν τοποθετημένος παρεμόνευσα εις τας θύρας της ζητών να εύρω ευκαιρίαν να εισέλθω στο σπίτι της,

Ιωβ. 31,10         ἀρέσαι ἄρα καὶ ἡ γυνή μου ἑτέρῳ, τὰ δὲ νήπιά μου ταπεινωθείη·

Ιωβ. 31,10                 τότε ας αρέση και ας ελκυσθή η γυναίκα μου εις άλλον άνδρα, ώστε να πάθω και εγώ τα ιδία και τα μικρά μου τα παιδιά να εξευτελισθούν με την διαγωγήν αυτήν της μητρός των.

Ιωβ. 31,11         θυμὸς γὰρ ὀργῆς ἀκατάσχετος τὸ μιᾶναι ἀνδρὸς γυναῖκα·

Ιωβ. 31,11                  Τα λέγω αυτά, διότι ασυγκράτητος επέρχεται από τον Θεόν η οργή, όταν κανείς μολύνη την γυναίκα ξένου ανδρός.

Ιωβ. 31,12         πῦρ γάρ ἐστι καιόμενον ἐπὶ πάντων τῶν μερῶν, οὗ δ᾿ ἂν ἐπέλθῃ ἐκ ῥιζῶν ἀπώλεσεν.

Ιωβ. 31,12                 Το αμαρτημα τούτο είναι άσβεστη φωτιά, που κατακαίει επάνω εις όλα τα μέρη· που δε θα επιπέση, εξολοθρεύει εκ θεμελίων.

Ιωβ. 31,13         εἰ δὲ καὶ ἐφαύλισα κρίμα θεράποντός μου ἢ θεραπαίνης, κρινομένων αὐτῶν πρός με,

Ιωβ. 31,13                 Εάν δε κατεφρόνησα και κατεπάτησα το δίκαιον των υπηρετών η υπηρετριών μου, όταν είχον διαφοράς μαζή μου,

Ιωβ. 31,14         τί γὰρ ποιήσω, ἐὰν ἔτασίν μου ποιῆται ὁ Κύριος; ἐὰν δὲ καὶ ἐπισκοπήν, τίνα ἀπόκρισιν ποιήσομαι;

Ιωβ. 31,14                 τότε τι θα κάμω εγώ, όταν ο Κυριος με δικάση; Οταν με επισκεφθή, δια να με κρίνη, ποίαν απόκρισιν και απολογίαν έχω να δώσω;

Ιωβ. 31,15         πότερον οὐχ ὡς καὶ ἐγὼ ἐγενόμην ἐν γαστρί, καὶ ἐκεῖνοι γεγόνασι; γεγόναμεν δὲ ἐν τῇ αὐτῇ κοιλίᾳ.

Ιωβ. 31,15                 Τι λοιπόν; Δεν έλαβα και εγώ ύπαρξιν εις την κοιλίαν της μητρός μου, όπως και εκείνοι; Εχομεν λάβει ύπαρξιν εις την αυτήν κοιλίαν και εγεννήθημεν κατά τον ίδιον τρόπον.

Ιωβ. 31,16         ἀδύνατοι δὲ χρείαν, ἥν ποτε εἶχον, οὐκ ἀπέτυχον, χήρας δὲ τὸν ὀφθαλμὸν οὐκ ἐξέτηξα.

Ιωβ. 31,16                 Αδύνατοι δε και πτωχοί άνθρωποι, όταν ευρέθησαν εις κάποιαν ανάγκην, δεν εστερήθησαν από την βοήθειάν μου. Τους οφθαλμούς της χήρας δεν τους αφήκα να μαραθούν και να λυώσουν, όταν ικετευτικοί απηυθύνοντο προς εμέ.

Ιωβ. 31,17         εἰ δὲ καὶ τὸν ψωμόν μου ἔφαγον μόνος καὶ οὐχὶ ὀρφανῷ μετέδωκα·

Ιωβ. 31,17                 Εάν έφαγα το ψωμί μόνος μου και δεν έδωκα από αυτό στο ορφανόν, ας με τιμωρήση ο Θεός.

Ιωβ. 31,18         ὅτι ἐκ νεότητός μου ἐξέτρεφον ὡς πατήρ, καὶ ἐκ γαστρὸς μητρός μου ὡδήγησα·

Ιωβ. 31,18                 Διότι από την νεαράν μου ακόμη ηλικίαν έτρεφα τον πεινώντα και το ορφανόν, ωσάν πατήρ. Και εκ γενετής έχων την αγαθήν διάθεσιν ωδηγούσα αυτούς.

Ιωβ. 31,19         εἰ δὲ καὶ ὑπερεῖδον γυμνὸν ἀπολλύμενον καὶ οὐκ ἠμφίασα αὐτόν,

Ιωβ. 31,19                 Εάν δε και εγύρισα αλλού τα μάτια μου, δια να μη ίδω κάποιον γυμνόν, ο οποίος λόγω της γυμνότητός του εκινδύνευε να αποθάνη, και δεν τον ενεδυσα,

Ιωβ. 31,20         ἀδύνατοι δὲ εἰ μὴ εὐλόγησάν με, ἀπὸ δὲ κουρᾶς ἀμνῶν μου ἐθερμάνθησαν οἱ ὦμοι αὐτῶν·

Ιωβ. 31,20                αδύνατοι δε και πτωχοί εάν δεν με ηυλόγησαν, διότι δεν τους εβοήθησα, και δεν εθερμάνθησαν οι ώμοι των από τα ενδύματα που υφάνθησαν από την κουράν των προβάτων μου,

Ιωβ. 31,21         εἰ ἐπῇρα ὀρφανῷ χεῖρα, πεποιθὼς ὅτι πολλή μοι βοήθεια περίεστιν,

Ιωβ. 31,21                 εάν εσήκωσα απειλητικήν και αρπακτικήν την χείρα μου εναντίον του ορφανού, διότι είχα την πεποίθησιν ότι πολλή προσωποληπτική βοήθεια εκ μέρους των κριτών θα μου παρείχετο, εάν εδικαζόμην, εάν εις όλα αυτά είμαι ένοχος,

Ιωβ. 31,22         ἀποσταίη ἄρα ὁ ὦμός μου ἀπὸ τῆς κλειδός, ὁ δὲ βραχίων μου ἀπὸ τοῦ ἀγκῶνος συντριβείη.

Ιωβ. 31,22                είθε να εξαρθρωθή ο ώμος μου από τα κόκκαλα της κλειδός, να συντριβή δε από τον αγκώνα ο βροχίων μου.

Ιωβ. 31,23         φόβος γὰρ Κυρίου συνέσχε με, ἀπὸ τοῦ λήμματος αὐτοῦ οὐχ ὑποίσω.

Ιωβ. 31,23                Δεν διέπραξα τοιαύτας παρανομίας, διότι ο φόβος του Κυρίου με συγκρατούσε πάντοτε και διότι δεν ημπορούσα να υποφέρω την καταδικαστικήν απόφασιν του Θεού.

Ιωβ. 31,24         εἰ ἔταξα χρυσίον εἰς χοῦν μου, εἰ δὲ καὶ λίθῳ πολυτελεῖ ἐπεποίθησα,

Ιωβ. 31,24                Ποτέ δεν έκρυψα εις αποθησαυρισμόν και ασφάλειαν έντος της γης το χρυσίον, ποτέ δεν εστήριξα την ελπίδα μου στους πολυτίμους λίθους.

Ιωβ. 31,25         εἰ δὲ καὶ εὐφράνθην πολλοῦ πλούτου μοι γενομένου, εἰ δὲ καὶ ἐπ᾿ ἀναριθμήτοις ἐθέμην χεῖρά μου·

Ιωβ. 31,25                Ποτέ δεν εδοκίμασα υλοφρονα χαράν και αγαλλίασιν δια τον πλούτον, τον οποίον απέκτησα, ποτέ δεν άπλωσα το χέρι μου εις απόκτησιν αναρίθμητου πλούτου.

Ιωβ. 31,26         ἦ οὐχ ὁρῶ μὲν ἥλιον τὸν ἐπιφαύσκοντα ἐκλείποντα, σελήνην δὲ φθίνουσαν; οὐ γὰρ ἐπ᾿ αὐτοῖς ἐστιν.

Ιωβ. 31,26                Η δεν βλέπω και εγώ τον ήλιον να ανατέλλη λαμπρώς και να δύη με τόσην μεγαλοπρέπειαν, την δε σελήνην όλονέν να φθίνη, μέχρις ότου παρουσιασθή νέα; Ούτε και εις αυτά τα ουράνια σώματα δεν αξίζει να στηρίζεται κανείς.

Ιωβ. 31,27         καὶ εἰ ἠπατήθη λάθρᾳ ἡ καρδία μου, εἰ δὲ χεῖρά μου ἐπιθεὶς ἐπὶ στόματί μου ἐφίλησα,

Ιωβ. 31,27                Δεν επλανήθη, έστω και χωρίς να το θέλω, ποτέ η καρδία μου, ώστε αφού φέρω το χέρι μου στο στόμα μου και το φιλήσω να αποστείλω έτσι προς αυτά λατρευτικόν φίλημα ως προς θεούς.

Ιωβ. 31,28         καὶ τοῦτό μοι ἄρα ἀνομία ἡ μεγίστη λογισθείη, ὅτι ἐψευσάμην ἐναντίον Κυρίου τοῦ Ὑψίστου.

Ιωβ. 31,28                Εάν κάτι τέτοιο ποε έπραξα, ας μου καταλογισθή ενώπιον του Κυρίου ως η πλέον μεγάλη παράβασις του θείου νόμου· διότι εψεύσθην ενώπιον Κυρίου του Υψίστου και ηρνήθην αυτόν λατρεύσας είδωλα.

Ιωβ. 31,29         εἰ δὲ καὶ ἐπιχαρὴς ἐγενόμην πτώματι ἐχθρῶν μου καὶ εἶπεν ἡ καρδία μου· εὖγε,

Ιωβ. 31,29                Ακόμη δε εάν εδοκίμασα χαιρεκακίαν δια την πτώσιν και συντριβήν των εχθρών μου και είπεν η καρδία μου, “εύγε, εύγε, καλά να πάθη”,

Ιωβ. 31,30         ἀκούσαι ἄρα τὸ οὖς μου τὴν κατάραν μου, θρυλληθείην δὲ ἄρα ὑπὸ λαοῦ μου κακούμενος.

Ιωβ. 31,30                ας ακούση το αυτί μου την ίδια κατάρα, που έκαμα δια τον εχθρόν μου, και ας με εύρουν τόσα κακά, ώστε η δυστυχία μου να γίνη θρύλος και μολόγημα μεταξύ του λαού μου.

Ιωβ. 31,31         εἰ δὲ καὶ πολλάκις εἶπον αἱ θεράπαιναί μου· τίς ἂν δῴη ἡμῖν τῶν σαρκῶν αὐτοῦ πλησθῆναι; λίαν μου χρηστοῦ ὄντος·

Ιωβ. 31,31                 Μηπως, τάχα, αι υπηρετριαί μου είπαν και επανέλαβαν, ποιός τάχα θα μας δώση να χορτάσωμεν από το πλούσιον τραπέζι, που παραθέτει αυτός δια τον εαυτόν του; Δεν το είπαν, διότι εγώ ήμουνα πολύ καλός και ευεργετικός απέναντί των.

Ιωβ. 31,32         ἔξω δὲ οὐκ ηὐλίζετο ξένος, ἡ δὲ θύρα μου παντὶ ἐλθόντι ἀνέῳκτο.

Ιωβ. 31,32                Ποτέ δεν αφήκα ξένον να κοιμηθή έξω στο ύπαιθρον. Η θύρα του σπιτιού μου ήτο ανοικτή εις κάθε ερχόμενον.

Ιωβ. 31,33         εἰ δὲ καὶ ἁμαρτῶν ἀκουσίως ἔκρυψα τὴν ἁμαρτίαν μου,

Ιωβ. 31,33                 Εάν δε και μου έτυχε να αμαρτήσω, χωρίς να το θέλω, και έκρυψα την αμαρτίαν μου, ας με τιμωρήση ο Θεός.

Ιωβ. 31,34         οὐ γὰρ διετράπην πολυοχλίαν πλήθους τοῦ μὴ ἐξαγορεῦσαι ἐνώπιον αὐτῶν· εἰ δὲ καὶ εἴασα ἀδύνατον ἐξελθεῖν θύραν μου κόλπῳ κενῷ,

Ιωβ. 31,34                Ποτέ όμως δεν υπεστάλην και δεν εντράπηκα τον πολύν λαόν, ώστε να μη ομολογήσω ενώπιον αυτών το πταίσμα μου. Ποτέ δεν αφήκα κανένα πτωχόν να βγη από το σπίτι μου με αδειανά τα χέρια.

Ιωβ. 31,35         τίς δῴη ἀκούοντά μου; χεῖρα δὲ Κυρίου εἰ μὴ ἐδεδοίκειν, συγγραφὴν δέ, ἣν εἶχον κατά τινος,

Ιωβ. 31,35                 Ποιός θα μου δώση, τάχα, άνθρωπον να ακούση αυτά, που λέγω; Θα παρεκάλουν τον Θεόν να με ακούση, εάν δεν εφοβούμην την παντοδύναμον δεξιάν του. Εάν είχα εις τα χέρια μου γραμμάτιον οφειλής κάποιου προς εμέ,

Ιωβ. 31,36         ἐπ᾿ ὤμοις ἂν περιθέμενος στέφανον ἀνεγίνωσκον,

Ιωβ. 31,36                το περιέφερα στον ώμόν μου, το έβαζα ως στέφανον στο κεφάλι μου και το ανεγίνωσκον,

Ιωβ. 31,37         καὶ εἰ μὴ ῥήξας αὐτὴν ἀπέδωκα, οὐθὲν λαβὼν παρὰ χρεωφειλέτου·

Ιωβ. 31,37                 κατόπιν δε το έσχιζα και το έδιδα εις αυτόν, χωρίς να πάρω τίποτε, από όσα μου ώφειλε.

Ιωβ. 31,38         εἰ ἐπ᾿ ἐμοί ποτε ἡ γῆ ἐστέναξεν, εἰ δὲ καὶ οἱ αὔλακες αὐτῆς ἔκλαυσαν ὁμοθυμαδόν,

Ιωβ. 31,38                Εάν η γη και οι καλλιεργούντες αυτήν εστέναξαν εξ αιτίας εμού και των αδικιών μου, εάν τα αυλάκια με τα οποία εποτίζετο και εκείνοι που τα ήνοιγαν έκλαυσαν από συμφώνου, διότι, τάχα, τους αδικούσα,

Ιωβ. 31,39         εἰ δὲ καὶ τὴν ἰσχὺν αὐτῆς ἔφαγον μόνος ἄνευ τιμῆς, εἰ δὲ καὶ ψυχὴν κυρίου τῆς γῆς ἐκβαλὼν ἐλύπησα,

Ιωβ. 31,39                εάν εκράτησα δια τον εαυτόν μου και έφαγα μόνος μου τα διάφορα εισοδήματα της γης, και μάλιστα χωρίς να καταβάλλω τα ημερομίσθια στους εργάτας, εάν δε και ελύπησα οποιονδήποτε κάτοχον της γης εκδιώξας αυτόν από αυτήν, δια να την καταλάβω εγώ,

Ιωβ. 31,40         ἀντὶ πυροῦ ἄρα ἐξέλθοι μοι κνίδη, ἀντὶ δὲ κριθῆς βάτος. καὶ ἐπαύσατο Ἰὼβ ῥήμασιν.

Ιωβ. 31,40                είθε αντί του σίτου, που έσπειρα, να φυτρώσουν τσουκνίδες, αντί του κριθαριού να φυτρώσουν βάτοι”. Αυτά είπεν ο Ιώβ και έπαυσε να ομιλή.

 

 

ΙΩΒ 32

 

Ιωβ. 32,1           Ἡσύχασαν δὲ καὶ οἱ τρεῖς φίλοι αὐτοῦ ἔτι ἀντειπεῖν Ἰώβ, ἦν γὰρ Ἰὼβ δίκαιος ἐναντίον αὐτῶν.

Ιωβ. 32,1                   Ησύχασαν, εσιώπησαν οι τρεις φίλοι του Ιώβ και δεν αντεπαν εις αυτόν, διότι ο Ιώβ επέμενε να παρουσιάζεται ενώπιον αυτών ότι ήτο δίκαιος.

Ιωβ. 32,2           ὠργίσθη δὲ Ἐλιοὺς ὁ τοῦ Βαραχιὴλ ὁ Βουζίτης ἐκ τῆς συγγενείας Ῥὰμ τῆς Αὐσίτιδος χώρας· ὠργίσθη δὲ τῷ Ἰὼβ σφόδρα, διότι ἀπέφηνεν ἑαυτὸν δίκαιον ἐναντίον Κυρίου.

Ιωβ. 32,2                  Εν τούτοις ο Ελιούς, ο υιός του Βαραχιήλ ο Βουζίτης, από την συγγένειαν του Ραμ της Αυσίτιδος χώρας, ωργίσθη. Ωργίσθη πολύ εναντίον του Ιώβ, διότι παρουσίασεν αυτός τον εαυτόν του δίκαιον ενώπιον του Κυρίου.

Ιωβ. 32,3           καὶ κατὰ τῶν τριῶν δὲ φίλων ὠργίσθη σφόδρα, διότι οὐκ ἠδυνήθησαν ἀποκριθῆναι ἀντίθετα Ἰὼβ καὶ ἔθεντο αὐτὸν εἶναι ἀσεβῆ.

Ιωβ. 32,3                  Ωργίσθη επίσης πολύ και εναντίον των τριών φίλων του Ιώβ, διότι δεν ημπόρεσαν αυτοί να δώσουν καταλλήλους αντιθέτους απαντήσεις στους ισχυρισμούς του Ιώβ και τον εθεώρησαν πάντες ως ασεβή.

Ιωβ. 32,4           Ἐλιοὺς δὲ ὑπέμεινε δοῦναι ἀπόκρισιν Ἰώβ, ὅτι πρεσβύτεροι αὐτοῦ εἰσιν ἡμέραις.

Ιωβ. 32,4                  Ο Ελιούς, προκειμένου να δώση απάντησιν στον Ιώβ, επερίμενε να σιωπήσουν οι άλλοι τρεις, διότι αυτοί ήσαν μεγαλύτεροί του κατά την ηλικίαν.

Ιωβ. 32,5           καὶ εἶδεν ὅτι οὐκ ἔστιν ἀπόκρισις ἐν στόματι τῶν τριῶν ἀνδρῶν, καὶ ἐθυμώθη ὀργῇ αὐτοῦ.

Ιωβ. 32,5                  Οταν είδεν ότι οι τρεις αυτοί άνδρες δεν είχαν πλέον απάντησιν να δώσουν προς τον Ιώβ, ωργίσθη πολύ εναντίον αυτών.

Ιωβ. 32,6           ὑπολαβὼν δὲ Ἐλιοὺς ὁ τοῦ Βαραχιὴλ ὁ Βουζίτης εἶπε· νεώτερος μέν εἰμι τῷ χρόνῳ, ὑμεῖς δέ ἐστε πρεσβύτεροι· διὸ ἡσύχασα φοβηθεὶς τοῦ ὑμῖν ἀναγγεῖλαι τὴν ἐμαυτοῦ ἐπιστήμην.

Ιωβ. 32,6                  Ελαβε λοιπόν τον λόγον ο Ελιούς, ο υιός του Βαραχιήλ ο Βουζίτης και είπεν· “εγώ είμαι νεώτερος ως προς την ηλικίαν, σεις δε είσθε μεγαλύτεροί μου. Δι αυτό και δια λόγους σεβασμού εσιώπησα και δεν εφανέρωσα εις σας την γνώμην μου επί των ζητημάτων αυτών.

Ιωβ. 32,7           εἶπα δὲ ὅτι οὐχ ὁ χρόνος ἐστὶν ὁ λαλῶν, ἐν πολλοῖς δὲ ἔτεσι οἴδασι σοφίαν,

Ιωβ. 32,7                  Εσκέφθην ότι σεις, σαν μεγαλύτεροί μου, έπρεπε να έχετε τον λόγον. Είπα όμως ότι δεν είναι ο χρόνος ούτε και η μεγάλη ηλικία, που κάνουν τον άνθρωπον να ομιλή ορθώς. Ούτε με τα πολλά χρόνια οι άνθρωποι γνωρίζουν την αληθινήν σοφίαν.

Ιωβ. 32,8           ἀλλὰ πνεῦμά ἐστιν ἐν βροτοῖς, πνοὴ δὲ Παντοκράτορός ἐστιν ἡ διδάσκουσα·

Ιωβ. 32,8                  Αλλά εκείνο, που κάμνει τον άνθρωπον σοφόν, είναι το πνεύμα που υπάρχει στους ανθρώπους, η λογική ικανότης, η έμπνευσις εκ μέρους του Παντοκράτορος. Αυτή είναι, που διδάσκει και φωτίζει τον άνθρωπον.

Ιωβ. 32,9           οὐχ οἱ πολυχρόνιοί εἰσι σοφοί, οὐδ᾿ οἱ γέροντες οἴδασι κρίμα.

Ιωβ. 32,9                  Δεν είναι σοφοί όσοι έχουν ζήσει πολλά χρόνια, ούτε οι γέροντες γνωρίζουν και κρίνουν ορθώς, εάν δεν έχουν την έμπνευσιν του Θεού.

Ιωβ. 32,10         διὸ εἶπα· ἀκούσατέ μου, καὶ ἀναγγελῶ ὑμῖν ἃ οἶδα.

Ιωβ. 32,10                Δι' αυτό και σας λέγω· ακούσατέ με, και θα σας είπω αυτά, τα οποία γνωρίζω.

Ιωβ. 32,11         ἐνωτίζεσθέ μου τὰ ῥήματα· ἐρῶ γὰρ ὑμῶν ἀκουόντων, ἄχρις οὗ ἐτάσητε λόγους,

Ιωβ. 32,11                 Ακούσατε τα λόγια μου, διότι θα ομιλήσω προς σας, εφ' όσον θα έχετε την διάθεσιν να με ακούσετε και μέχρις ότου ερευνήσετε και ελέγξετε τους λόγους μου.

Ιωβ. 32,12         καὶ μέχρι ὑμῶν συνήσω. καὶ ἰδοὺ οὐκ ἦν τῷ Ἰὼβ ἐλέγχων ἀνταποκρινόμενος ῥήματα αὐτοῦ ἐξ ὑμῶν,

Ιωβ. 32,12                Εγώ μέχρι τέλους, οπότε σεις επαύσατε να ομιλήτε, παρηκολούθησα και κατενόησα όσα είπατε. Και φρονώ, ότι κανείς από σας δεν ήλεγξε τον Ιώβ απαντών ορθώς και αληθινά εις τα λόγια του.

Ιωβ. 32,13         ἵνα μὴ εἴπητε· εὕρομεν σοφίαν Κυρίῳ προσθέμενοι·

Ιωβ. 32,13                Τούτο δε κατά παραχώρησιν Θεού, δια να μη είπετε ότι ημείς ευρήκαμεν σοφίαν και με πολλήν σοφίαν απηντήσαμεν στον Ιωβ τεθέντες με το μέρος του Κυρίου.

Ιωβ. 32,14         ἀνθρώπῳ δὲ ἐπετρέψατε λαλῆσαι τοιαῦτα ῥήματα.

Ιωβ. 32,14                Ετσι όμως εδώσατε ευκαιρίαν και αφορμήν εις άνθρωπον, στον Ιώβ, να είπη τέτοια λόγια, τα οποία εξεστόμισεν”.

Ιωβ. 32,15         ἐπτοήθησαν, οὐκ ἀπεκρίθησαν ἔτι, ἐπαλαίωσαν ἐξ αὐτῶν λόγους.

Ιωβ. 32,15                Οι τρεις φίλοι κατεπλάγησαν, απεγοητεύθησαν και δεν απήντησαν πλέον. Ελειψαν οι λόγοι από το στόμα των.

Ιωβ. 32,16         ὑπέμεινα, οὐ γὰρ ἐλάλησαν· ὅτι ἔστησαν, οὐκ ἀπεκρίθησαν.

Ιωβ. 32,16                “Επερίμενα σιωπών να ομιλήσουν και πάλιν. Δεν έβγαλα από το στόμα μου κανένα λόγον. Τωρα όμως θα ομιλήσω, διότι αυτοί έπαυσαν πλέον να απαντούν στον Ιώβ”.

Ιωβ. 32,17         ὑπολαβὼν δὲ Ἐλιοὺς λέγει· πάλιν λαλήσω·

Ιωβ. 32,17                Επειτα από μικράν διακοπήν, ωμίλησε και πάλιν ο Ελιούς ειπών· “πάλιν θα ομιλήσω,

Ιωβ. 32,18         πλήρης γάρ εἰμι ῥημάτων, ὀλέκει γάρ με τὸ πνεῦμα τῆς γαστρός·

Ιωβ. 32,18                διότι είμαι γεμάτος από σκέψεις και απόψεις. Με πιέζει μέσα μου το πνεύμα, δια να ομιλήσω.

Ιωβ. 32,19         ἡ δὲ γαστήρ μου ὥσπερ ἀσκὸς γλεύκους ζέων δεδεμένος ἢ ὥσπερ φυσητὴρ χαλκέως ἐῤῥηγώς.

Ιωβ. 32,19                Το εσωτερικόν μου, ο νους και η καρδία μου, από το πλήθος αυτό των σκέψεων, ομοιάζει με δεμένον ασκόν, μέσα στον οποίον βράζει ο μούστος, ώστε κινδυνεύει να διαρραγή. Η ομοιάζει προς φυσερό χαλκωματά, που από την πίεσιν του πολλού αέρος έχει διαρραγή.

Ιωβ. 32,20         λαλήσω, ἵνα ἀναπαύσωμαι ἀνοίξας τὰ χείλη·

Ιωβ. 32,20               Θα ομιλήσω, δια να δώσω επιτέλους και κάποιαν ανάπαυσιν στον εαυτόν μου. Θα ανοίξω το στόμα μου.

Ιωβ. 32,21         ἄνθρωπον γὰρ οὐ μὴ αἰσχυνθῶ, ἀλλὰ μὴν οὐδὲ βροτὸν οὐ μὴ ἐντραπῶ·

Ιωβ. 32,21                Θα ομιλήσω ελεύθερα χωρίς να εντραπώ άνθρωπον, ούτε δε και απέναντι οποιουδήποτε θνητού θα υποσταλώ από του να είπω την αλήθειαν.

Ιωβ. 32,22         οὐ γὰρ ἐπίσταμαι θαυμάσαι πρόσωπα· εἰ δὲ μή, καὶ ἐμὲ σῆτες ἔδονται.

Ιωβ. 32,22               Διότι δεν ηξεύρω και δεν εσυνήθισα να καταπλήσσωμαι ενώπιον προσώπων και να κολακεύω ανθρώπους. Εάν δε τυχόν και δείξω τέτοιαν προσωποληψίαν, είθε να με καταφάγουν τα σκουλήκια.

 

 

ΙΩΒ 33

 

Ιωβ. 33,1           Οὐ μὴν δὲ ἀλλὰ ἄκουσον, Ἰώβ, τὰ ῥήματά μου καὶ λαλιὰν ἐνωτίζου μου·

Ιωβ. 33,1                   Ακουσε, λοιπόν, και συ Ιώβ τα λόγια μου. Δώσε προσοχήν εις αυτά, τα οποία θα είπω.

Ιωβ. 33,2           ἰδοὺ γὰρ ἤνοιξα τὸ στόμα μου, καὶ ἐλάλησεν ἡ γλῶσσά μου.

Ιωβ. 33,2                  Ιδού, ήνοιξα το στόμα μου και η γλώσσα πλέον θα αρχίση να ομιλή.

Ιωβ. 33,3           καθαρά μου ἡ καρδία ῥήμασι, σύνεσις δὲ χειλέων μου καθαρὰ νοήσει.

Ιωβ. 33,3                  Από καθαράν και απροκατάληπτον καρδίαν θα εξέλθουν τα λόγια μου. Τα δε συνετά λόγια, που θα βγουν από τα χείλη μου, θα είναι καθαρά και ξάστερα, ώστε εύκολα να τα κατανόηση κανείς.

Ιωβ. 33,4           πνεῦμα θεῖον τὸ ποιῆσάν με, πνοὴ δὲ Παντοκράτορος ἡ διδάσκουσά με.

Ιωβ. 33,4                  Το Πνεύμα του Θεού με εδημιούργησε, η πνοή δε και η έμπνευσις Κυρίου του Παντοκράτορας είναι αυτή, που που με διδάσκει.

Ιωβ. 33,5           ἐὰν δύνῃ, δός μοι ἀπόκρισιν πρὸς ταῦτα· ὑπόμεινον, στῆθι κατ᾿ ἐμὲ καὶ ἐγὼ κατὰ σέ.

Ιωβ. 33,5                  Εάν βέβαια ημπορρής, δος μου ελεύθερα απάντησιν εις αυτά. Μονον δείξε υπομονήν καθ' ον χρόνον θα ομιλώ. Στάσου σταθερά απέναντί μου, όπως και εγώ θα σταθώ απέναντί σου.

Ιωβ. 33,6           ἐκ πηλοῦ διήρτισαι σὺ ὡς καὶ ἐγώ, ἐκ τοῦ αὐτοῦ διηρτίσμεθα.

Ιωβ. 33,6                  Είμεθα και οι δυο ίσοι. Από πηλόν έχεις πλασθή συ, όπως και εγώ. Από την ίδια λάσπη έχομεν πλασθή και απαρτισθή και οι δυο μας.

Ιωβ. 33,7           οὐχ ὁ φόβος μού σε στροβήσει, οὐδὲ ἡ χείρ μου βαρεῖα ἔσται ἐπὶ σοί.

Ιωβ. 33,7                  Δεν θέλω να σε ταράξη ο φόβος μου, ούτε και το χέρι μου να πέση βαρύ επάνω σου.

Ιωβ. 33,8           πλὴν εἶπας ἐν ὠσί μου, φωνὴν ῥημάτων σου ἀκήκοα,

Ιωβ. 33,8                  Πρέπει όμως να ομιλήσω, διότι με τα ίδια μου τα αυτιά άκουσα όσα είπες. Τους λόγους της ιδικής σου φωνής ήκουσα,

Ιωβ. 33,9           διότι λέγεις· καθαρός εἰμι οὐχ ἁμαρτών, ἄμεμπτός εἰμι, οὐ γὰρ ἠνόμησα.

Ιωβ. 33,9                  διότι διεκήρυξες· Εγώ είμαι καθαρός, δεν έχω αμαρτήσει, είμαι άμεμπτος, δεν παρέβην τον νόμον του Κυρίου.

Ιωβ. 33,10         μέμψιν δὲ κατ᾿ ἐμοῦ εὗρεν, ἥγηται δέ με ὥσπερ ὑπεναντίον·

Ιωβ. 33,10                Ο Κυριος όμως εύρεν εναντίον μου μομφήν και κατηγορίαν. Με εθεώρησεν ως εχθρόν του.

Ιωβ. 33,11         ἔθετο δὲ ἐν ξύλῳ τὸν πόδα μου, ἐφύλαξε δέ μου πάσας τὰς ὁδούς·

Ιωβ. 33,11                 Εκλεισεν στο βασανιστικόν ξύλον τα πόδια μου, ώστε να μη μπορώ να κινηθώ. Εφρούρησε όλους τους δρόμους, από τους οποίους, τυχόν, θα διηρχόμην.

Ιωβ. 33,12         πῶς γὰρ λέγεις· δίκαιός εἰμι, καὶ οὐκ ἐπακήκοέ μου; αἰώνιος γάρ ἐστιν ὁ ἐπάνω βροτῶν.

Ιωβ. 33,12                Πως λέγεις· είμαι δίκαιος και όμως ο Κυριος δεν με έχει εισακούσει; Αιώνιος είναι ο Κυριος, ανώτερος από όλους τους θνητούς της γης. Με απεριόριστα δικαιώματα επάνω όλων.

Ιωβ. 33,13         λέγεις δέ· διατί τῆς δίκης μου οὐκ ἐπακήκοέ μου πᾶν ῥῆμα;

Ιωβ. 33,13                 Συ λέγεις· Διατί, όταν ο Κυριος με εδίκαζε, δεν είχεν ακούσει κανένα από τους λόγους υπερασπίσεώς μου, που είπα;

Ιωβ. 33,14         ἐν γὰρ τῷ ἅπαξ λαλῆσαι ὁ Κύριος, ἐν δὲ τῷ δευτέρῳ

Ιωβ. 33,14                Αβάσιμον το παράπονόν σου, διότι ο Κυριος απαντά και πρώτην και δεύτερον φοράν, κατά τον ένα η τον άλλον τρόπον.

Ιωβ. 33,15         ἐνύπνιον, ἢ ἐν μελέτῃ νυκτερινῇ, ὡς ὅταν ἐπιπίπτῃ δεινὸς φόβος ἐπ᾿ ἀνθρώπους ἐπὶ νυσταγμάτων ἐπὶ κοίτης.

Ιωβ. 33,15                 Παραδείγματος χάριν με ενύπνιον η με σκέψεις και μελέτας, που προκαλούν στους ανθρώπους νυκτεριναί οπτασίαι, όταν κατά τον ύπνον των επιπίπτη μεγάλος φόβος στους ανθρώπους· κατά τας ώρας, που νυσταγμένοι απλώνονται εις την κλίνην των.

Ιωβ. 33,16         τότε ἀνακαλύπτει νοῦν ἀνθρώπων, ἐν εἴδεσι φόβου τοιούτοις αὐτοὺς ἐξεφόβησεν

Ιωβ. 33,16                Τοτε αποκαλύπτει και φωτίζει τον νουν των ανθρώπων και αφού τους καταπλήξη και τους εκφοβίση με τέτοια είδη φόβων, αποκαλύπτει και εντυπώνει εις αυτούς την αλήθειαν·

Ιωβ. 33,17         ἀποστρέψαι ἄνθρωπον ἀπὸ ἀδικίας, τὸ δὲ σῶμα αὐτοῦ ἀπὸ πτώματος ἐῤῥύσατο.

Ιωβ. 33,17                 με κύριον σκοπόν να απομακρύνη τον άνθρωπον από την αμαρτίαν, το δε σώμα του και τον όλον εαυτόν του να τον γλυτώση από σοβαράς και θανασίμους πτώσεις.

Ιωβ. 33,18         ἐφείσατο δὲ τῆς ψυχῆς αὐτοῦ ἀπὸ θανάτου καὶ μὴ πεσεῖν αὐτὸν ἐν πολέμῳ.

Ιωβ. 33,18                Να λυπηθή και προφυλάξη την ζωήν του από τον θάνατον και να τον περιφρουρήση, ώστε να μη πέση νεκρός κατά τον πόλεμον.

Ιωβ. 33,19         πάλιν δὲ ἤλεγξεν αὐτὸν ἐπὶ μαλακίᾳ ἐπὶ κοίτης καὶ πλῆθος ὀστῶν αὐτοῦ ἐνάρκησε·

Ιωβ. 33,19                Ο Κυριος, οχι μόνον με όνειρα και οπτασίες καθοδηγεί τον άνθρωπον, αλλά και τον θλίβει και τον παιδαγωγεί δια μέσου των θλίψεων, εξαπλώνων αυτόν ασθενή επάνω εις την κλίνην του, ώστε να αδρανούν όλα τα κόκκαλά του.

Ιωβ. 33,20         πᾶν δὲ βρωτὸν σίτου οὐ μὴ δύνηται προσδέξασθαι καὶ ἡ ψυχὴ αὐτοῦ βρῶσιν ἐπιθυμήσει,

Ιωβ. 33,20                Κατά το διάστημα της ασθενείας του και εξ αιτίας της ασθενείας του, κάθε φαγώσιμον δεν ημπορεί να το δεχθή και να το φάγη. Η ψυχή του θα επιθυμή τροφήν, αλλά δεν θα έχη όρεξιν να την φάγη,

Ιωβ. 33,21         ἕως ἂν σαπῶσιν αὐτοῦ αἱ σάρκες καὶ ἀποδείξῃ τὰ ὀστᾶ αὐτοῦ κενά·

Ιωβ. 33,21                μέχρις ότου από την ασθένειαν και την ασιτίαν εξαντληθή ο άνθρωπος, πέσουν τα πάχη και αι πολλαί σάρκες και φανέρωση η ασθένεια του τα κόκκαλά του ολοφάνερα κάτω από το δέρμα.

Ιωβ. 33,22         ἤγγισε δὲ εἰς θάνατον ἡ ψυχὴ αὐτοῦ, ἡ δὲ ζωὴ αὐτοῦ ἐν ᾅδη.

Ιωβ. 33,22                Ετσι δε η ψυχή του πλησιάζει προς τον θάνατον και η ζωή του εγγίζει στον άδην.

Ιωβ. 33,23         ἐὰν ὦσι χίλιοι ἄγγελοι θανατηφόροι, εἷς αὐτῶν οὐ μὴ τρώσῃ αὐτόν· ἐὰν νοήσῃ τῇ καρδίᾳ ἐπιστραφῆναι πρὸς Κύριον, ἀναγγείλῃ δὲ ἀνθρώπῳ τὴν ἑαυτοῦ μέμψιν, τὴν δὲ ἄνοιαν αὐτοῦ δείξῃ,

Ιωβ. 33,23                Εάν υπάρχουν πάρα την κλίνην του χίλιοι άγγελοι από εκείνους, που έχουν ως έργον και αποστολήν να φέρουν τον θάνατον, κανείς από αυτούς δεν θα τον πληγώση και δεν θα τον θανατώση, αρκεί μόνον αυτός να συναισθανθή με την καρδία του και επιστρέψη δια της μετανοίας προς τον Κυριον, ομολογηση δε εις κάθε άνθρωπον την αξίαν μομφής και καταδίκης συμπεριφοράν του, δείξη δε φανερά την ασύνετον διαγωγήν του απέναντι του Θεού.

Ιωβ. 33,24         ἀνθέξεται τοῦ μὴ πεσεῖν εἰς θάνατον, ἀνανεώσει δὲ αὐτοῦ τὸ σῶμα ὥσπερ ἀλοιφὴν ἐπὶ τοίχου, τὰ δὲ ὀστᾶ αὐτοῦ ἐμπλήσει μυελοῦ·

Ιωβ. 33,24                Τοτε ο Θεός θα τον βαστάση και θα τον στήριξη, ώστε να μη πέση νεκρός. Θα ανανεώση δε αυτού το σώμα, όπως ανανεώνεται ο ασπριζόμενος τοίχος. Τα δε οστά του θα γεμίσουν από μυελόν.

Ιωβ. 33,25         ἁπαλυνεῖ δὲ αὐτοῦ τὰς σάρκας ὥσπερ νηπίου, ἀποκαταστήσει δὲ αὐτὸν ἀνδρωθέντα ἐν ἀνθρώποις.

Ιωβ. 33,25                Τας εξηντλημένας και απεξηραμμένας σάρκας του θα τας θεραπεύση και θα τας καταστήση απαλας ο Κυριος, όπως του μικρού παιδιού. Θα αποκαταστήση δε αυτόν νέον άνδρα μεταξύ των άλλων ανθρώπων.

Ιωβ. 33,26         εὐξάμενος δὲ πρὸς Κύριον, καὶ δεκτὰ αὐτῷ ἔσται, εἰσελεύσεται προσώπῳ ἱλαρῷ σὺν ἐξηγορίᾳ· ἀποδώσει δὲ ἀνθρώποις δικαιοσύνην.

Ιωβ. 33,26                Οταν δε ευχηθή και απευθύνη δεήσεις προς τον Κυριον, θα γίνουν δεκτά τα αιτήματά του. Θα παρουσιασθή ενώπιον του Κυρίου με πρόσωπον ιλαρόν και χαρωπόν εκφράζων δοξολογίας και ευχαριστίας προς τον Θεόν. Εις τους αποδεχομένους κατ' αυτόν τον τρόπον την συνετήν παιδαγωγίαν, θα αποδώση ο Κυριος την δικαίωσιν και την αμοιβήν των δικαίων.

Ιωβ. 33,27         εἶτα τότε ἀπομέμψεται ἄνθρωπος αὐτὸς ἑαυτῷ λέγον· οἷα συνετέλουν καὶ οὐκ ἄξια ἤτασέ με ὧν ἥμαρτον.

Ιωβ. 33,27                Επειτα, υπό το φως της δικαιώσεως, ο άνθρωπος θα κατηγορήση ο ίδιος τον εαυτόν του λέγων· Ποία και πόσα έργα άξια κατακρίσεως δεν διέπραξα ενώπιον του Κυρίου, και ο Κυριος δεν με ετιμώρησεν ανάλογα με τας αμαρτίας μου!

Ιωβ. 33,28         σῶσον ψυχήν μου τοῦ μὴ ἐλθεῖν εἰς διαφθοράν, καὶ ἡ ζωή μου φῶς ὄψεται.

Ιωβ. 33,28                Σώσε, Κυριε, την ζωήν μου, δια να μη κατέλθω εις την φθοράν του τάφου και του άδου. Διότι με την ιδικήν σου χάριν και δύναμιν η ζωη μου θα ίδη πάλιν το φως της χαράς.

Ιωβ. 33,29         ἰδοὺ ταῦτα πάντα ἐργᾶται ὁ ἰσχυρὸς ὁδοὺς τρεῖς μετὰ ἀνδρός.

Ιωβ. 33,29                Ιδού, όλα αυτά εργάζεται ο παντοδύναμος Κυριος. Πολλάς μεθόδους προς σωτηρίαν χρησιμοποιεί δι' ένα έκαστον άνθρωπον.

Ιωβ. 33,30         καὶ ἐῤῥύσατο τὴν ψυχήν μου ἐκ θανάτου, ἵνα ἡ ζωή μου ἐν φωτὶ αἰνῇ αὐτόν.

Ιωβ. 33,30                Και έτσι ο δια μέσου των θλίψεων και των άλλων ενεργειών του Θεού παιδαγωγηθείς και σωθείς άνθρωπος, αναφωνεί· εγλύτωσεν ο Θεός την ζωήν μου από τον θάνατον, ώστε η ζωη μου στο φως του παρόντος βίου να είναι γεμάτη από δοξολογίας προς αυτόν.

Ιωβ. 33,31         ἐνωτίζου, Ἰώβ, καὶ ἄκουέ μου· κώφευσον, καὶ ἐγώ εἰμι λαλήσω.

Ιωβ. 33,31                 Ανοιξε τα αυτιά σου, Ιώβ, και άκουσε αυτά, που σου λέγω. Σιώπα ως εάν είσαι κωφός. Εγώ είμαι εκείνος, που θα ομιλήσω.

Ιωβ. 33,32         εἰ εἰσί σοι λόγοι, ἀποκρίθητί μοι· λάλησον, θέλω γὰρ δικαιωθῆναί σε.

Ιωβ. 33,32                Εάν όμως έχης λόγους να αποκριθής, απάντησέ μου. Ομίλησε, διότι θέλω να ακούσω τας δικαιολογίας σου και να σου αποδώσω το δίκαιον.

Ιωβ. 33,33         εἰ μή, σὺ ἄκουσόν μου· κώφευσον καὶ διδάξω σε σοφίαν.

Ιωβ. 33,33                Εάν όμως και δεν έχης τίποτε να είπης, άκουσέ με, σιώπα και εγώ θα διδάξω εις σε την αληθινήν σοφίαν”.

 

 

ΙΩΒ 34

 

Ιωβ. 34,1           Ὑπολαβὼν δὲ Ἐλιοὺς λέγει·

Ιωβ. 34,1                   Συνεχίζων τον λόγον ο Ελιούς είπεν·

Ιωβ. 34,2           ἀκούσατέ μου, σοφοί· ἐπιστάμενοι, ἐνωτίζεσθε τὸ καλόν·

Ιωβ. 34,2                  “ακούσατε αυτά, που θα σας είπω, όσοι είσθε σοφοί. Βαλετε εις τα αυτιά σας το καλόν σεις, που γνωρίζετε πολλά.

Ιωβ. 34,3           ὅτι οὖς λόγους δοκιμάζει, καὶ λάρυγξ γεύεται βρῶσιν.

Ιωβ. 34,3                  Οτι, όπως ακριβώς ο λάρυγξ γεύεται το φαγητόν και μας πληροφορεί περί αυτού, ετσι και η ακοή, όργανον της διανοίας, κρίνει και ξεχωρίζει το ορθόν από το πεπλανημένον.

Ιωβ. 34,4           κρίσιν ἑλώμεθα ἑαυτοῖς, γνῶμεν ἀνὰ μέσον ἑαυτῶν ὅ,τι καλόν.

Ιωβ. 34,4                  Ας εκλέξωμεν, λοιπόν, μαζή δια τον εαυτόν μας την δικαίαν κρίσιν και ας μάθωμεν να συζητούμεν μεταξύ μας ο,τι είναι καλόν και ορθόν.

Ιωβ. 34,5           ὅτι εἴρηκεν Ἰώβ· δίκαιός εἰμι, ὁ Κύριος ἀπήλλαξέ μου τὸ κρίμα,

Ιωβ. 34,5                  Ας εξετάσωμεν αυτό, που είπεν ο Ιώβ· Είμαι δίκαιος, και παρ' όλα αυτά ο Κυριος δεν μου απέδωσε το δίκαιόν μου.

Ιωβ. 34,6           ἐψεύσατο δὲ τῷ κρίματί μου, βίαιον τὸ βέλος μου ἄνευ ἀδικίας.

Ιωβ. 34,6                  Διέψευσε την γνώμην μου περί της αθωότητός μου, με έκρινεν ως ψεύστην. Χωρίς να πράξω κάτι το άδικον, έρριψε με ορμήν το βέλος της η θεία οργή του και με επλήγωσε βαθείά!

Ιωβ. 34,7           τίς ἀνὴρ ὥσπερ Ἰώβ, πίνων μυκτηρισμὸν ὥσπερ ὕδωρ,

Ιωβ. 34,7                  Ποιός, λοιπόν, άλλος άνθρωπος ευρίσκεται στοιαύτην οδύνην και κατάπτωση, όπως ο Ιώβ, ο οποίος καθημερινώς, σαν με νερό, ποτίζεται με περιφρόνησιν από τους ανθρώπους,

Ιωβ. 34,8           οὐχ ἁμαρτὼν οὐδὲ ἀσεβήσας ἢ ὁδοῦ κοινωνήσας μετὰ ποιούντων τὰ ἄνομα τοῦ πορευθῆναι μετὰ ἀσεβῶν;

Ιωβ. 34,8                  χωρίς να έχη αμαρτήσει ούτε και ασεβήσει, όπως ο ίδιος βεβαιώνει, χωρίς να έχη συμμετάσχει εις πονηρά έργα, η να έχη περιπατήσει μαζή με όλλους στον δρόμον των εργαζομένων τας παρανομίας και γενικώς στον δρόμον των ασεβών;

Ιωβ. 34,9           μὴ γὰρ εἴπῃς, ὅτι οὐκ ἔσται ἐπισκοπὴ ἀνδρὸς καὶ ἐπισκοπὴ αὐτῷ παρὰ Κυρίου.

Ιωβ. 34,9                  Ας μη είπης συ, που με ακούεις, ότι δεν υπάρχει επίβλεψις και πρόνοια δια τον άνθρωπον εκ μέρους του Κυρίου.

Ιωβ. 34,10         διό, συνετοὶ καρδίας ἀκούσατέ μου· μή μοι εἴη ἔναντι Κυρίου ἀσεβῆσαι καὶ ἔναντι Παντοκράτορος ταράξαι τὸ δίκαιον·

Ιωβ. 34,10                Δια τούτο ακούσατέ μου σεις, οι συνετοί και νοήμονες άνδρες. Ποτέ να μη δώση ο Θεός και είπω λόγια ασεβή απέναντι του Κυρίου και να διαστρέψω απέναντι του Παντοκράτορας το δίκαιον και την δικαίαν κρίσιν.

Ιωβ. 34,11         ἀλλὰ ἀποδιδοῖ ἀνθρώπῳ καθὰ ποιεῖ ἕκαστος αὐτῶν, καὶ ἐν τρίβῳ ἀνδρὸς εὑρήσει αὐτόν.

Ιωβ. 34,11                 Αλλά ανταποδίδει και θα ανταποδιδή ο Κυριος στον κάθε άνθρωπον ανάλογά με τα έργα, που πράττει αυτός. Θα συναντήση και θα κρίνη αυτόν σύμφωνα με την πορείαν της ζωής του.

Ιωβ. 34,12         οἴει δὲ τὸν Κύριον ἄτοπα ποιήσειν; ἢ ὁ Παντοκράτωρ ταράξει κρίσιν, ὃς ἐποίησε τὴν γῆν;

Ιωβ. 34,12                Εχεις την γνώμην, ότι είναι δυνατόν ποτέ ο Κυριος να πράξη κάτι το άτοπον; Η ο Παντοκράτωρ, που εδημιούργησε και κυβερνά τον κόσμον, θα διαταράξη το δίκαιον; Ποτέ στον αιώνα τον άπαντα.

Ιωβ. 34,13         τίς δέ ἐστιν ὁ ποιῶν τὴν ὑπ᾿ οὐρανὸν καὶ τὰ ἐνόντα πάντα;

Ιωβ. 34,13                Ποιός είναι εκείνος, που εδημιούργησε όλην την υπ' ουρανόν και όλα όσα υπάρχουν εις αυτήν; Ο Θεός.

Ιωβ. 34,14         εἰ γὰρ βούλοιτο συνέχειν καὶ τὸ πνεῦμα παρ᾿ αὐτῷ κατασχεῖν,

Ιωβ. 34,14                Εάν ο Κυριος ήθελε να αναστείλη και να δεσμεύση τον ζωογόνον αέρα, που αναπνέομεν,

Ιωβ. 34,15         τελευτήσει πᾶσα σάρξ ὁμοθυμαδόν, πᾶς δὲ βροτὸς εἰς γῆν ἀπελεύσεται, ὅθεν καὶ ἐπλάσθη.

Ιωβ. 34,15                κάθε ζωντανός οργανισμός θα απέθνησκεν αμέσως. Ολοι δε οι θνητοί θα κατήρχοντο στον τάφον νεκροί, εις την γην από την οποίαν επλάσθησαν.

Ιωβ. 34,16         εἰ δὲ μὴ νουθετῇ, ἄκουε ταῦτα, ἐνωτίζου φωνὴν ῥημάτων.

Ιωβ. 34,16                Εάν συ, ω Ιώβ, δεν δέχεσαι νουθεσίας και συμβουλάς, άκουσε τώρα αυτά· Δώσε προσοχήν στους λόγους μου.

Ιωβ. 34,17         ἰδὲ σὺ τὸν μισοῦντα ἄνομα καὶ τὸν ὀλλύντα τοὺς πονηροὺς ὄντα αἰώνιον δίκαιον.

Ιωβ. 34,17                Ιδέ συ, που νομίζεις ότι ο Κυριος σε αδικεί, και μάθε ότι ο Θεός μισεί τα παράνομα πράγματα, καταστρέφει και εξολοθρεύει τους πονηρούς. Είναι αιωνίως ο απολύτως δίκαιος.

Ιωβ. 34,18         ἀσεβὴς ὁ λέγων βασιλεῖ· παρανομεῖς, ἀσεβέστατε, τοῖς ἄρχουσιν·

Ιωβ. 34,18                Είναι κατά την γνώμην σου ασεβής εκείνος, που ελεύθερα ημπορεί να πη στον παραβαίνοντα τον νόμον βασιλέα· “Παρανομείς” και θα αποκαλέση κάθε παρεκτρέπομενον άρχοντα, “ασεβέστατε”!

Ιωβ. 34,19         ὃς οὐκ ἐπῃσχύνθη πρόσωπον ἐντίμου, οὐδὲ οἶδε τιμὴν θέσθαι ἁδροῖς θαυμασθῆναι πρόσωπα αὐτῶν.

Ιωβ. 34,19                Αυτός που δεν επτοήθη και δεν υπεστάλη ενώπιον ενδόξου και ισχυρού ανθρώπου, ούτε γνωρίζει να αποδίδη τιμάς και κολακείας και να εκφράζεται με θαυμασμόν δια τους παρανομούντος μεγάλους.

Ιωβ. 34,20         κενὰ δὲ αὐτοῖς ἀποβήσεται τὸ κεκραγέναι καὶ δεῖσθαι ἀνδρός· ἐχρήσαντο γὰρ παρανόμως ἐκκλινομένων ἀδυνάτων.

Ιωβ. 34,20               Εξ αντιθέτου δέ, δια μερικούς κόλακας θα αποδειχθή ότι είναι μάταιον να κράζουν προς τους ισχυρούς της ημέρας και να ζητούν την βοήθειαν εκ μέρους αυτών. Διότι εφέρθησαν και οι ίδιοι παρανόμως, παρεθεώρησαν τους αδυνάτους και κατεπάτησαν το δίκαιόν των.

Ιωβ. 34,21         αὐτὸς γὰρ ὁρατής ἐστιν ἔργων ἀνθρώπων, λέληθε δὲ αὐτὸν οὐδὲν ὧν πράσσουσιν,

Ιωβ. 34,21                Διεψεύσθησαν αι προσδοκίαι των, διότι ο Θεός επιβλέπει και παρακολουθεί τα έργα των ανθρώπων. Τιποτε δεν διαφεύγει την προσοχήν του από αυτά, που πράττουν οι άνθρωποι.

Ιωβ. 34,22         οὐδὲ ἔσται τόπος τοῦ κρυβῆναι τοὺς ποιοῦντας τὰ ἄνομα·

Ιωβ. 34,22               Ούτε δε και υπάρχει τόπος, δια να κρυβούν αυτοί, που διαπράττουν τας παρανομίας.

Ιωβ. 34,23         ὅτι οὐκ ἀπ᾿ ἄνδρα θήσει ἔτι·

Ιωβ. 34,23                Και δεν ημπορεί ο παράνομος να στηρίζη τας ελπίδας του εις την βοήθειαν του οιουδήποτε ανθρώπου.

Ιωβ. 34,24         ὁ γὰρ Κύριος πάντας ἐφορᾷ ὁ καταλαμβάνων ἀνεξιχνίαστα, ἔνδοξά τε καὶ ἐξαίσια, ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός·

Ιωβ. 34,24               Διότι ο Κυριος επιβλέπει όλους και δεν πλανάται ποτέ. Κατανοεί και τα πλέον ανεξιχνίαστα από τους ανθρώπους πράγματα, ένδοξα και εξαίρετα, τα οποία δεν είναι δυνατόν κανείς να εξαριθμήση.

Ιωβ. 34,25         ὁ γνωρίζων αὐτῶν τὰ ἔργα καὶ στρέψει νύκτα καὶ ταπεινωθήσονται.

Ιωβ. 34,25                Ο Κυριος γνωρίζει τα έργα των. Ανατρέπει αυτούς κατά την νύκτα και τους

ταπεινώνει.

Ιωβ. 34,26         ἔσβεσε δὲ ἀσεβεῖς, ὁρατοὶ δὲ ἐναντίον αὐτοῦ,

Ιωβ. 34,26               Εσβησε το φως των ασεβών ο Κυριος και τους εξηφάνισε, διότι ορατοί ήσαν ενώπιόν του αυτοί και τα έργα των·

Ιωβ. 34,27         ὅτι ἐξέκλιναν ἐκ νόμου Θεοῦ, δικαιώματα δὲ αὐτοῦ οὐκ ἐπέγνωσαν

Ιωβ. 34,27                διότι παρεξέκλιναν από τον νόμον του Θεού, δεν ανεγνώρισαν και δεν ετήρησαν τας εντολάς του·

Ιωβ. 34,28         τοῦ ἐπαγαγεῖν ἐπ᾿ αὐτὸν κραυγὴν πενήτων, καὶ κραυγὴν πτωχῶν εἰσακούσεται.

Ιωβ. 34,28               και έγιναν έτσι αιτία και αφορμή να φθάση προς αυτόν η κραυγή των αδικουμένων πενήτων, να εισακουσθή η κραυγή των πτωχών και αδυνάτων.

Ιωβ. 34,29         καὶ αὐτὸς ἡσυχίαν παρέξει, καὶ τίς καταδικάσεται; καὶ κρύψει πρόσωπον, καὶ τίς ὄψεται αὐτόν; καὶ κατὰ ἔθνους καὶ κατὰ ἀνθρώπου ὁμοῦ

Ιωβ. 34,29               Οταν δε ο Θεός δώση ειρήνην και δικαίωσιν εις κάποιον, ποιός θα ημπορέση να εκφέρη καταδικαστικήν απόφασιν; Οταν δε από αγανάκτησιν κρύψη και αποστρέψη το πρόσωπόν του, ποιός θα ημπορέση να τον ίδη; Αυτός είναι κριτής ολοκλήρου έθνους, όπως επίσης και του ενός μόνον ανθρώπου.

Ιωβ. 34,30         βασιλεύων ἄνθρωπον ὑποκριτὴν ἀπὸ δυσκολίας λαοῦ.

Ιωβ. 34,30                Αυτός παραχωρεί ως βασιλέα άνθρωπον δόλιον και ιδιοτελή, ένεκα της κακότητος του λαού.

Ιωβ. 34,31         ὅτι πρὸς τὸν ἰσχυρὸν ὁ λέγων· εἴληφα, οὐκ ἐνεχυράσω·

Ιωβ. 34,31                Αυτά δι' εκείνον, που λέγει προς τον ισχυρόν Θεόν· “Εχω έως τώρα πάρει από σε τιμωρίας. Δεν θα ζητήσω εγγύησιν και ενέχυρον, που να με ασφαλίζη από άλλους.

Ιωβ. 34,32         ἄνευ ἐμαυτοῦ ὄψομαι, σὺ δεῖξόν μοι, εἰ ἀδικίαν εἰργασάμην, οὐ μὴ προσθήσω.

Ιωβ. 34,32                Είμαι ανίκανος από τον εαυτόν μου να ίδω το ορθόν. Συ, ο ισχυρός, δείξε μου, αν διέπραξα κάποιον αδικίαν και εγώ υπιόσχομαι να μη την επαναλάβω στο μέλλον”.

Ιωβ. 34,33         μὴ παρὰ σοῦ ἀποτίσει αὐτήν; ὅτι ἀπώσῃ, ὅτι σὺ ἐκλέξῃ, καὶ οὐκ ἐγώ· καὶ τί ἔγνως, λάλησον.

Ιωβ. 34,33                Μηπως σύμφωνα με την ιδικήν σου εκτίμησιν και με την ιδικήν σου γνώμην θα κανονίση ο Θεός την τιμωρίαν; Αλλά συ την τιμωρίαν, που θα επιτρέψη ο Θεός, θα την απωθήσης, διότι έχεις την απαίτησιν να εκλέξης συ, και οχι εγώ ο Θεός. Επάνω εις αυτά τα μεγάλα θέματα τι γνωρίζεις, και τι γνώμην έχεις, ω Ιώβ; Ομίλησε.

Ιωβ. 34,34         διὸ συνετοὶ καρδίας ἐροῦσι ταῦτα, ἀνὴρ δὲ σοφὸς ἀκήκοέ μου τὸ ῥῆμα.

Ιωβ. 34,34                Διότι αυτά, που είπαμε, είναι αληθινά και σοφά. Ανδρες δε συνετοί θα είπουν τα ίδια. Καθε σοφός άνθρωπος θα ακούση και θα δεχθή τα λόγια μου αυτά.

Ιωβ. 34,35         Ἰὼβ δὲ οὐκ ἐν συνέσει ἐλάλησε, τὰ ῥήματα αὐτοῦ οὐκ ἐν ἐπιστήμῃ.

Ιωβ. 34,35                Το συμπέρασμα, είναι, ότι ο Ιώβ δεν ωμίλησε με σύνεσιν. Τα λόγια του δεν ήσαν λόγια σοφίας και επιστήμης.

Ιωβ. 34,36         οὐ μὴν δὲ ἀλλὰ μάθε, Ἰώβ, μὴ δῷς ἔτι ἀνταπόκρισιν, ὥσπερ οἱ ἄφρονες,

Ιωβ. 34,36                Δεν αρκεί όμως να παραδεχθής αυτό, που είπα. Αλλά μάθε, ω Ιώβ, ακόμη να μη δώσης πλέον ανταπόκρισιν εις τας δοκιμασίας σου, όπως οι άφρονες, αυτοί που είναι εστερημένοι της αληθινής σοφίας.

Ιωβ. 34,37         ἵνα μὴ προσθῶμεν ἐφ᾿ ἁμαρτίαις ἡμῶν, ἀνομία δὲ ἐφ᾿ ἡμῖν λογισθήσεται, πολλὰ λαλούντων ῥήματα ἐναντίον τοῦ Κυρίου.

Ιωβ. 34,37                Τούτο δε και δια να μη προσθέσωμεν με τα ασύνετα λόγια μας και άλλας αμαρτίας εις τας μέχρι σήμερον διαπραχθείσας παρανομίας μας. Ασφαλώς δε θα καταλογισθή εις βάρος μας ως ανομία, όταν λέγωμεν τέτοια λόγια εναντίον του Κυρίου”.

 

 

ΙΩΒ 35

 

Ιωβ. 35,1           Ὑπολαβὼν δὲ Ἐλιοὺς λέγει·

Ιωβ. 35,1                   Συνέχισε πάλιν τον λόγον ο Ελιούς και είπε·

Ιωβ. 35,2           τί τοῦτο ἡγήσω ἐν κρίσει; σὺ τίς εἶ ὅτι εἶπας· δίκαιός εἰμι ἔναντι Κυρίου;

Ιωβ. 35,2                  “διατί είχες αυτό το φρόνημα και αντιδικούσες προς τον Θεόν; Ποιός είσαι συ, ο οποίος ετόλμησες να είπης· είμαι δίκαιος απέναντι του Κυρίου;

Ιωβ. 35,3           ἐγώ σοι δώσω ἀπόκρισιν καὶ τοῖς τρισὶ φίλοις σου.

Ιωβ. 35,3                  Εγώ θα απαντήσω εις σε και στους τρεις φίλους σου.

Ιωβ. 35,4           ἀνάβλεψον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἰδέ, κατάμαθε δὲ νέφη ὡς ὑψηλὰ ἀπὸ σοῦ.

Ιωβ. 35,4                  Σηκωσε τα βλέμματά σου στον ουρανόν, παρατήρησε και πρόσεξε τα νέφη, πόσον υψηλά από σε είναι. Επάνω δε από αυτά, εις τα απροσμέτρητα ύψη, υπάρχει ο θρόνος του Παντοκράτορας.

Ιωβ. 35,5           εἰ ἥμαρτες, τί πράξεις; εἰ δὲ καὶ πολλὰ ἠνόμησας, τί δύνασαι ποιῆσαι;

Ιωβ. 35,5                  Εάν ημάρτησες, τι κακόν νομίζεις ότι έκαμες στον Θεόν; Εάν δε και πολλάς ανομίας διέπραξες, τι δύνασαι να κάμνης εναντίον του Θεού;

Ιωβ. 35,7           ἐπεὶ δὲ οὖν δικαιος εἶ, τί δώσεις αὐτῷ; ἢ τί ἐκ χειρός σου λήψεται;

Ιωβ. 35,7                  Εάν δε και είσαι δίκαιος, τι, τάχα, έχεις να προσφέρης στον Θεόν; Η από τι έχει ανάγκην και τι ημπορεί να πάρη από τα χέρια σου ο Θεός;

Ιωβ. 35,8           ἀνδρὶ τῷ ὁμοίῳ σου ἡ ἀσέβειά σου, καὶ υἱῷ ἀνθρώπου ἡ δικαιοσύνη σου.

Ιωβ. 35,8                  Η ασέβειά σου ημπορεί να αποβή επιβλαβής εις άνθρωπον όμοιον με σέ. Οπως εξ αντιθέτου και η δικαιοσύνη σου ημπορεί να ωφελήση υιόν ανθρώπου, όπως είσαι συ.

Ιωβ. 35,9           ἀπὸ πλήθους συκοφαντούμενοι κεκράξονται, βοήσονται ἀπὸ βραχίονος πολλῶν.

Ιωβ. 35,9                  Θα κραυγάσουν δυνατά εκείνοι, οι οποίοι συκοφαντούνται και αδικούνται από πλήθος διαβολέων. Θα βοήσουν εκείνοι, που καταπιέζονται από βραχίονας πολλών τυράννων.

Ιωβ. 35,10         καὶ οὐκ εἶπε· ποῦ ἐστιν ὁ Θεὸς ὁ ποιήσας με, ὁ κατατάσσων φυλακὰς νυκτερινάς,

Ιωβ. 35,10                Και όμως κανείς από αυτούς δεν είπε· που είναι ο Θεός, ο οποίος με εδημιούργησε; Ο κατανέμων φρουράς κατά το διάστημα της νυκτός εις ασφάλειαν των ανθρώπων.

Ιωβ. 35,11         ὁ διορίζων με ἀπὸ τετραπόδων γῆς, ἀπὸ δὲ πετεινῶν οὐρανοῦ;

Ιωβ. 35,11                 Αυτός, ο οποίός με εξεχώρισε τιμητικώς από τα τετράποδα της γης και από τα πτηνά του ουρανού!

Ιωβ. 35,12         ἐκεῖ κεκράξονται, καὶ οὐ μὴ εἰσακούσῃ καὶ ἀπὸ ὕβρεως πονηρῶν.

Ιωβ. 35,12                Θα κράξουν με όλην των την δύναμιν οι συκοφαντούμενοι και καταπιεζόμενοι. Ο Θεός όμως δεν θα ακούση τας διαμαρτυρίας εξ αιτίας της αλαζονείας των πονηρών αυτών ανθρώπων.

Ιωβ. 35,13         ἄτοπα γὰρ οὐ βούλεται ἰδεῖν ὁ Κύριος, αὐτὸς γὰρ ὁ Παντοκράτωρ

Ιωβ. 35,13                 Διότι ο Θεός δεν θέλει να ίδη και αποστρέφεται τα άτοπα. Εν τούτοις αυτός ο ίδιος ο Παντοκράτωρ

Ιωβ. 35,14         ὁρατής ἐστι τῶν συντελούντων τὰ ἄνομα καὶ σώσει με. κρίθητι δὲ ἐναντίον αὐτοῦ, εἰ δύνασαι αὐτὸν αἰνέσαι, ὥς ἐστι.

Ιωβ. 35,14                είναι θεατής και αυτόπτης μάρτυς εκείνων, οι οποίοι διαπράττουν τας παρανομίας. Από τα χέρια όμως αυτών θα με σώση. Ανάθεσε εις αυτόν το δίκαιόν σου. Περίμενε την δικαίαν του κρίσιν και σκέψου, εάν θα ημπορέσης να τον υμνήσης και να τον δοξολογήσης, όπως πράγματι του αξίζει.

Ιωβ. 35,15         καὶ νῦν ὅτι οὐκ ἔστιν ἐπισκεπτόμενος ὀργὴν αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἔγνω παράπτωμά τι σφόδρα·

Ιωβ. 35,15                 Διότι και τώρα ο Κυριος δεν εκδηλώνει, την οργήν αυτού, κατά των παρανομούντων. Δι' αυτό και φαίνεται, σαν να μη γνωρίζη και να μη λογαριάζη ούτε και το μεγαλύτερον παράπτωμα.

Ιωβ. 35,16         καὶ Ἰὼβ ματαίως ἀνοίγει τὸ στόμα αὐτοῦ, ἐν ἀγνωσίᾳ ῥήματα βαρύνει.

Ιωβ. 35,16                Δια τούτο και ο Ιώβ ανοίγει το στόμα του εις μάταια παράπονα. Ευρισκόμενος δε εν αγνοία της σοφίας και μακροθυμίας του Θεού λέγει πολλά και βαρειά λόγια”.

 

 

ΙΩΒ 36

 

Ιωβ. 36,1           Προσθεὶς δὲ ἔτι Ἐλιοὺς λέγει·

Ιωβ. 36,1                   Ο Ελιούς συνεχίζων τον λόγον του προσέθεσε·

Ιωβ. 36,2           μεῖνόν με μικρὸν ἔτι, ἵνα διδάξω σε· ἔτι γὰρ ἐν ἐμοί ἐστι λέξις.

Ιωβ. 36,2                  “κάμε ακόμη ολίγην υπομονήν, δια να σε διδάξω περισσότερα. Υπάρχουν έντος μου και άλλα νοήματα, τα οποία και θα πω.

Ιωβ. 36,3           ἀναλαβὼν τὴν ἐπιστήμην μου μακράν, ἔργοις δέ μου δίκαια ἐρῶ ἐπ᾿ ἀληθείας

Ιωβ. 36,3                  Θα πάρω την σοφίαν και γνώσιν μου από παλαιότερα χρόνια. Αναντίρρητα θα είναι τα γεγονότα, τα οποία εγώ με κάθε αλήθειαν και ειλικρίνειαν θα εκθέσω.

Ιωβ. 36,4           καὶ οὐκ ἄδικα ῥήματα ἀδίκως συνιεῖς.

Ιωβ. 36,4                  Συνεπώς δεν θα ακούσης ούτε θα εννοήσης άδικα και ασύστατα λόγια, χωρίς καμμίαν ωφέλειαν.

Ιωβ. 36,5           γίνωσκε δὲ ὅτι ὁ Κύριος οὐ μὴ ἀποποιήσηται τὸν ἄκακον. δυνατὸς ἰσχύϊ καρδίας

Ιωβ. 36,5                  Μαθε, λοιπόν, ότι ο Κυριος ουδέποτε θα αποστραφή και θα απαρνηθή τον άδολον και αθώον. Αυτός είναι άπειρος εις δύναμιν, εις σύνεσιν και σοφίαν.

Ιωβ. 36,6           ἀσεβῆ οὐ μὴ ζωοποιήσει καὶ κρίμα πτωχῶν δώσει.

Ιωβ. 36,6                  Ποτέ δε εξ άλλου δεν θα δώση ζωήν πράγματι ευτυχισμένην στον ασεβή. Παντοτε αποδίδει και θα αποδίδη το δίκαιον στον αδικούμενον πτωχόν.

Ιωβ. 36,7           οὐκ ἀφελεῖ ἀπὸ δικαίου ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ· καὶ μετὰ βασιλέων εἰς θρόνον καὶ καθιεῖ αὐτοὺς εἰς νῖκος, καὶ ὑψωθήσονται.

Ιωβ. 36,7                  Δεν θα αποστρέψη τους οφθαλμούς του και την προστασίαν του από τον δίκαιον. Θα υψώση και θα καθίση τους δικαίους μαζή με τους βασιλείς εις θρόνον ένδοξον. Θα τους ενθρονίση νικητάς, και αυτοί έτσι θα δοζασθούν.

Ιωβ. 36,8           καὶ οἱ πεπεδημένοι ἐν χειροπέδαις συσχεθήσονται ἐν σχοινίοις πενίας,

Ιωβ. 36,8                  Οι ασεβείς όμως θα είναι σαν αλυσοδεμένοι, θα δεθούν σφιγκτά σαν με άθραυστα σχοινιά στενοχωριών και στερήσεων.

Ιωβ. 36,9           καὶ ἀναγγελεῖ αὐτοῖς τὰ ἔργα αὐτῶν καὶ τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ὅτι ἰσχύσουσιν.

Ιωβ. 36,9                  Θα καταστήση ο Θεός γνωστά εις αυτούς και ολοφάνερα τα αμαρτωλά των έργα και τα παραπτώματά των, διότι εις την διάπραξιν αυτών απεδείχθησαν αδίστακτοι και ισχυροί.

Ιωβ. 36,10         ἀλλὰ τοῦ δικαίου εἰσακούσεται· καὶ εἶπεν ὅτι ἐπιστραφήσονται ἐξ ἀδικίας.

Ιωβ. 36,10                Αλλά του δικαίου την δέησιν θα την ακούση ευμενώς και θα την κάμη δεκτήν. Και, όπως έχει υποσχεθή, θα θεωρήση δικαίους και εκείνους, οι οποίοι εν μετάνοια θα επιστρέψουν από την αδικίαν των.

Ιωβ. 36,11         ἐὰν ἀκούσωσι καὶ δουλεύσωσι, συντελέσουσι τὰς ἡμέρας αὐτῶν ἐν ἀγαθοῖς καὶ τὰ ἔτη αὐτῶν ἐν εὐπρεπείαις.

Ιωβ. 36,11                 Εκείνοι από τους ανθρώπους, οι οποίοι θα ακούσουν την φωνήν του Κυρίου, θα υποταχθούν εις αυτόν και θα εφαρμόσουν τας εντολάς του, θα τελειώσουν τας ημέρας των μέσα εις τα αγαθά και τα έτη της ζωής των θα είναι έντιμα και ευτυχισμένα.

Ιωβ. 36,12         ἀσεβεῖς δὲ οὐ διασῴζει παρὰ τὸ μὴ βούλεσθαι αὐτοὺς εἰδέναι τὸν Κύριον καὶ διότι νουθετούμενοι ἀνήκοοι ἦσαν.

Ιωβ. 36,12                Τους ασεβείς όμώς ο Κυριος δεν θα τους περισώση ούτε θα τους απαλλάξη από τας δυστυχίας, διότι αυτοί δεν ηθέλησαν να γνωρίσουν τον Κυριον και διότι, όταν ακόμη ενουθετούντο, παρέμεναν ανυπάκοοι.

Ιωβ. 36,13         καὶ ὑποκριταὶ καρδίᾳ τάξουσι θυμόν· οὐ βοήσονται, ὅτι ἔδησεν αὐτούς.

Ιωβ. 36,13                Επίσης οι δόλιοι και υποκριταί κρύπτουν μέσα εις την καρδίαν των τον θυμόν και την κακίαν των. Σκληρυμμένοι εις την κακίαν των, δεν θα βοήσουν με την προσευχήν των προς τον Κυριον, όταν θα τους έχη δέσει με τας αλυσίδας των θλίψεων.

Ιωβ. 36,14         ἀποθάνοι τοίνυν ἐν νεότητι ἡ ψυχὴ αὐτῶν, ἡ δὲ ζωὴ αὐτῶν τιτρωσκομένη ὑπὸ ἀγγέλων,

Ιωβ. 36,14                Αυτοί, λοιπόν, θα αποθάνουν προ καιρού, κατά τα χρόνια της νεότητός των, η δε βραχεία ζωη, που θα ζήσουν επί της γης, θα βασανίζεται πληττομένη από εκδικητάς αγγέλους.

Ιωβ. 36,15         ἀνθ᾿ ὧν ἔθλιψαν ἀσθενῆ καὶ ἀδύνατον, κρίμα δὲ πρᾳέων ἐκθήσει.

Ιωβ. 36,15                Διότι έθλιψαν και κατεπίεσαν τον ασθενή, τον αδύνατον, τον πτωχόν. Εξ αντιθέτου ο Κυριος θα φανερώση το δίκαιον των πράων και ησύχων ανθρώπων.

Ιωβ. 36,16         καὶ προσέτι ἠπάτησέ σε ἐκ στόματος ἐχθροῦ· ἄβυσσος, κατάχυσις ὑποκάτω αὐτῆς, καὶ κατέβη τράπεζά σου πλήρης πιότητος.

Ιωβ. 36,16                Επί πλέον σε εκάλυψε και σε προεφύλαξε από έχθρικον στόμα, έτοιμον να σε καταπίη. Αβυσσος ηπλώνετο ενώπιόν σου, κάτω από την οποίαν εχύνετο και έρεεν ορμητικώς το νερό. Αντί δε να καταποντισθής εις αυτήν, όπως εφοβήθης, κατέβηκε δια σε ητοιμασμένη τράπεζα, γεμάτη από άφθονα και εύγευστα φαγητά.

Ιωβ. 36,17         οὐχ ὑστερήσει δὲ ἀπὸ δικαίων κρίμα,

Ιωβ. 36,17                Δεν θα παραβλέψη ούτε και θα καθυστερήση ο Θεός το δίκαιον των ευσεβών ανθρώπων.

Ιωβ. 36,18         θυμὸς δὲ ἐπ᾿ ἀσεβεῖς ἔσται δι᾿ ἀσέβειαν δώρων, ὧν ἐδέχοντο ἐπ᾿ ἀδικίαις.

Ιωβ. 36,18                Ο θυμός του όμως θα εκσπάση εναντίον των ασεβών δια την ασέβειαν, που έδειξαν, με τα δώρα που εδέχοντο εις ανταμοιβήν των αδίκων αποφάσεών των, όταν έκριναν ως δικασταί.

Ιωβ. 36,19         μή σε ἐκκλινάτω ἑκὼν ὁ νοῦς δεήσεως ἐν ἀνάγκῃ ὄντων ἀδυνάτων, καὶ πάντας τοὺς κραταιοῦντας ἰσχύν.

Ιωβ. 36,19                Ποτέ ας μη γυρίση αλλού θεληματικά ο νους και η προσοχή σου, όταν ασθενείς και αδύνατοι άνθρωποι ευρισκόμενοι εις ανάγκην σε παρακαλούν να τους βοηθήσης. Και μη πτοηθής, μη υποσταλής ενώπιον ανθρώπων, που διαθέτουν δύναμιν και επιρροήν.

Ιωβ. 36,20         μὴ ἐξελκύσῃς τὴν νύκτα τοῦ ἀναβῆναι λαοὺς ἀντ᾿ αὐτῶν·

Ιωβ. 36,20               Μη αναβάλης την βοήθειαν προς τους πτωχούς και την απόδοσιν δικαίου προς τους αδικουμένους έως την νύκτα και κατόπιν τους διώξης ισχυριζόμενος ότι περιμένεις πολλούς άλλους.

Ιωβ. 36,21         ἀλλὰ φύλαξαι μὴ πράξῃς ἄτοπα· ἐπὶ τούτων γὰρ ἐξείλω ἀπὸ πτωχείας.

Ιωβ. 36,21                Πρόσεξε να μη διαπράξης ποτέ άτοπα έργα. Αποφεύγων αυτά θα γλυτώσης από την αθλιότητα και την δυστυχίαν.

Ιωβ. 36,22         ἰδοὺ ὁ Ἰσχυρὸς κραταιώσει ἐν ἰσχύϊ αὐτοῦ· τίς γάρ ἐστι κατ᾿ αὐτὸν δυνάστης;

Ιωβ. 36,22               Ιδού, ο Κυριος είναι πανίσχυρος και με την άπειρον δύναμίν του επιβάλλεται απολύτως. Ποιός εξουσιαστής του επιγείου και ουρανίου κόσμου είναι όμοιος με αυτόν;

Ιωβ. 36,23         τίς δέ ἐστιν ὁ ἐτάζων αὐτοῦ τὰ ἔργα; ἢ τίς ὁ εἰπών· ἔπραξεν ἄδικα;

Ιωβ. 36,23                Ποιός είναι εκείνος, ο οποίος ημπορεί να κρίνη και να ελέγξη τα έργα του; Ποιός ημπορεί ποτέ να είπη προς αυτόν· Διέπραξες αδικίαν;

Ιωβ. 36,24         μνήσθητι, ὅτι μεγάλα ἐστὶν αὐτοῦ τὰ ἔργα, ὧν ἦρξαν ἄνδρες.

Ιωβ. 36,24               Εχε πάντοτε στον νουν και εις την καρδίαν ότι ιδικά του έργα είναι και τα μεγάλα έργα, δια των οποίων μεγάλοι άνδρες έγιναν άρχοντες.

Ιωβ. 36,25         πᾶς ἄνθρωπος εἶδεν ἐν ἑαυτῷ, ὅσοι τιτρωσκόμενοί εἰσι βροτοί.

Ιωβ. 36,25                Αντιθέτως, κάθε άνθρωπος εξετάζων τον εαυτόν του πείθεται ότι είναι αδύνατος. Ποσοι και πόσοι θνητοί πληγώνονται συνεχώς και αποθνήσκουν!

Ιωβ. 36,26         ἰδοὺ ὁ Ἰσχυρὸς πολύς, καὶ οὐ γνωσόμεθα· ἀριθμὸς ἐτῶν αὐτοῦ, καὶ ἀπέραντος.

Ιωβ. 36,26               Ιδού, ο Παντοδύναμος είναι μέγας και πολύς και δεν είμεθα εις θέσιν ημείς να τον γνωρίσωμεν εις όλην αυτού την άπειρον τελειότητα. Ο αριθμός των ετών αυτού είναι άπειρος.

Ιωβ. 36,27         ἀριθμηταὶ δὲ αὐτῷ σταγόνες ὑετοῦ, καὶ ἐπιχυθήσονται ὑετῷ εἰς νεφέλην·

Ιωβ. 36,27                Εν τη παντοδυναμία του έχει την δυνατότητα και αυτάς τας σταγόνας της βροχής να μετρήση, τας σταγόνας αι οποίαι χύνονται ασυγκράτητοι δια της βροχής από τα σύννεφα.

Ιωβ. 36,28         ῥυήσονται παλαιώματα, ἐσκίασε δὲ νέφη ἐπὶ ἀμυθήτων βροτῶν.

Ιωβ. 36,28               Θα ρεύσουν, όπως από παλαιότατα έτη τα νερά από τα νέφη, θα πλημμυρίσουν και θα εκχειλίσουν απεξηραμμένοι χείμαρροι. Τα νέφη σκεπάζουν εις τόσην μεγάλην έκτασιν τον ορίζοντα, ώστε ρίπτουν την σκιαν των εις αναρίθμητα πλήθη ανθρώπων.

Ιωβ. 36,28α       ὥραν ἔθετο κτήνεσιν, οἴδασι δὲ κοίτης τάξιν.

Ιωβ. 36,28α              Ο Θεός είναι εκείνος, που ώρισεν ώραν εργασίας και ώραν αναπαύσεως και εις αυτά τα κτήνη. Γνωρίζουν δε αυτά την ωρισμένην ώραν, που θα κοιτασθούν εις την φάτνην των.

Ιωβ. 36,28β       ἐπὶ τούτοις πᾶσιν οὐκ ἐξίσταταί σου ἡ διάνοια οὐδὲ διαλλάσσεταί σου ἡ καρδία ἀπὸ σώματος;

Ιωβ. 36,28β             Ενώπιον όλων αυτών των θαυμάτων είναι να μη μείνη εκστατική η διάνοια του ανθρώπου, και να μη διασαλευθή πάλλουσα ισχυρώς η καρδία σου, ως εάν θέλη να ορμήση έξω από το σώμα σου;

Ιωβ. 36,29         καὶ ἐὰν συνῇ ἀπεκτάσεις νεφέλης, ἰσότητα σκηνῆς αὐτοῦ,

Ιωβ. 36,29               Σκέψου, εάν είναι δυνατόν να εννοήσης τας απεριορίστους εκτάσεις της νεφέλης, που καταλαμβάνει τον ορίζοντα, ώστε να αποτελή τρόπον τινά τον θρόνον του επί των νεφών καθήμενου Θεού!

Ιωβ. 36,30         ἰδοὺ ἐκτενεῖ ἐπ᾿ αὐτὸν ἠδὼ καὶ ῥιζώματα τῆς θαλάσσης ἐκάλυψεν·

Ιωβ. 36,30                Και ιδού, αφού εκσπάση μεγάλη θύελλα, έπειτα θα δώση εις όλον τον ουρανόν το γλυκύ ουράνιον τόξον, το οποίον θα σκεπάση και αυτάς τας ρίζας της θαλάσσης.

Ιωβ. 36,31         ἐν γὰρ αὐτοῖς κρινεῖ λαούς, δώσει τροφὴν τῷ ἰσχύοντι.

Ιωβ. 36,31                Και με τα μεγαλοπρεπή αυτά φυσικά φαινόμενα κρίνει και τιμωρεί ο Θεός τους λαούς, που απομακρύνονται από αυτόν. Οπως επίσης με τα ίδια αυτά φυσικά φαινόμενα δίδει τροφήν εις πλήθος ανθρώπων.

Ιωβ. 36,32         ἐπὶ χειρῶν ἐκάλυψε φῶς καὶ ἐνετείλατο περὶ αὐτῆς ἐν ἀπαντῶντι·

Ιωβ. 36,32                Εις τα χέρια του κρύπτει το φως της αστραπής και του κεραυνού. Διδει εντολήν εις την νεφέλην πότε θα εκραγή ο κεραυνός εναντίον εκείνου, που εξεγείρεται κατά του Θεού.

Ιωβ. 36,33         ἀναγγελεῖ περὶ αὐτοῦ φίλον αὐτοῦ Κύριος, κτῆσις καὶ περὶ ἀδικίας.

Ιωβ. 36,33                Δια του φαινομένου αυτού ειδοποιεί και προαναγγέλλει ο Κυριος στον φίλον του περί της προσεχούς τιμωρίας του ανθρώπου, ο οποίος απέκτησεν αδίκως περιουσίαν.

 

 

ΙΩΒ 37

 

Ιωβ. 37,1           Καὶ ἀπὸ ταύτης ἐταράχθη ἡ καρδία μου καὶ ἀπεῤῥύη ἐκ τοῦ τόπου αὐτῆς.

Ιωβ. 37,1                   Από την καταιγίδα και την αστραπήν αυτήν εταράχθη η καρδία μου. Σαν να έφυγε και να έπεσεν έξω από τον τόπον της.

Ιωβ. 37,2           ἄκουε ἀκοὴν ἐν ὀργῇ θυμοῦ Κυρίου, καὶ μελέτη ἐκ στόματος αὐτοῦ ἐξελεύσεται.

Ιωβ. 37,2                  Ακουε την από την οργήν και τον θυμόν του Κυρίου εκρηγνυμένην βροντήν· αυτή είναι φωνή, που εξέρχεται από το στόμα του Κυρίου.

Ιωβ. 37,3           ὑποκάτω παντὸς τοῦ οὐρανοῦ ἡ ἀρχὴ αὐτοῦ, καὶ τὸ φῶς αὐτοῦ ἐπὶ πτερύγων τῆς γῆς.

Ιωβ. 37,3                  Κατω από τα σύννεφα και εις όλον το στερέωμα της ατμοσφαίρας εξαπολύεται η αστραπή, που μαρτυρεί την δύναμίν του, και το φως της απλώνεται έως εις τα άκρα της γης.

Ιωβ. 37,4           ὀπίσω αὐτοῦ βοήσεται φωνῇ, βροντήσει ἐν φωνῇ ὕβρεως αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἀνταλλάξει αὐτούς, ὅτι ἀκούσει φωνὴν αὐτοῦ.

Ιωβ. 37,4                  Μετά την αστραπήν θα επακολουθήση η φωνή της βροντής. Θα βροντήση με φωνήν υπερήφανον και μεγαλοπρεπή. Δεν θα αποτρέψη τους κρότους της αστραπής, διότι θα υπακούσουν εις την ιδικήν του φωνήν.

Ιωβ. 37,5           βροντήσει ὁ ἰσχυρὸς ἐν φωνῇ αὐτοῦ θαυμάσια· ἐποίησε γὰρ μεγάλα ἃ οὐκ ᾔδειμεν,

Ιωβ. 37,5                  Θα βροντήση ο Παντοδύναμος με την βροντεράν του φωνήν κατά τρόπον θαυμαστόν, διότι αυτός έκαμε και κάμνει μεγάλα έργα, τα οποία ημείς δεν ημπορούμεν να γνωρίσωμεν.

Ιωβ. 37,6           συντάσσων χιόνι· γίνου ἐπὶ γῆς, καὶ χειμὼν ὑετός, καὶ χειμὼν ὑετῶν δυναστείας αὐτοῦ.

Ιωβ. 37,6                  Αυτός διατάσσει το χιόνι και του λέγει· Πηγαινε, κατέβα εις την γην! Κατά διαταγήν ιδικήν του γίνεται επίσης η χειμερινή βροχή. Πιπτουν αι άφθοναι βροχαί του χειμώνος.

Ιωβ. 37,7           ἐν χειρὶ παντὸς ἀνθρώπου κατασφραγίζει, ἵνα γνῷ πᾶς ἄνθρωπος τὴν ἑαυτοῦ ἀσθένειαν.

Ιωβ. 37,7                  Με τα χιόνια όμως και μέ τις βροχές δένει τα χέρια των ανθρώπων και καταπαύουν αι γεωργικαί εργασίαι, δια να μάθη ο άνθρωπος την αδυναμίαν του.

Ιωβ. 37,8           εἰσῆλθε δὲ θηρία ὑπὸ τὴν σκέπην, ἡσύχασαν δὲ ἐπὶ κοίτης.

Ιωβ. 37,8                  Και αυτά ακόμη τα θηρία εισέρχονται εις κάποιον σκέπην, δια να ησυχάσουν εις τας φωλεάς των.

Ιωβ. 37,9           ἐκ ταμιείων ἐπέρχονται ὀδύναι, ἀπὸ δὲ ἀκρωτηρίων ψῦχος,

Ιωβ. 37,9                  Από τα αποταμιευμένα ύδατα επάνω εις τα νέφη του ουρανού επέρχονται μεγάλαι καταστροφαί και οδύνες εξ αιτίας αυτών. Από τα άκρα δε του βορρά προέρχεται το ψύχος.

Ιωβ. 37,10         καὶ ἀπὸ πνοῆς ἰσχυροῦ δώσει πάγος, οἰακίζει δὲ τὸ ὕδωρ ὡς ἐὰν βούληται·

Ιωβ. 37,10                Με την παγωμένην πνοήν του ισχυρού βορρά δημιουργεί την παγωνιά, στρέφει και καθοδηγεί το νερό, όπου και όπως ούτος θέλει.

Ιωβ. 37,11         καὶ ἐκλεκτὸν καταπλάσσει νεφέλη, διασκορπιεῖ νέφος φῶς αὐτοῦ.

Ιωβ. 37,11                 Με το εκλεκτόν αγαθόν, με το νερό, καταρτίζει και συγκροτεί την νεφέλην, η οποία, πριν διαλυθή εις βροχήν, διασκορπίζει το φως των αστραπών της.

Ιωβ. 37,12         καὶ αὐτὸς κυκλώματα διαστρέψει, ἐν θεεβουλαθὼθ εἰς ἔργα αὐτῶν. πάντα ὅσα ἂν ἐντείληται αὐτοῖς, ταῦτα συντέτακται παρ᾿ αὐτοῦ ἐπὶ τῆς γῆς,

Ιωβ. 37,12                Ο ίδιος ο Θεός πηδαλιουχεί και κατευθύνει από εδώ και από εκεί τα περιδινούμενα νέφη, ώστε αυτά να εξυπηρετούν εις τα έργα των ανθρώπων. Ολα όσα διατάξη εις αυτά, πραγματοποιούνται. Εκτελούνται όλαι αι διαταγαί του επί της γης,

Ιωβ. 37,13         ἐὰν εἰς παιδείαν, ἐὰν εἰς τὴν γῆν αὐτοῦ, ἐὰν εἰς ἔλεος εὑρήσει αὐτόν.

Ιωβ. 37,13                 είτε προς παιδαγωγικήν τιμωρίαν του ανθρώπου είτε προς καρποφορίαν της γης, όταν ευρίσκη τον άνθρωπον άξιον του ελέους του.

Ιωβ. 37,14         ἐνωτίζου ταῦτα, Ἰώβ· στῆθι νουθετούμενος δύναμιν Κυρίου.

Ιωβ. 37,14                Ακουε αυτά μετά προσοχής Ιώβ. Στάσου να δεχθής συμβουλάς και νουθεσίας δια την δύναμιν του Κυρίου.

Ιωβ. 37,15         οἴδαμεν ὅτι ὁ Θεὸς ἔθετο ἔργα αὐτοῦ φῶς ποιήσας ἐκ σκότους.

Ιωβ. 37,15                 Γνωρίζομεν, ότι ο Θεός επραγματοποίησε όλα τα έργα του με τάξιν και σοφίαν, όπως π. χ. να αναλάμπη φως από τα σκοτεινά νέφη.

Ιωβ. 37,16         ἐπίσταται δὲ διάκρισιν νεφῶν, ἐξαίσια δὲ πτώματα πονηρῶν.

Ιωβ. 37,16                Αυτός γνωρίζει να διαλύη τα νέφη εις καταστρεπτικάς βροχοπτώσεις προς τιμωρίαν των πονηρών ανθρώπων.

Ιωβ. 37,17         σοῦ δὲ ἡ στολὴ θερμή, ἡσυχάζεται δὲ ἐπὶ τῆς γῆς.

Ιωβ. 37,17                 Τα ενδύματά σου γίνονται θερμά, όταν πνέη θερμός άνεμος η όταν επικρατή ησυχία επάνω εις την γην.

Ιωβ. 37,18         στερεώσεις μετ᾿ αὐτοῦ εἰς παλαιώματα, ἰσχυραὶ ὡς ὅρασις ἐπιχύσεως.

Ιωβ. 37,18                Ακλόνητα θεμέλια αυτός πραγματοποιεί, ώστε να παραμένουν αδιάσειστα, καίτοι παλαιωμένα, ισχυρά, όπως οι χυτοί χάλκινοι καθρέπται.

Ιωβ. 37,19         διατί; δίδαξόν με, τί ἐροῦμεν αὐτῷ· καὶ παυσώμεθα πολλὰ λέγοντες.

Ιωβ. 37,19                Πως και διατί συμβαίνουν όλα αυτά; Θα ερωτήση κανείς. Διδαξέ με συ, ω Ιώβ, τι θα απαντήσωμεν εις αυτόν. Και ετσι θα παύσωμεν να λέγωμεν πολλά εκτεινόμενοι και εις άλλα φυσικά φαινόμενα.

Ιωβ. 37,20         μὴ βίβλος ἢ γραμματεύς μοι παρέστηκεν, ἵνα ἄνθρωπον ἑστηκὼς κατασιωπήσω;

Ιωβ. 37,20                Μηπως και έχω ενώπιόν μου κανένα βιβλίον η κάποιον γραμματέα, δια να μας εξηγήση αυτά και έτσι εγώ σιωπών να αποστομώσω οιονδήποτε συζητητήν;

Ιωβ. 37,21         πᾶσι δὲ οὐχ ὁρατὸν τὸ φῶς, τηλαυγές ἐστιν ἐν τοῖς παλαιώμασιν, ὥσπερ τὸ παρ᾿ αὐτοῦ ἐπὶ νεφῶν.

Ιωβ. 37,21                Εις όλους δεν είναι οράτον τα αισθητόν φως, που λάμπει από μακράν και εις μακράν έκτασιν επάνω στον ουρανόν, τον στερεωμένον από παλαιότατα χρόνια, όπως επίσης και το φως της αστραπής, που κρύπτεται μέσα εις τα νέφη και το οποίον προέρχεται από τον Θεόν;

Ιωβ. 37,22         ἀπὸ βοῤῥᾶ νέφη χρυσαυγοῦντα· ἐπὶ τούτοις μεγάλη ἡ δόξα καὶ τιμὴ Παντοκράτορος.

Ιωβ. 37,22                Από τα μέρη του βορρά ανυψώνονται στον ουρανόν σύννεφα, που λάμπουν σαν το χρυσάφι. Ασυγκρίτως όμως περισσότερον από αυτά λάμπει η μεγάλη δόξα και η μεγαλοπρέπεια του παντοκράτορας Θεού.

Ιωβ. 37,23         καὶ οὐχ εὑρίσκομεν ἄλλον ὅμοιον τῇ ἰσχύϊ αὐτοῦ· ὁ τὰ δίκαια κρίνων, οὐκ οἴει ἐπακούειν αὐτόν;

Ιωβ. 37,23                Και δεν ευρίσκομεν άλλον, ούτε στον ουρανόν ούτε εις την γην, όμοιον με αυτόν κατά την δύναμιν. Αυτός, λοιπόν, που κρίνει δικαίως και αποδίδει το δίκαιον, δεν νομίζεις, ότι ακούει και κάνει δεκτήν την δέησιν των αδικουμένων, οι οποίοι κράζουν προς αυτόν;

Ιωβ. 37,24         διὸ φοβηθήσονται αὐτὸν οἱ ἄνθρωποι, φοβηθήσονται δὲ αὐτὸν καὶ οἱ σοφοὶ καρδίᾳ.

Ιωβ. 37,24                Δια τούτο ακριβώς αυτόν θα φοβηθούν όλοι οι άνθρωποι, ιδιαιτέρως δε θα ευλαβηθούν και θα φοβηθούν αυτόν οι σοφοί κατά την καρδίαν”.

 

 

ΙΩΒ 38

 

Ιωβ. 38,1           Μετὰ δὲ τὸ παύσασθαι Ἐλιοὺν τῆς λέξεως εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Ἰὼβ διὰ λαίλαπος καὶ νεφῶν·

Ιωβ. 38,1                   Οταν έπαυσεν ο Ελιούς να ομιλή, είπεν ο Κυριος δια μέσου της λαίλαπος και των νερών·

Ιωβ. 38,2           τίς οὗτος ὁ κρύπτων με βουλήν, συνέχων δὲ ῥήματα ἐν καρδίᾳ, ἐμὲ δὲ οἴεται κρύπτειν;

Ιωβ. 38,2                  “ποιός είναι αυτός, ο οποίος με τας εξηγήσεις που δίδει συσκοτίζει και αποκρύπτει τας ιδικάς μου βουλάς, κρατεί δε εις την καρδίαν του λόγους αστηρίκτους και νομίζει ότι εγώ είμαι εκείνος, που κρύπτω τας βουλάς μου;

Ιωβ. 38,3           ζῶσαι ὥσπερ ἀνὴρ τὴν ὀσφύν σου, ἐρωτήσω δέ σε, σὺ δέ μοι ἀποκρίθητι.

Ιωβ. 38,3                  Ζώσε, λοιπόν, την μέσην σου ως ανήρ πολεαιστής και πάρε θάρρος, διότι εγώ θα σε ερωτήσω, συ δε δος μου απόκρισιν.

Ιωβ. 38,4           ποῦ ἦς ἐν τῷ θεμελιοῦν με τὴν γῆν; ἀπάγγειλον δέ μοι εἰ ἐπίστῃ σύνεσιν.

Ιωβ. 38,4                  Που ήσουνα, όταν εγώ εθεμελίωνα την γην; Απάντησέ μου, εάν έχης σύνεσιν.

Ιωβ. 38,5           τίς ἔθετο τὰ μέτρα αὐτῆς, εἰ οἶδας; ἢ τίς ὁ ἐπαγαγὼν σπαρτίον ἐπ᾿ αὐτῆς;

Ιωβ. 38,5                  Ποιός έθεσε τα μέτρα αυτής; Πές μου, εάν το γνωρίζης. Ποιός, όταν αυτή οικοδομείτο, έβαλε νήμα στάθμης δια την ακρίβειαν της οικοδομής;

Ιωβ. 38,6           ἐπὶ τίνος οἱ κρίκοι αὐτῆς πεπήγασι; τίς δέ ἐστιν ὁ βαλὼν λίθον γωνιαῖον ἐπ᾿ αὐτῆς;

Ιωβ. 38,6                  Επάνω δε εις ποίαν βάσιν έχουν εμπηχθή στερεά οι κρίκοι αυτής; Ποιός είναι εκείνος, που έβαλε τον ακρογωνιαίον θεμέλιον λίθον, δια να την υποβαστάζη στερεάν και ακλόνητον;

Ιωβ. 38,7           ὅτε ἐγενήθησαν ἄστρα, ᾔνεσάν με φωνῇ μεγάλῃ πάντες ἄγγελοί μου.

Ιωβ. 38,7                  Οταν εδημιουργήθησαν τα άστρα, οι άγγελοί μου με εδοξολόγησαν με μεγάλην φωνήν.

Ιωβ. 38,8           ἔφραξα δὲ θάλασσαν πύλαις, ὅτε ἐμαιοῦτο ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτῆς ἐκπορευομένη.

Ιωβ. 38,8                  Εγώ έφραξα με πύλας τας ακτάς της θαλάσσης, όταν αυτή δημιουργουμένη και εξερχομένη από το χάος εφαίνετο, ως εάν εξήρχετο από την κοιλίαν της μητρός της με την βοήθειαν μαίας.

Ιωβ. 38,9           ἐθέμην δὲ αὐτῇ νέφος ἀμφίασιν, ὁμίχλῃ δὲ αὐτὴν ἐσπαργάνωσα.

Ιωβ. 38,9                  Τα νέφη του ουρανού τα έθεσα ως ενδυμασίαν της, με ομίχλην δέ, που μερικές φορές απλώνεται εις την επιφάνειάν της, την εσπαργάνωσα.

Ιωβ. 38,10         ἐθέμην δὲ αὐτῇ ὅρια, περιθεὶς κλεῖθρα καὶ πύλας.

Ιωβ. 38,10                Εθεσα εις αυτήν όρια, διότι ετοποθέτησα ολόγυρα κλειδιά και πύλας.

Ιωβ. 38,11         εἶπα δὲ αὐτῇ· μέχρι τούτου ἐλεύσῃ καὶ οὐχ ὑπερβήσῃ, ἀλλ᾿ ἐν σεαυτῇ συντριβήσεταί σου τὰ κύματα.

Ιωβ. 38,11                 Είπα δε εις αυτήν· Εως στο σημείον αυτό θα έλθης και δεν θα το υπερβής. Αλλά τα κύματά σου θα συντριβούν μέσα σου, μέσα εις τα όρια, που εγώ σου εχάραξα.

Ιωβ. 38,12         ἦ ἐπὶ σοῦ συντέταχα φέγγος πρωϊνόν; ἑωσφόρος δὲ εἶδε τὴν ἑαυτοῦ τάξιν

Ιωβ. 38,12                Η μήπως επί της ιδικής σου εποχής εγώ έχω τακτοποιήσει τον ήλιον, ο οποίος από της πρωΐας στέλλει το φως του; Επί των ημερών σου δε ο αυγερινός είδε την τακτικήν και κανονικήν πορείαν του,

Ιωβ. 38,13         ἐπιλαβέσθαι πτερύγων γῆς, ἐκτινάξαι ἀσεβεῖς ἐξ αὐτῆς;

Ιωβ. 38,13                ώστε να απλώνη το ορθρινόν φως έως εις τα άκρα της γης, να αποκαλύπτη δε και να διασκορπίζη από αυτήν τους ασχημονούντας ασεβείς, τους ανθρώπους του σκότους;

Ιωβ. 38,14         ἦ σὺ λαβὼν γῆν πηλὸν ἔπλασας ζῷον καὶ λαλητὸν αὐτὸν ἔθου ἐπί γῆς;

Ιωβ. 38,14                Η μήπως συ επήρες από την γην χώμα, έφτιασες πηλόν και έπλασες ον ζων, τον άνθρωπον, έδωσες εις αυτόν λογικόν και ομιλίαν και τον έθεσες κυρίαρχον επάνω εις την γην;

Ιωβ. 38,15         ἀφεῖλες δὲ ἀπὸ ἀσεβῶν τὸ φῶς, βραχίονα δὲ ὑπερηφάνων συνέτριψας;

Ιωβ. 38,15                Αφρεσες συ το φως από τους ασεβείς και συνέτριψες τον προς την αδικίαν εκτεινόμενον βραχίονα των υπερηφάνων;

Ιωβ. 38,16         ἦλθες δὲ ἐπὶ πηγὴν θαλάσσης, ἐν δὲ ἴχνεσιν ἀβύσσου περιεπάτησας;

Ιωβ. 38,16                Κατήλθες συ στον βυθόν της θαλάσσης, όπου υπάρχουν αι πηγαί της, εις δε τους πυθμένας των θαλασσών περιεπάτησες;

Ιωβ. 38,17         ἀνοίγονταί δέ σοι φόβῳ πύλαι θανάτου, πυλωροὶ δὲ ᾅδου ἰδόντες σε ἔπτηξαν;

Ιωβ. 38,17                Ανοίγονται ενώπιόν σου με φόβον αι κατάκλειστοι πύλαι της περιοχής, όπου κυριαρχεί ο θάνατος, οι δε θυρωροί του άδου, όταν σε είδαν, ετρόμαξαν και υπεστάλησαν;

Ιωβ. 38,18         νενουθέτησαι δὲ τὸ εὖρος τῆς ὑπ᾿ οὐρανόν; ἀνάγγειλον δή μοι, πόση τίς ἐστι;

Ιωβ. 38,18                Εχεις γνωρίσει, πόσον είναι το πλάτος της κάτω από τον ουρανόν εκτεινομένης γης; Είπέ μου, λοιπόν, πόση είναι η έκτασις της;

Ιωβ. 38,19         ἐν ποίᾳ δὲ γῇ αὐλίζεται τὸ φῶς; σκότους δὲ ποῖος ὁ τόπος;

Ιωβ. 38,19                Εις ποίον δε τόπον της γης κατοικεί το φως κατά το διάστημα της νυκτός; Ποίος δε είναι ο τόπος, όπου διαμένει το σκότος;

Ιωβ. 38,20         εἰ ἀγάγοις με εἰς ὅρια αὐτῶν; εἰ δὲ καὶ ἐπίστασαι τρίβους αὐτῶν;

Ιωβ. 38,20               Ημπορείς να με οδήγησης εις τα σύνορα των; Μηπως γνωρίζστους δρόμους των;

Ιωβ. 38,21         οἶδας ἄρα ὅτι τότε γεγέννησαι, ἀριθμὸς δὲ ἐτῶν σου πολύς;

Ιωβ. 38,21                Μηπως και γνωρίζστούτο, διότι τότε που εδημιουργείτο το φως και εξεχώριζα αυτό από το σκότος, είχες και συ γεννηθή, ο δε αριθμός των ετών σου είναι μεγάλος;

Ιωβ. 38,22         ἦλθες δὲ ἐπὶ θησαυροὺς χιόνος, θησαυροὺς δὲ χαλάζης ἑώρακας;

Ιωβ. 38,22               Εχεις έλθει συ εις τα μέρη, όπου είναι αποταμιευμένοι οι θησαυροί της χιόνος; Εχεις δε ίδει και τους θησαυρούς της χαλάζης;

Ιωβ. 38,23         ἀπόκειται δέ σοι εἰς ὥραν ἐχθρῶν εἰς ἡμέραν πολέμων καὶ μάχης;

Ιωβ. 38,23                Μηπως αυτά είναι εκεί φυλαγμένα, δια να τα χρησιμοποίησης συ εις ώραν μάχης, εις ημέραν πολέμων εναντίον των εχθρών σου;

Ιωβ. 38,24         πόθεν δὲ ἐκπορεύεται πάχνη ἢ διασκεδάννυται νότος εἰς τὴν ὑπ᾿ οὐρανόν;

Ιωβ. 38,24               Από που έρχεται η πάχνης; Η πως ο νότιος άνεμος σκορπίζεται εις την υπό τον ουρανόν γην;

Ιωβ. 38,25         τίς δὲ ἡτοίμασεν ὑετῷ λάβρῳ ῥύσιν, ὁδὸν δὲ κυδοιμῶν

Ιωβ. 38,25                Ποίος δε ητοίμασεν άφθονον ροήν των υδάτων με μεγάλην βροχήν, όπως επίσης και τον δρόμον εις τας βροντάς, που την συνοδεύουν,

Ιωβ. 38,26         τοῦ ὑετίσαι ἐπὶ γῆν, οὗ οὐκ ἀνήρ, ἔρημον, οὗ οὐχ ὑπάρχει ἄνθρωπος ἐν αὐτῇ,

Ιωβ. 38,26               δια να ποτίση με την βροχήν αυτήν την γην εκεί, που δεν υπάρχει άνθρωπος, να την καλλιεργήση εις ερήμους περιοχάς, όπου δεν κατοικεί κανείς,

Ιωβ. 38,27         τοῦ χορτάσαι ἄβατον καὶ ἀοίκητον καὶ τοῦ ἐκβλαστῆσαι ἔξοδον χλόης;

Ιωβ. 38,27                δια να χορτάση την διψασμένην απάτητον και ακατοίκητον περιοχήν, ώστε αυτή να βλαστήση πλουσίαν χλόην;

Ιωβ. 38,28         τίς ἐστιν ὑετοῦ πατήρ; τίς δέ ἐστιν ὁ τετοκὼς βώλους δρόσου,

Ιωβ. 38,28               Ποιός από τους ανθρώπους είναι ο πατήρ της βροχής; Ποιός δε είναι εκείνος, ο οποίος έχει γεννήσει τας χονδράς σταγόνας της δρόσου;

Ιωβ. 38,29         ἐκ γαστρὸς δέ τίνος ἐκπορεύεται ὁ κρύσταλλος; πάχνην δὲ ἐν οὐρανῷ τίς τέτοκεν,

Ιωβ. 38,29               Από την κοιλίαν δε ποίου βγαίνει και εκπορεύεται ο πάγος; Την πάχνην στον ουρανόν ποιός την έχει γεννήσει,

Ιωβ. 38,30         ἣ καταβαίνει ὥσπερ ὕδωρ ῥέον; πρόσωπον ἀσεβοῦς τίς ἔπτηξε;

Ιωβ. 38,30                η οποία πάχνη κατεβαίνει εις την γην ωσάν το νερό που τρέχει; Ποιός δε ετρομοκράτησε τον ασεβή και τον έκαμε να συσταλή καταπτοημένος;

Ιωβ. 38,31         συνῆκας δὲ δεσμὸν Πλειάδος καὶ φραγμὸν Ὠρίωνος ἤνοιξας;

Ιωβ. 38,31                Μηπως εξεύρεις με ποίον είδος δεσμού είναι δεμένα μεταξύ των τα άστρα της Πλειάδος η μήπως μπορείς να διάσπασης τον δεσμόν των αστέρων του Ωρίωνος;

Ιωβ. 38,32         ἦ διανοίξεις μαζουρὼθ ἐν καιρῷ αὐτοῦ καὶ Ἕσπερον ἐπὶ κόμης αὐτοῦ ἄξεις αὐτά;

Ιωβ. 38,32                Η μήπως συ θα διανοίξης και θα καθορίσης στο καθένα από τα ζώδια τον δρόμον, που πρέπει να ακολουθήση, δια να καταλάβη τον τόπον του εις την ωρισμένην εκάστοτε εποχήν; Μηπως και ημπορείς να αρπάξης, σαν από την κόμην του, τον Εσπερον, δια να τον μεταφέρης, όπου θέλεις;

Ιωβ. 38,33         ἐπίστασαι δὲ τροπὰς οὐρανοῦ ἢ τὰ ὑπ᾿ οὐρανὸν ὁμοθυμαδὸν γινόμενα;

Ιωβ. 38,33                Γνωρίζεις δε τους νόμους, σύμφωνα με τους οποίους γίνονται αι μετακινήσεις των αστέρων του ουρανού, η όλα ομού τα υπό τον ουρανόν γινόμενα φυσικά φαινόμενα;

Ιωβ. 38,34         καλέσεις δὲ νέφος φωνῇ, καὶ τρόμῳ ὕδατος λάβρου ὑπακούσεταί σου;

Ιωβ. 38,34                Ημπορείς να καλέσης και να διατάξης τα νέφη με την φωνήν σου και εκείνα με τρόμον να σε υπακούσουν και να μεταβληθούν εις ορμητικήν βροχήν;

Ιωβ. 38,35         ἀποστελεῖς δὲ κεραυνοὺς καὶ πορεύσονται; ἐροῦσι δέ σοι· τί ἐστι;

Ιωβ. 38,35                Ημπορείς να διατάξης και να στείλης τους κεραυνούς, όπου θέλεις, και εκείνοι σύμφωνα με την διαταγήν σου να πορευθούν; Θα πουν μήπως, ευπειθείς εις σέ· Τι συμβαίνει; Διάταξε και υπακούομεν.

Ιωβ. 38,36         τίς δὲ ἔδωκε γυναιξὶν ὑφάσματος σοφίαν ἢ ποικιλτικὴν ἐπιστήμην;

Ιωβ. 38,36                Ποίος έδωσεν εις τας γυναίκας σοφίαν και επιδεξιότητα, ώστε να κατασκευάζουν υφάσματα η καλαισθητικήν ικανότητα, ώστε να κεντούν θαυμαστά ποικίλματα;

Ιωβ. 38,37         τίς δὲ ὁ ἀριθμῶν νέφη σοφίᾳ, οὐρανὸν δὲ εἰς γῆν ἔκλινε;

Ιωβ. 38,37                Ποίος είναι εκείνος, που αριθμεί τα νέφη και κατέχει την ακριβή γνώσιν περί αυτών, κάμνει δε τον ουρανόν να κλίνη μέχρι της γης;

Ιωβ. 38,38         κέχυται δὲ ὥσπερ γῆ κονία, κεκόλληκα δὲ αὐτὸν ὥσπερ λίθῳ κύβον.

Ιωβ. 38,38                Ποτε γίνεται ωσάν κονιορτός η ομίχλη, απλώνεται και σκεπάζει την γην, και πότε την κάμνω να σκληρύνεται σαν λίθος μεταβαλλομένη εις πάγον και εις χάλαζάν με ακριβή γεωμετρικά σχήματα;

Ιωβ. 38,39         θηρεύσεις δὲ λέουσι βοράν, ψυχὰς δὲ δρακόντων ἐμπλήσεις;

Ιωβ. 38,39                Ημπορείς συ να θηρεύσης δια τους λέοντας τροφήν; Είσαι εις θέσιν να χορτάσης την πείναν των δρακόντων;

Ιωβ. 38,40         δεδοίκασι γὰρ ἐν κοίταις αὐτῶν, κάθηνται δὲ ἐν ὕλαις ἐνεδρεύοντες.

Ιωβ. 38,40               Διότι αυτοί φοβούνται και ανησυχούν δια την τροφήν των μέσα εις τας φωλεάς των, παραμονεύουν δε εις τας λόχμας, δια να συλλάβουν την λείαν των.

Ιωβ. 38,41         τίς δὲ ἡτοίμασε κόρακι βοράν; νεοσσοὶ γὰρ αὐτοῦ πρὸς Κύριον κεκράγασι πλανώμενοι, τὰ σῖτα ζητοῦντες.

Ιωβ. 38,41                Ποιός ητοίμασε τροφήν δια τον κόρακα; Διότι και αυτά τα μικρά πουλιά του κόρακος, καθώς πετούν από δω και από εκεί, φωνάζουν προς τον Κυριον και ζητούν την απαραίτητον δι' αυτά τροφήν.

 

 

ΙΩΒ 39

 

Ιωβ. 39,1           Εἰ ἔγνως καιρὸν τοκετοῦ τραγελάφων πέτρας, ἐφύλαξας δὲ ὠδῖνας ἐλάφων;

Ιωβ. 39,1                   Μηπως συ εγνώρισες και ώρισες τον χρόνον του τοκετού των αγρίων αιγών, που ζουν στους αποκρήμνους βράχους; Μηπως συ φροντίζεις και παρακολουθείς το κοιλοπόνημα των ελάφων;

Ιωβ. 39,2           ἠρίθμησας δὲ μῆνας αὐτῶν πλήρεις τοκετοῦ αὐτῶν, ὠδῖνας δὲ αὐτῶν ἔλυσας;

Ιωβ. 39,2                  Μηπως εγνώρισες ακριβώς επί πόσους μήνας θα κυοφορήσουν; Κατεπράϋνες δε και έλυσες τους πόνους των κατά τους τοκετούς αυτών;

Ιωβ. 39,3           ἐξέθρεψας δὲ αὐτῶν τὰ παιδία ἔξω φόβου; ὠδῖνας δὲ αὐτῶν ἐξαποστελεῖς;

Ιωβ. 39,3                  Συ έθρεψες και ανέθρεψες τα νεογνά των, ασφαλή από κάθε φόβον και από κάθε κίνδυνον της ζωής των; Μηπως διέλυσες και έδιωξες μακράν από τας μητέρας των τους πόνους του τοκετου των;

Ιωβ. 39,4           ἀποῤῥήξουσι τὰ τέκνα αὐτῶν, πληθυνθήσονται ἐν γεννήματι· ἐξελεύσονται, καὶ οὐ μὴ ἀνακάμψουσιν αὐτοῖς.

Ιωβ. 39,4                  Θα αποδιώξουν δε αυταί στον κατάλληλον καιρόν τα τέκνα των, ώστε αυτά να μεγαλώσουν και να πληθυνθούν μέσα εις τα γεννήματα των αγρών. Θα βγουν έξω από τας φωλεάς των και δεν θα επιστρέψουν πλέον στους γονείς των.

Ιωβ. 39,5           τίς δέ ἐστιν ὁ ἀφεὶς ὄνον ἄγριον ἐλεύθερον, δεσμοὺς δὲ αὐτοῦ τίς ἔλυσεν;

Ιωβ. 39,5                  Ποίος είναι εκείνος που αφήκεν ελεύθερον τον άγριον όνον, ποιός κατήργησε τα σχοινιά, με τα οποία θα εδένετο;

Ιωβ. 39,6           ἐθέμην δὲ τὴν δίαιταν αὐτοῦ ἔρημον, καὶ τὰ σκηνώματα αὐτοῦ ἁλμυρίδα·

Ιωβ. 39,6                  Εγώ ώρισα ως κατοικίαν του την έρημον περιοχήν και τους αλμυρούς τόπους ως διαμονήν του.

Ιωβ. 39,7           καταγελῶν πολυοχλίας πόλεως, μέμψιν δὲ φορολόγου οὐκ ἀκούων,

Ιωβ. 39,7                  Εμπαίζων δε αυτός και καταφρονών τον θόρυβον της πολυανθρώπου πόλεως, μη ακούων την ωργισμένην φωνήν οδηγού,

Ιωβ. 39,8           κατασκέψεται ὄρη νομὴν αὐτοῦ καὶ ὀπίσω παντὸς χλωροῦ ζητεῖ.

Ιωβ. 39,8                  παρατηρεί με προσοχήν και ερευνά τα βουνά δια την ανεύρεσιν της τροφής του, και την αναζητεί εκεί, όπου υπάρχει τρυφερά χλόη.

Ιωβ. 39,9           βουλήσεται δέ σοι μονόκερως δουλεῦσαι ἢ κοιμηθῆναι ἐπὶ φάτνης σου;

Ιωβ. 39,9                  Μηπως θα θελήση ποτέ ο ρινόκερως, να σε υπηρετήση η να κοιμηθή στον σταύλον σου;

Ιωβ. 39,10         δήσεις δὲ ἐν ἱμᾶσι ζυγὸν αὐτοῦ ἢ ἑλκύσει σου αὔλακας ἐν πεδίῳ;

Ιωβ. 39,10                Θα ημπορέσης να τον δέσης με λουριά στον ζυγόν του, ώστε να σύρη το άροτρον, δια να ανοίξη αυλάκια στον αγρόν;

Ιωβ. 39,11         πέποιθας δὲ ἐπ᾿ αὐτῷ, ὅτι πολλὴ ἡ ἰσχὺς αὐτοῦ, ἐπαφήσεις δὲ αὐτῷ τὰ ἔργα σου;

Ιωβ. 39,11                 Εχεις, βέβαια, πεποίθησιν εις αυτόν, διότι μεγάλη είναι η δύναμίς του. Θα τον αφήσης όμως να εκτρελέση τα βαρειά έργα της καλλιεργειάς σου;

Ιωβ. 39,12         πιστεύσεις δὲ ὅτι ἀποδώσει σοι τὸν σπόρον, εἰσοίσει δέ σου τὸν ἅλωνα;

Ιωβ. 39,12                Θα εμπιστευθής δε εις αυτόν την κατευόδωσιν της σποράς και την καλλιέργειαν των αγρών σου, ώστε να σου αποδώση το εισόδημα, το οποίον θα συγκεντρώσης στο αλώνι σου;

Ιωβ. 39,13         πτέρυξ τερπομένων νεέλασα, ἐὰν συλλάβῃ ἀσίδα καὶ νέσσα·

Ιωβ. 39,13                Καμαρώνει και τέρπεται η στρουθοκάμηλος δια το ωραίον της πτέρωμα, το οποίον φυσικά είναι ωραιότερον από τα πτερά του πελαργού και του ιέρακος.

Ιωβ. 39,14         ὅτι ἀφήσει εἰς γῆν τὰ ὠὰ αὐτῆς καὶ ἐπὶ χοῦν θάλψει

Ιωβ. 39,14                Εν τούτοις στερείται αυτή της στοργής του πελαργού προς τα παιδιά της δι' αυτό και θα αφήση τα αυγά της εις την γην, εις την άμμον, δια να τα ζεστάνη και τα εκκολάψη αυτή.

Ιωβ. 39,15         καὶ ἐπελάθετο ὅτι ποὺς σκορπιεῖ καὶ θηρία ἀγροῦ καταπατήσει·

Ιωβ. 39,15                Δεν έλαβεν υπ' όψιν, ότι πόδια ανθρώπων, που βυθίζονται εις την άμμον, θα τα διασκορπίσουν και τα θηρία του αγρού θα τα καταπατήσουν.

Ιωβ. 39,16         ἀπεσκλήρυνε τὰ τέκνα ἑαυτῆς, ὥστε μὴ ἑαυτήν, εἰς κενὸν ἐκοπίασεν ἄνευ φόβου·

Ιωβ. 39,16                Φέρεται με σκληρότητα προς τα τέκνα της, ως εάν αυτά δεν ήσαν ιδικά της. Και ως εάν μάτην εκοπίασε, δεν φοβείται μήπως χαθούν τα τέκνα της.

Ιωβ. 39,17         ὅτι κατεσιώπησεν αὐτῇ ὁ Θεὸς σοφίαν καὶ οὐκ ἐπεμέρισεν αὐτῇ ἐν τῇ συνέσει.

Ιωβ. 39,17                Συμβαίνει δε αυτό, διότι ο Θεός απεσιώπησε και δεν την εδίδαξε την σοφίαν της στοργής, δεν κατεμέρισεν εις αυτήν σύνεσιν.

Ιωβ. 39,18         κατὰ καιρὸν ἐν ὕψει ὑψώσει, καταγελάσεται ἵππου καὶ τοῦ ἐπιβάτου αὐτοῦ.

Ιωβ. 39,18                Εις ώρας όμως κινδύνου θα υψώση τα ωραία πτερά της και θα τρέχη τόσον γρήγορα, ώστε θα κατανικήση και θα καταγελάση οιονδήποτε ίππον και τον ιππέα, που επιβαίνει εις αυτόν.

Ιωβ. 39,19         ἦ σὺ περιέθηκας ἵππῳ δύναμιν, ἐνέδυσας δὲ τραχήλῳ αὐτοῦ φόβον;

Ιωβ. 39,19                Μηπως συ περιέβαλες με δύναμιν τον ίππον και ενέδυσες τον τράχηλόν του με ευκινησίαν, που εμπνέει φόβον;

Ιωβ. 39,20         περιέθηκας δὲ αὐτῷ πανοπλίαν, δόξαν δὲ στηθέων αὐτοῦ τόλμῃ;

Ιωβ. 39,20               Συ τον περιέβαλες με τόλμην, ως με πανοπλίαν; Συ του ενέβαλες εις τα στήθη τόλμην και θάρρος;

Ιωβ. 39,21         ἀνορύσσων ἐν πεδίῳ γαυριᾷ, ἐκπορεύεται δὲ εἰς πεδίον ἐν ἰσχύϊ·

Ιωβ. 39,21                Ανυπόμονος σκάπτει με τα πόδια του το έδαφος, όπου στέκεται, επιπίπτει δέ με ασυγκράτητον ορμήν στο πεδίον της μάχης.

Ιωβ. 39,22         συναντῶν βασιλεῖ καταγελᾷ καὶ οὐ μὴ ἀποστραφῇ ἀπὸ σιδήρου·

Ιωβ. 39,22               Εάν συναντήση σιδηρόφρακτον και περιφρουρούμενον βασιλέα, τον καταφρονεί και τον εμπαίζει, και δεν πτοείται ούτε και γυρίζει πίσω ενώπιον σιδηρών όπλων, μαχαιρών και τόξων.

Ιωβ. 39,23         ἐπ᾿ αὐτῷ γαυριᾷ τόξον καὶ μάχαιρα,

Ιωβ. 39,23                Επάνω εις αυτόν κάθεται υπερήφανα ο ιππεύς και χρησιμοποιεί το τόξον και την μάχαιράν του.

Ιωβ. 39,24         καὶ ὀργῇ ἀφανιεῖ τὴν γῆν καὶ οὐ μὴ πιστεύσει, ἕως ἂν σημάνῃ σάλπιγξ·

Ιωβ. 39,24               Από τον θυμόν του, όταν τον υποχρεώνουν να περιμένη, κατασκάπτει και εξαφανίζει με τα πόδια του την γην· δεν θα μείνη ήσυχος, έως ότου η σάλπιγξ θα δώση το σύνθημα της επιθέσεως.

Ιωβ. 39,25         σάλπιγγος δὲ σημαινούσης λέγει· εὖγε. πόῤῥωθεν δὲ ὀσφραίνεται πολέμου σὺν ἅλματι καὶ κραυγῇ.

Ιωβ. 39,25                Οταν δε η σάλπιγξ σημάνη εξόρμησιν, ικανοποιείται και φαίνεται σαν να λέγη· Εύγε! Από μακρυά οσφραίνεται τον πόλεμον και τρέχει με μεγάλα άλματα εκεί, που ακούονται πολεμικαί κραυγαί.

Ιωβ. 39,26         ἐκ δὲ τῆς σῆς ἐπιστήμης ἕστηκεν ἱέραξ, ἀναπετάσας τὰς πτέρυγας, ἀκίνητος, καθορῶν τὰ πρὸς νότον;

Ιωβ. 39,26               Μηπως από την ιδικήν σου σοφίαν, έμαθε το γεράκι να στέκεται στον αέρα ακίνητον απλώνοντας τας πτέρυγας του, και στρέφει το βλέμμα του προς τον νότον, όπου πρόκειται να πετάξη;

Ιωβ. 39,27         ἐπὶ δὲ σῷ προστάγματι ὑψοῦται ἀετός, γὺψ δὲ ἐπὶ νοσσιᾶς αὐτοῦ καθεσθεὶς αὐλίζεται

Ιωβ. 39,27                Κατόπιν ιδικής σου διαταγής πετά προς μεγάλα ύψη ο αετός, ο δε γυψ διέρχεται την νύκτα επί της φωλεάς του, εις την οποίαν θα καθίση

Ιωβ. 39,28         ἐπ᾿ ἐξοχῇ πέτρας καὶ ἀποκρύφῳ;

Ιωβ. 39,28               και η οποία είναι κτισμένη εις απότομον και απόκρυφον προεξοχήν βράχου;

Ιωβ. 39,29         ἐκεῖσε ὢν ζητεῖ τὰ σῖτα, πόῤῥωθεν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ σκοπεύουσι·

Ιωβ. 39,29               Εν δε είναι εκεί, αναζητεί την τροφήν του, διότι βλέπουν από μακρυά τα μάτια του προς τα μέρη εκείνα όπου ευρίσκεται το θήραμά του.

Ιωβ. 39,30         νεοσσοὶ δὲ αὐτοῦ φύρονται ἐν αἵματι, οὗ δ᾿ ἂν ὦσι τεθνεῶτες, παραχρῆμα εὑρίσκονται.

Ιωβ. 39,30                Τα πουλιά του, από τας πρώτας ημέρας της ζωής των, ζυμώνονται με το αίμα των κατασπαρασσομένων ζώων· όπου δε και αν υπάρχουν θνησιμαία, εκεί αμέσως ευρίσκονται και αυτά”.

 

 

ΙΩΒ 40

 

Ιωβ. 40,1           Καὶ ἀπεκρίθη Κύριος ὁ Θεὸς τῷ Ἰὼβ καὶ εἶπε·

Ιωβ. 40,1                  Απηυθύνθη ακόμη ο Θεός από το νέφος προς τον σιωπώντα Ιώβ και είπε·

Ιωβ. 40,2           μὴ κρίσιν μετὰ ἱκανοῦ ἐκκλινεῖ, ἐλέγχων δὲ Θεὸν ἀποκριθήσεται αὐτήν;

Ιωβ. 40,2                  “μήπως και θα ημπορέση κανείς να αποφύγη να κριθή με εμέ τον παντοδύναμον; Οταν δε εκφράζη παράπονα και ελέγχους προς τον Θεόν, ημπορεί να αποκριθή δια την επίκρισίν του αυτήν;”.

Ιωβ. 40,3           ὑπολαβὼν δὲ Ἰὼβ λέγει τῷ Κυρίῳ·

Ιωβ. 40,3                  Απαντών ευλαβως ο Ιώβ είπε προς τον Κυριον·

Ιωβ. 40,4           τί ἔτι ἐγὼ κρίνομαι, νουθετούμενος καὶ ἐλέγχων Κύριον, ἀκούων τοιαῦτα οὐθὲν ὤν; ἐγὼ δὲ τίνα ἀπόκρισιν δῶ πρὸς ταῦτα; χεῖρα θήσω ἐπὶ στόματί μου·

Ιωβ. 40,4                  “προς τι εγώ και τώρα, που νουθετούμαι από τον Κυριον, να παραπονεθώ συμβουλεύων και ελέγχων τον Κυριον εγώ, ο οποίος δεν είμαι τίποτε; Ποίαν δε απάντησιν θα δώσω εγώ εις αυτά; Θα βάλω το χέρι μου στο στόμα μου, δια να το κλείσω και να σιωπήσω πλέον.

Ιωβ. 40,5           ἅπαξ λελάληκα, ἐπὶ δὲ τῷ δευτέρῳ οὐ προσθήσω.

Ιωβ. 40,5                  Μια φορά ωμίλησα κατά ανόητον τρόπον· δεν πρέπει και δευτέραν φοράν κατά τον αυτόν τρόπον να ομιλήσω”.

Ιωβ. 40,6           ἔτι δὲ ὑπολαβὼν ὁ Κύριος εἶπε τῷ Ἰὼβ ἐκ τοῦ νέφους·

Ιωβ. 40,6                  Λαβών πάλιν ο Κυριος τον λόγον είπε προς τον Ιώβ από το νέφος·

Ιωβ. 40,7           μή, ἀλλὰ ζῶσαι ὥσπερ ἀνὴρ τὴν ὀσφύν σου, ἐρωτήσω δέ σε, σὺ δέ μοι ἀπόκριναι·

Ιωβ. 40,7                  “μη σταματάς την συζήτησιν, αλλά ζώσε ως ανδρείος ανήρ την οσφύν σου, διότι εγώ θα σε ερωτήσω, συ δέ, εάν ημπορής απάντησέ μου.

Ιωβ. 40,8           μὴ ἀποποιοῦ μου τὸ κρίμα. οἴει δέ με ἄλλως σοι κεχρηματικέναι ἢ ἵνα ἀναφανῇς δίκαιος;

Ιωβ. 40,8                  Μη αρνείσαι και δεν ημπορείς να αρνηθής την δικαίαν απόφασίν μου και ενέργειαν σχετικώς πρυς σέ. Νομίζεις ότι δι' άλλον λόγον ενήργησα εγώ δια σέ, ει μη μόνον δια να αναδειχθής δίκαιος;

Ιωβ. 40,9           ἦ βραχίων σοί ἐστι κατὰ τοῦ Κυρίου, ἢ φωνῇ κατ᾿ αὐτὸν βροντᾷς;

Ιωβ. 40,9                  Μηπως ο ιδικός σου βραχίων είναι τόσον ισχυρός, ώστε να υψωθή και να συγκριθή με τον παντοδύναμον βραχίονα του Κυρίου; Η η φωνή σου ομοιάζει με την φωνήν του, η οποία είναι ως η βροντή;

Ιωβ. 40,10         ἀνάλαβε δὴ ὕψος καὶ δύναμιν, δόξαν δὲ καὶ τιμὴν ἀμφίασαι.

Ιωβ. 40,10                Σηκωσε, λοιπόν, το ανάστημά σου, πάρε επάνω σου την δύναμίν σου, ενδύσου δόξαν και τιμήν,

Ιωβ. 40,11         ἀπόστειλον δὲ ἀγγέλους ὀργῇ, πάντα δὲ ὑβριστὴν ταπείνωσον·

Ιωβ. 40,11                 στείλε, αν ημπορής, τους αγγέλους σου με εντολήν και οργήν, ταπείνωσε δε κάθε αλαζόνα και ασεβή.

Ιωβ. 40,12         ὑπερήφανον δὲ σβέσον, σῆψον δὲ ἀσεβεῖς παραχρῆμα,

Ιωβ. 40,12                Σβήσε και εξάλειψε από προσώπου της γης κάθε υπερήφανον. Φέρε αμέσως σήψιν και αποσύνθεσιν στους ασεβείς.

Ιωβ. 40,13         κρύψον δὲ εἰς γῆν ὁμοθυμαδόν, τὰ δὲ πρόσωπα αὐτῶν ἀτιμίας ἔμπλησον·

Ιωβ. 40,13                Θαψε τους και κρύψε τους όλους μαζή εις την γην, τα δε πρόσωπά των γέμισέ τα από καταισχύνην και εξευτελισμόν.

Ιωβ. 40,14         ὁμολογήσω ὅτι δύναται ἡ δεξιά σου σῶσαι.

Ιωβ. 40,14                Τοτε θα διακηρύξω και εγώ, ότι η δεξιά σου δύναται να σε σώση από κινδύνους.

Ιωβ. 40,15         ἀλλὰ δὴ ἰδοὺ θηρία παρά σοι, χόρτον ἴσα βουσὶν ἐσθίουσιν.

Ιωβ. 40,15                Ιδού όμως ότι θηρία μεγάλα πλησίον σου τρώγουν τον χόρτον ωσάν βόϊδια.

Ιωβ. 40,16         ἰδοὺ δὴ ἡ ἰσχὺς αὐτοῦ ἐπ᾿ ὀσφύϊ, ἡ δὲ δύναμις αὐτοῦ ἐπ᾿ ὀμφαλοῦ γαστρός·

Ιωβ. 40,16                Ιδού εις ένα από αυτά, στον ιπποπόταμον, η δύναμίς του ευρίσκεται εις την οσφύν του και την καθιστά ισχυράν και αλύγιστον. Μαλιστα δε η δύναμίς του είναι στον ομφαλόν της κοιλίας του.

Ιωβ. 40,17         ἔστησεν οὐρὰν ὡς κυπάρισσον, τὰ δὲ νεῦρα αὐτοῦ συμπέπλεκται·

Ιωβ. 40,17                Υψώνει την ουράν του, που είναι υψηλή και ευθεία όπως το κυπαρίσσι. Τα νεύρα του συμπλέκονται μεταξύ των.

Ιωβ. 40,18         αἱ πλευραὶ αὐτοῦ πλευραὶ χάλκειαι, ἡ δὲ ῥάχις αὐτοῦ σίδηρος χυτός.

Ιωβ. 40,18                Τα πλευρά του είναι ισχυρά ωσάν χαλκός και η ράχις του είναι ωσάν χυτός σίδηρος.

Ιωβ. 40,19         τοῦτ᾿ ἔστιν ἀρχὴ πλάσματος Κυρίου, πεποιημένον ἐγκαταπαίζεσθαι ὑπὸ τῶν ἀγγέλων αὐτοῦ.

Ιωβ. 40,19                Το θηρίον δηλαδή αυτό, ο ιπποπόταμος, είναι θαυμαστόν πλάσμα του Κυρίου. Δημιούργημα τόσον ισχυρόν, ώστε μόνον υπό των αγγέλων του Θεού είναι δυνατόν να περιπαίζεται.

Ιωβ. 40,20         ἐπελθὼν δὲ ἐπ᾿ ὄρος ἀκρότομον ἐποίησε χαρμονὴν τετράποσιν ἐν τῷ ταρτάρῳ.

Ιωβ. 40,20               Οταν δια την ανεύρεσιν της τροφής του εξέρχεται από τον ποταμόν και ανέρχεται εις απόκρημνον λόφον, που έχει χλόην, προκαλεί χαράν εις τα τετράποδα, τα οποία ευρίσκονται κάτω εις την πεδιάδα.

Ιωβ. 40,21         ὑπὸ παντοδαπὰ δένδρα κοιμᾶται, παρὰ πάπυρον καὶ κάλαμον καὶ βούτομον.

Ιωβ. 40,21                Κοιμάται κάτω από διάφορα δένδρα, πλησίον στο παπύρι, εις τα καλάμια και εις τα ψαθιά.

Ιωβ. 40,22         σκιάζονται δὲ ἐν αὐτῷ δένδρα μεγάλα σὺν ῥαδάμνοις καὶ κλῶνες ἀγροῦ.

Ιωβ. 40,22               Ριπτούν επάνω εις αυτόν την σκιαν των δένδρα μεγάλα και τρυφερά βλαστάρια και κλώνοι, που υψώνονται στους αγρούς.

Ιωβ. 40,23         ἐὰν γένηται πλήμμυρα, οὐ μὴ αἰσθηθῇ· πέποιθεν ὅτι προσκρούσει ὁ Ἰορδάνης εἰς τὸ στόμα αὐτοῦ.

Ιωβ. 40,23               Εάν πλημμυρίση ο ποταμός, αυτός δεν θα αισθανθή τίποτε. Εχει πεποίθησιν εις την δύναμίν του και όταν ακόμα προσκρούση στο στόμα του ο Ιορδάνης ποταμός.

Ιωβ. 40,24         ἐν τῷ ὀφθαλμῷ αὐτοῦ δέξεται αὐτόν, ἐνσκολιευόμενος τρήσει ῥῖνα.

Ιωβ. 40,24               Εάν ημπορή κανείς, ας τον συλλάβη φανερά ενεργών. Η ας διατρυπήση, αν ημπορή, το ρύγχος του χρησιμοποιών προς τούτο παγιδευτικά μέσα.

Ιωβ. 40,25         ἄξεις δὲ δράκοντα ἐν ἀγκίστρῳ, περιθήσεις δὲ φορβαίαν περὶ ῥῖνα αὐτοῦ;

Ιωβ. 40,25               Ημπορείς συ να συλλάβης τον δράκοντα τον μεγάλον, τον κροκόδειλον, με άγκιστρον, να βάλης δε γύρω από το ρύγχος του χαλινάρι;

Ιωβ. 40,26         εἰ δήσεις κρίκον ἐν τῷ μυκτῆρι αὐτοῦ, ψελλίῳ δὲ τρυπήσεις τὸ χεῖλος αὐτοῦ;

Ιωβ. 40,26               Μηπως και ημπορείς να δέσης κρίκον στους ρώθωνάς του, να τρυπήσης δε το χείλος του και να του περάσής χαλκάν;

Ιωβ. 40,27         λαλήσει δέ σοι δεήσει, ἱκετηρίᾳ μαλακῶς;

Ιωβ. 40,27               Μηπως αυτός τρέμων την δύναμίν σου θα σου ομιλήση ικετευτικά, μαλακά και ήρεμα;

Ιωβ. 40,28         θήσεται δὲ μετὰ σοῦ διαθήκην; λήψῃ δὲ αὐτὸν δοῦλον αἰώνιον;

Ιωβ. 40,28               Μηπως και θα θελήση να συνάψη μαζή σου σύμφωνον φιλίας; Μηπως και έχεις την δύναμιν να τον πάρής και να τον κρατήσης παντοτεινόν δούλον σου;

Ιωβ. 40,29         παίξῃ δὲ ἐν αὐτῷ ὥσπερ ὀρνέῳ ἢ δήσεις αὐτὸν ὥσπερ στρουθίον παιδίῳ;

Ιωβ. 40,29               Θα παίξης, τάχα, μαζή του όπως παίζεις με ένα πουλί η ημπορείς να τον δέσης, όπως δένεις ένα σπουργίτην, που τον δίνεις στο παιδί για να παίζη;

Ιωβ. 40,30         ἐνσιτοῦνται δὲ ἐν αὐτῷ ἔθνη, μεριτεύονται δὲ αὐτὸν Φοινίκων ἔθνη;

Ιωβ. 40,30               Τρέφονται από τας σάρκας του έθνη, οι δε εμπορικοί λαοί των Φοινίκων κόπτουν αυτόν εις μεγάλα τεμάχια και τον εμπορεύονται.

Ιωβ. 40,31         πᾶν δὲ πλωτὸν συνελθὸν οὐ μὴ ἐνέγκωσι βύρσαν μίαν οὐρᾶς αὐτοῦ καὶ ἐν πλοίοις ἁλιέων κεφαλὴν αὐτοῦ.

Ιωβ. 40,31                Οποιοδήποτε πλοίον και αν έλθη, δεν θα ημπορέσή ούτε το δέρμα της ουράς του να σηκώση. Και εις τα πλοιάρια των αλιέων δεν θα καταστή δυνατόν να φέρουν ζωντανήν την κεφαλήν του.

Ιωβ. 40,32         ἐπιθήσεις δὲ αὐτῷ χεῖρα μνησθεὶς πόλεμον τὸν γινόμενον ἐν σώματι αὐτοῦ, καὶ μηκέτι γινέσθω.

Ιωβ. 40,32               Εάν δε τολμήσης και βάλης το χέρι σου επάνω εις αυτόν, θα ενθυμηθής τον αγώνα, που γίνεται στο σώμα του, και θα είπης· Ποτέ πλέον να μη γίνη τέτοιος αγών κατά του κροκοδείλου.

 

 

ΙΩΒ 41

 

Ιωβ. 41,1           Οὐχ ἑώρακας αὐτόν, οὐδὲ ἐπὶ τοῖς λεγομένοις τεθαύμακας;

Ιωβ. 41,1                   Δεν έχεις ίδει το μέγα αυτό θηρίον; Δεν έχεις δοκιμάσει δέος και θαυμασμόν, όταν ήκουσες να ομιλούν δι' αυτό;

Ιωβ. 41,2           οὐ δέδοικας ὅτι ἡτοίμασταί μοι; τίς γάρ ἐστιν ὁ ἐμοὶ ἀντιστάς;

Ιωβ. 41,2                  Δεν φοβείσαι λοιπόν και εμέ, ο οποίος έχω δημιουργήσει αυτό το θηρίον; Διότι ποιός είναι εκείνος, ο οποίος μου αντεστάθη ποτέ έως τώρα;

Ιωβ. 41,3           ἢ τίς ἀντιστήσεταί μοι καὶ ὑπομενεῖ, εἰ πᾶσα ἡ ὑπ᾿ οὐρανὸν ἐμή ἐστιν;

Ιωβ. 41,3                   Και ποιός είναι δυνατόν να μου αντισταθή στο μέλλον και να μείνη ακλόνητος αφού όλη η κάτω από τον ουρανόν γη και τα εν αυτή είναι ιδικά μου;

Ιωβ. 41,4           οὐ σιωπήσομαι δι᾿ αὐτόν, καὶ λόγον δυνάμεως ἐλεήσει τὸν ἴσον αὐτῷ.

Ιωβ. 41,4                  Δεν θα παύσω ακόμη να κάνω λόγον δια το μέγα αυτό θηρίον. Εξ αιτίας της τρομεράς δυνάμεώς του, καθένας θα λυπηθή εκείνον, που επιτίθεται εναντίον του, διότι θα τον βλέπη εκτιθέμενον εις μέγαν θανάσιμον κίνδυνον.

Ιωβ. 41,5           τίς ἀποκαλύψει πρόσωπον ἐνδύσεως αὐτοῦ, εἰς δὲ πτύξιν θώρακος αὐτοῦ τίς ἂν εἰσέλθοι;

Ιωβ. 41,5                   Ποιός ημπορεί να αφαίρεση και να ξεσκεπάση το κάλυμμα της επενδύσεως του; Ποιός δε ημπορεί να εισχωρήση εις τας πτυχάς του θώρακός του;

Ιωβ. 41,6           πύλας προσώπου αὐτοῦ τίς ἀνοίξει; κύκλῳ ὀδόντων αὐτοῦ φόβος.

Ιωβ. 41,6                  Ποιός ημπορεί να ανοίξη την πύλην του στόματός του, τας φοβεράς δηλαδή σιαγόνας του; Γυρω από τας σιαγόνας αυτάς είναι οι τρομεροί οδόντες του, οι οποίοι εμπνέουν φόβον.

Ιωβ. 41,7           τὰ ἔγκατα αὐτοῦ ἀσπίδες χάλκεαι, σύνδεσμος δὲ αὐτοῦ ὥσπερ σμυρίτης λίθος·

Ιωβ. 41,7                   Τα εσωτερικά του προφυλάσσονται σαν από χαλκίνας ασπίδας, αι δε ηνωμέναι μεταξύ των φολίδες του δέρματός του είναι σαν να έχουν κατασκευασθή από σμυρίτην λίθον.

Ιωβ. 41,8           εἷς τοῦ ἑνὸς κολλῶνται, πνεῦμα δὲ οὐ μὴ διέλθῃ αὐτόν·

Ιωβ. 41,8                  Η μία φολίς συνδέεται τόσον στενά με την άλλην, ώστε ούτε η πνοή ανέμου δεν ημπορεί να περάσή δια μέσου αυτών.

Ιωβ. 41,9           ἀνὴρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται, συνέχονται καὶ οὐ μὴ ἀποσπασθῶσιν.

Ιωβ. 41,9                  Σαν αδέλφια προσκολλάται η μία με την άλλην, συνδέονται στενότατα και δεν είναι δυνατόν να αποσπασθούν και να ξεχωρίσουν ούτε από μεταξύ των ούτε από το σώμα του κροκοδείλου.

Ιωβ. 41,10         ἐν πταρμῷ αὐτοῦ ἐπιφαύσκεται φέγγος, οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ εἶδος Ἑωσφόρου.

Ιωβ. 41,10                 Καθώς πταρνίζεται, τα σταγονίδια του πταρμού του ακτινοβολούν το φως, τα δε μάτια του ομοιάζουν με τον Αυγερινόν.

Ιωβ. 41,11         ἐκ στόματος αὐτοῦ ἐκπορεύονται ὡς λαμπάδες καιόμεναι καὶ διαῤῥιπτοῦνται ὡς ἐσχάραι πυρός.

Ιωβ. 41,11                 Από το στόμα του εξέρχονται σαν αναμμένες λαμπάδες και εξαφανίζονται ολόγυρά του ωσάν εστίαι φωτιάς.

Ιωβ. 41,12         ἐκ μυκτήρων αὐτοῦ ἐκπορεύεται καπνὸς καμίνου καιομένης πυρὶ ἀνθράκων.

Ιωβ. 41,12                 Τα σταγονίδια που εκτοξεύονται από τους ρώθωνάς του ομοιάζουν με εξερχόμενον καπνόν καμίνου, η οποία καίεται με αναμμένα κάρβουνα.

Ιωβ. 41,13         ἡ ψυχὴ αὐτοῦ ἄνθρακες, φλὸξ δὲ ἐκ στόματος αὐτοῦ ἐκπορεύεται.

Ιωβ. 41,13                 Η εκπνοή αυτού είναι σαν αναμμένα κάρβουνα, φλόγα δε εκπορεύεται από το στόμα του.

Ιωβ. 41,14         ἐν δὲ τραχήλῳ αὐτοῦ αὐλίζεται δύναμις, ἔμπροσθεν αὐτοῦ τρέχει ἀπώλεια.

Ιωβ. 41,14                 Εις τον τράχηλόν του εδράζεται η δύναμίς του και έμπροσθέν του απλώνεται όλεθρος και καταστροφή.

Ιωβ. 41,15         σάρκες δὲ σώματος αὐτοῦ κεκόλληνται· καταχέει ἐπ᾿ αὐτόν, οὐ σαλευθήσεται.

Ιωβ. 41,15                 Αι σάρκες του σώματός του είναι στενά κολλημέναι μεταξύ των και σκληραί, ώστε εάν κανείς ρίψη εναντίον του βέλη ούτε που θα τα αισθανθή και ούτε θα σαλευθή.

Ιωβ. 41,16         ἡ καρδία αὐτοῦ πέπηγεν ὡς λίθος, ἕστηκε δὲ ὥσπερ ἄκμων ἀνήλατος.

Ιωβ. 41,16                 Η καρδία του είναι σκληρή όπως το λιθάρι· στέκεται άκαμπτη και αλύγιστη σαν το αμόνι.

Ιωβ. 41,17         στραφέντος δὲ αὐτοῦ, φόβος θηρίοις τετράποσιν ἐπὶ γῆς ἁλλομένοις.

Ιωβ. 41,17                 Εάν βγη από το νερό και στραφή προς την ξηράν, φόβος και τρόμος θα πέση εις τα θηρία της υπαίθρου, τα οποία φεύγουν ενώπιόν του με πηδήματα.

Ιωβ. 41,18         ἐὰν συναντήσωσιν αὐτῷ λόγχαι, οὐδὲν μὴ ποιήσωσι δόρυ καὶ θώρακα·

Ιωβ. 41,18                 Λογχαι εάν πέσουν με ορμήν επάνω του, δεν τον θίγουν καθόλου. Ούτε το δόρυ και οι θωρακισμένοι πολεμισταί ημπορούν να του κάμουν τίποτε.

Ιωβ. 41,19         ἥγηται μὲν γὰρ σίδηρον ἄχυρα, χαλκὸν δὲ ὥσπερ ξύλον σαθρόν.

Ιωβ. 41,19                 Αυτός θεωρεί τα σιδερένια όπλα σαν άχυρα, τα δε χάλκινα σαν σάπιο ξύλο.

Ιωβ. 41,20         οὐ μὴ τρώσῃ αὐτὸν τόξον χάλκεον, ἥγηται μὲν πετροβόλον χόρτον·

Ιωβ. 41,20                Το χάλκινον τόξον δεν ημπορεί να του επιφέρη καμμίαν πληγήν, την δε σφενδόνην που εκσφενδονίζει λίθους, την θεωρεί σαν το χορτάρι.

Ιωβ. 41,21         ὡς καλάμη ἐλογίσθησαν σφῦραι, καταγελᾷ δὲ σεισμοῦ πυρφόρου.

Ιωβ. 41,21                 Τα σιδερένια σφυριά τα θεωρεί σαν την ανάλαφρη καλαμιά. Καταφρονεί δε τα πυρφόρα βέλη, που εκσφενδονίζονται εναντίον του.

Ιωβ. 41,22         ἡ στρωμνὴ αὐτοῦ ὀβελίσκοι ὀξεῖς, πᾶς δὲ χρυσὸς θαλάσσης ὑπ᾿ αὐτὸν ὥσπερ πηλὸς ἀμύθητος.

Ιωβ. 41,22                Κοιμάται με άνεσιν επάνω σε μυτερά καρφιά, όλος δε ο κάτω από αυτόν χρυσός της θαλάσσης θεωρείται σαν λάσπη άνευ αξίας.

Ιωβ. 41,23         ἀναζεῖ τὴν ἄβυσσον ὥσπερ χαλκεῖον, ἥγηται δὲ τὴν θάλασσαν ὥσπερ ἐξάλειπτρον,

Ιωβ. 41,23                Αναταράσσει και κάμνει σαν να βράζουν τα ύδατα, όπως το φυσερό του σιδηρουργείου. Ευχαριστείται δε εις την θάλασσαν, ως εάν αυτή είναι λεκάνη λουτρού καθαριότητος.

Ιωβ. 41,24         τὸν δὲ τάρταρον τῆς ἀβύσσου ὥσπερ αἰχμάλωτον· ἐλογίσατο ἄβυσσον εἰς περίπατον.

Ιωβ. 41,24                Τα βάθη των θαλασσών είναι υπό την εξουσίαν του ως αιχμάλωτα. Περίπατον δε ευχάριστον θεωρεί τον ωκεανον.

Ιωβ. 41,25         οὐκ ἔστιν οὐδὲν ἐπὶ τῆς γῆς ὅμοιον αὐτῷ πεποιημένον ἐγκαταπαίζεσθαι ὑπὸ τῶν ἀγγέλων μου·

Ιωβ. 41,25                Δεν υπάρχει άλλο θηρίον επάνω εις την γην όμοιον με τον κροκόδειλον, ο οποίος είναι έτσι φτιασμένος, ώστε μόνον από τους αγγέλους μου είναι δυνατόν να εμπαίζεται.

Ιωβ. 41,26         πᾶν ὑψηλὸν ὁρᾷ, αὐτὸς δὲ βασιλεὺς πάντων τῶν ἐν τοῖς ὕδασιν.

Ιωβ. 41,26                Βλέπει απτόητος όλα τα υψηλά, βασιλεύει δε εις όλα τα ζώα, που υπάρχουν μέσα εις τα ύδατα”.

 

 

ΙΩΒ 42

 

Ιωβ. 42,1           Ὑπολαβὼν δὲ Ἰὼβ λέγει τῷ Κυρίῳ·

Ιωβ. 42,1                  Ελαβε τον λόγον τότε ο Ιώβ και είπε προς τον Κυριον·

Ιωβ. 42,2           οἶδα ὅτι πάντα δύνασαι, ἀδυνατεῖ δέ σοι οὐδέν.

Ιωβ. 42,2                  “γνωρίζω πλέον πολύ καλά, Κυριε, ότι συ δύνασαι τα πάντα, τίποτε δε δεν είναι αδύνατον εις σέ.

Ιωβ. 42,3           τίς γάρ ἐστιν ὁ κρύπτων σε βουλήν; φειδόμενος δὲ ῥημάτων, καὶ σὲ οἴεται κρύπτειν; τίς δὲ ἀναγγελεῖ μοι ἃ οὐκ ᾔδειν, μεγάλα καὶ θαυμαστά, ἃ οὐκ ἐπιστάμην;

Ιωβ. 42,3                  Ποίος δε είναι δυνατόν να κρύψη από σε τας σκέψεις και αποφάσστου; Ποιός δε είναι εκείνος, που τσιγκουνευόμενος και συγκρατών μέσα τα λόγια του νομίζει ότι δύναται να τα αποκρύψη από σέ; Ποίος όμως άλλος, εκτός από σέ, θα μου ανήγγελλεν αυτά, που δεν εγνώριζα, τα μεγάλα και αξιοθαύμαστα, που δεν ήξευρα;

Ιωβ. 42,4           ἄκουσον δέ μου, Κύριε, ἵνα κἀγὼ λαλήσω· ἐρωτήσω δέ σε, σὺ δέ με δίδαξον.

Ιωβ. 42,4                  Ακουσε δε εμέ, Κυριε, δια να τολμήσω να ομιλήσω και εγώ προς σέ. Θα σε ερωτήσω, συ δε δίδαξέ με.

Ιωβ. 42,5           ἀκοὴν μὲν ὠτὸς ἤκουόν σου τὸ πρότερον, νυνὶ δὲ ὁ ὀφθαλμός μου ἑώρακέ σε·

Ιωβ. 42,5                  Μέχρι τώρα με τα αυτιά μου μόνον ήκουα περί σου και των μεγαλείων σου. Τωρα όμως σε είδα με τα ίδια μου τα μάτια.

Ιωβ. 42,6           διὸ ἐφαύλισα ἐμαυτὸν καὶ ἐτάκην, ἥγημαι δὲ ἐμαυτὸν γῆν καὶ σποδόν.

Ιωβ. 42,6                  Δια τούτο ελεεινολόγησα και εξουθένωσα τον εαυτόν μου, έλυωσα από ψυχικήν συντριβήν, αισθάνομαι ότι είμαι πράγματι χώμα και στάκτη”.

Ιωβ. 42,7           ἐγένετο δὲ μετὰ τὸ λαλῆσαι τὸν Κύριον πάντα τὰ ῥήματα ταῦτα τῷ Ἰώβ, εἶπεν ὁ Κύριος Ἐλιφὰζ τῷ Θαιμανίτῃ· ἥμαρτες σὺ καὶ οἱ δύο φίλοι σου· οὐ γὰρ ἐλαλήσατε ἐνώπιόν μου ἀληθὲς οὐδὲν ὥσπερ ὁ θεράπων μου Ἰώβ.

Ιωβ. 42,7                  Οταν ο Κυριος είπεν όλους αυτούς τους λόγους προς τον Ιώβ, απευθυνόμενος προς Ελιφάζ τον Θαιμανίτην είπεν· “ημάρτησες συ και οι δύο φίλοι σου, διότι δεν ωμιλήσατε ενώπιόν μου τίποτε το αληθές και σύμφωνον προς την βουλήν μου, όπως ο δούλος μου ο Ιώβ.

Ιωβ. 42,8           νῦν δὲ λάβετε ἑπτὰ μόσχους καὶ ἑπτὰ κριοὺς καὶ πορεύθητε πρὸς τὸν θεράποντά μου Ἰώβ, καὶ ποιήσει κάρπωσιν ὑπὲρ ὑμῶν. Ἰὼβ δὲ ὁ θεράπων μου εὔξεται περὶ ὑμῶν, ὅτι εἰ μὴ πρόσωπον αὐτοῦ λήψομαι· εἰ μὴ γὰρ δι᾿ αὐτόν, ἀπώλεσα ἂν ὑμᾶς· οὐ γὰρ ἐλαλήσατε ἀληθὲς κατὰ τοῦ θεράποντός μου Ἰώβ.

Ιωβ. 42,8                  Λαβετε λοιπόν τώρα επτά μόσχους και επτά κριους και πηγαίνετε προς τον δούλον μου τον Ιώβ και θα προσφέρη αυτός αυτά ολοκαύτωμα δια σας. Ο δούλος μου ο Ιώβ θα προσευχηθή δια σας και εγώ αυτόν και την δέησίν του θα λάβω υπ' όψιν μου και θα συγχωρήσω το αμάρτημά σας. Εάν δεν ήτο προς χάριν αυτού, θα σας κατέστρεφα. Διότι ομιλούντες, όπως ωμιλήσατε, εναντίον του δούλου μου του Ιώβ, δεν είπατε το αληθές”.

Ιωβ. 42,9           ἐπορεύθη δὲ Ἐλιφὰζ ὁ Θαιμανίτης καὶ Βαλδὰδ ὁ Σαυχίτης καὶ Σωφὰρ ὁ Μιναῖος καὶ ἐποίησαν καθὼς συνέταξεν αὐτοῖς ὁ Κύριος, καὶ ἔλυσε τὴν ἁμαρτίαν αὐτοῖς διὰ Ἰώβ.

Ιωβ. 42,9                  Επήγαν πράγματι ο Ελιφάζ ο Θαιμανίτης, Βαλδάδ ο Σιαυχίτης και Σωφάρ ο Μιναίος και έπραξαν, όπως τους είχε διατάξει ο Κυριος. Ο δε Κυριος συνεχώρησε και διέλυσε την αμαρτίαν των προς χάριν του Ιώβ.

Ιωβ. 42,10         ὁ δὲ Κύριος ηὔξησε τὸν Ἰώβ· εὐξαμένου δὲ αὐτοῦ καὶ περὶ τῶν φίλων αὐτοῦ, ἀφῆκεν αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν. ἔδωκε δὲ ὁ Κύριος διπλᾶ ὅσα ἦν ἔμπροσθεν Ἰὼβ εἰς διπλασιασμόν.

Ιωβ. 42,10                Ο Κυριος εδόξασε και επί του σημείου αυτού τον Ιώβ. Οταν αυτός προσηυχήθη δια τους φίλους του, ο Κυριος συνεχώρησε την αμαρτίαν εκείνων. Εις δε τον Ιώβ έδωσε τα διπλάσια, από όσα προηγουμένως είχεν.

Ιωβ. 42,11         ἤκουσαν δὲ πάντες οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ αἱ ἀδελφαὶ αὐτοῦ πάντα τὰ συμβεβηκότα αὐτῷ καὶ ἦλθον πρὸς αὐτὸν καὶ πάντες ὅσοι ἤδεισαν αὐτὸν ἐκ πρώτου· φαγόντες δὲ καὶ πιόντες παρ᾿ αὐτῷ παρεκάλεσαν αὐτόν, καὶ ἐθαύμασαν ἐπὶ πᾶσιν, οἷς ἐπήγαγεν ἐπ᾿ αὐτῷ ὁ Κύριος. ἔδωκε δὲ αὐτῷ ἕκαστος ἀμνάδα μίαν καὶ τετράδραχμον χρυσοῦ καὶ ἀσήμου.

Ιωβ. 42,11                 Επληροφορήθησαν δε όλοι οι αδελφοί του και αι αδελφαί του όλα όσα είχαν συμβή εις αυτόν και ήλθαν πάντες προς αυτόν, όσοι τον είχαν γνωρίσει και προηγουμένως. Αφού δε έφαγαν και έπιαν στο σπίτι μαζή του, τον παρηγόρησαν αλλά και τον εθαύμασαν δι' όλα όσα επέφερεν εις αυτόν ο Κυριος. Εκαστος δε από αυτούς έδωκεν στον Ιώβ ως δώρον μίαν αρνάδα, ένα χρυσούν τετράδραχμον και ακατέργαστον άργυρον.

Ιωβ. 42,12         ὁ δὲ Κύριος εὐλόγησε τὰ ἔσχατα Ἰὼβ ἢ τὰ ἔμπροσθεν· ἦν δὲ τὰ κτήνη αὐτοῦ πρόβατα μύρια τετρακισχίλια, κάμηλοι ἑξακισχίλιαι, ζεύγη βοῶν χίλια, ὄνοι θήλειαι νομάδες χίλιαι.

Ιωβ. 42,12                Ο δε Κυριος ευλόγησε τα μετά ταύτα έτη του Ιώβ πλουσιώτερον και περισσότερον από τα προηγηθέντα χρόνια του. Ανήλθον δε τα κτήνη του, τα πρόβατά του εις δεκατέσσαρες χιλιάδες, αι κάμηλοί του εις εξ χιλιάδες, τα ζεύγη των βοϊδιών του εις χίλια, αι θηλυκαί όνοι, που έβοσκαν εις κοπάδια, ανήλθον εις χιλίας.

Ιωβ. 42,13         γεννῶνται δὲ αὐτῷ υἱοὶ ἑπτὰ καὶ θυγατέρες τρεῖς·

Ιωβ. 42,13                Απέκτησε δε αυτός επτά υιούς και τρεις θυγατέρας.

Ιωβ. 42,14         καὶ ἐκάλεσε τὴν μὲν πρώτην Ἡμέραν, τὴν δὲ δευτέραν Κασίαν, τὴν δὲ τρίτην Ἀμαλθαίας κέρας.

Ιωβ. 42,14                Και εκάλεσε την μεν πρώτην Ημέραν, εις συμβολισμόν της νέας χαρμοσύνου περιόδου που ανέτειλε δια τον Ιώβ. Την δευτέραν Κασίαν, ευάρεστον ως το αρωματώδες φυτόν, την τρίτην εκάλεσεν Αμαλθαίας κέρας, εις δήλωσιν της νέας υπεραφθονίας των αγαθών του.

Ιωβ. 42,15         καὶ οὐχ εὑρέθησαν κατὰ τὰς θυγατέρας Ἰὼβ βελτίους αὐτῶν ἐν τῇ ὑπ᾿ οὐρανόν· ἔδωκε δὲ αὐταῖς ὁ πατὴρ κληρονομίαν ἐν τοῖς ἀδελφοῖς.

Ιωβ. 42,15                Καθ' όλην δε την υπό τον ουρανόν οικουμένην δεν ευρέθησαν ωσάν τας θυγατέρας του Ιώβ καλύτεραι και ωραιότεροι. Απέκτησε δε τόσα πολλά ο Ιωβ, ώστε έδωκε και εις τας τρεις αυτάς θυγατέρας του κληρονομίαν μεγάλην μεταξύ των αδελφών των.

Ιωβ. 42,16         ἔζησε δὲ Ἰὼβ μετὰ τὴν πληγὴν ἔτη ἑκατὸν ἑβδομήκοντα, τὰ δὲ πάντα ἔτη ἔζησε διακόσια τεσσαράκοντα· καὶ εἶδεν Ἰὼβ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ καὶ τοὺς υἱοὺς τῶν υἱῶν αὐτοῦ, τετάρτην γενεάν.

Ιωβ. 42,16                Εζησε δε ο Ιώβ μετά την θλίψιν της ασθενείας του εκατόν εδδομήκοντα έτη. Ολα δε τα έτη της ζωής του Ιωβ ανήλθον εις διακόσια τεσσαράκοντα. Και είδεν ο Ιώβ τα παιδιά του και τα παιδιά των παιδιών του μέχρι τετάρτης γενεάς.

Ιωβ. 42,17         καὶ ἐτελεύτησεν Ἰὼβ πρεσβύτερος καὶ πλήρης ἡμερῶν.

Ιωβ. 42,17                Εξεδήμησε δε ο Ιώβ γέρων και πλήρης ημερών.

Ιωβ. 42,17α       γέγραπται δὲ αὐτὸν πάλιν ἀναστήσεσθαι μεθ᾿ ὧν ὁ Κύριος ἀνίστησιν.

Ιωβ. 42,17α              Εχει δε γραφή ότι θα αναστήση πάλιν αυτόν ο Κυριος μαζή με όλους εκείνους, τους οποίους θα αναστήση κατά την μέλλουσαν ζωήν.

Ιωβ. 42,17β       Οὗτος ἑρμηνεύεται ἐκ τῆς Συριακῆς βίβλου ἐν μὲν γῇ κατοικῶν τῇ Αὐσίτιδι, ἐπὶ τοῖς ὁρίοις τῆς Ἰδουμαίας καὶ Ἀραβίας, προϋπῆρχε δὲ αὐτῷ ὄνομα Ἰωβάβ.

Ιωβ. 42,17β              Δια τον Ιώβ πληροφορούμεθα από την εις την Συριακήν γλώσσαν μετάφρασιν της Βιβλου, ότι κατοικούσε εις την χώραν Αυσίτιδα, η οποία ευρίσκετο εις τα σύνορα Ιδουμαίας και Αραβίας. Το δε προηγούμενον όνομα του ήτο Ιωβαδ.

Ιωβ. 42,17γ        λαβὼν δὲ γυναῖκα Ἀράβισσαν γεννᾷ υἱόν, ᾧ ὄνομα Ἐννών· ἦν δὲ αὐτὸς πατρὸς μὲν Ζαρὲ ἐκ τῶν Ἡσαῦ υἱῶν υἱός, μητρός δὲ Βοσόῤῥας, ὥστε εἶναι αὐτὸν πέμπτον ἀπὸ Ἁβραάμ.

Ιωβ. 42,17γ              Επρε δε και μίαν γυναίκα εξ Αραβίας, από την οποίαν απέκτησεν υιόν, ονομασθέντα Εννών. Ο πατήρ του Ιώβ ήτο ο Ζαρέ, απόγονος της πατριαρχικής οικογενείας του Ησαύ. Η μητέρα του ωνομάζετο Βοσόρρα, ώστε αυτός ως εγγονός του Ησαύ ήτο πέμπτος απόγονος από τον Αβραάμ.

Ιωβ. 42,17δ       καὶ οὗτοι οἱ βασιλεῖς οἱ βασιλεύσαντες ἐν Ἐδώμ, ἧς καὶ αὐτὸς ἦρξε χώρας· πρῶτος Βαλὰκ ὁ τοῦ Βεώρ, καὶ ὄνομα τῇ πόλει αὐτοῦ Δενναβά· μετὰ δὲ Βαλὰκ Ἰωβὰβ ὁ καλούμενος Ἰώβ· μετὰ δὲ τοῦτον Ἀσὼμ ὁ ὑπάρχων ἡγεμὼν ἐκ τῆς Θαιμανίτιδος χώρας· μετὰ δὲ τοῦτον Ἀδὰδ υἱὸς Βαράδ, ὁ ἐκκόψας Μαδιὰμ ἐν τῷ πεδίῳ Μωάβ, καὶ ὄνομα τῇ πόλει αὐτοῦ Γεθθαίμ.

Ιωβ. 42,17δ              Οι βασιλείς, οι οποίοι εβασίλευσαν εις την χώραν της Ιδουμαίας, της οποίας άρχων και βασιλεύς υπήρξεν και ο Ιώβ, ήσαν οι εξής· Πρώτος ο Βαλάκ υιός του Βεώρ. Το δε όνομα της πόλεώς του ήτο Δενναβά. Μετά τον Βαλάκ εβασίλευσεν ο Ιωβάβ, δηλαδή ο Ιώβ. Επειτα από αυτόν ο Ασώμ, ο ηγεμών που κατήγετο από την Θαιμανίτιδα χώραν. Επειτα από αυτόν εβασίλευσεν ο Αδάδ, ο υιός του Βαράδ, ο οποίος εξωλόθρευσε τους Μαδιανίτας εις την πεδιάδα της Μωάβ. Η δε πόλις του ωνομάζετο Γεθθαίμ.

Ιωβ. 42,17ε        οἱ δὲ ἐλθόντες πρὸς αὐτὸν φίλοι, Ἐλιφὰζ τῶν Ἡσαῦ υἱῶν, Θαιμανῶν βασιλεύς, Βαλδὰδ ὁ Σαυχαίων τύραννος, Σωφὰρ ὁ Μιναίων βασιλεύς.

Ιωβ. 42,17ε               Οι φίλοι του Ιώβ, που είχαν ελθει εις επίσκεψίν του ήσαν· Ελιφάζ από τους απογόνους του Ησαύ, βασιλεύς των Θαιμανών, ο Βαλδάδ αρχών των Σαυχαίων και ο Σωφάρ ο βασιλεύς των Μιναίων.